Η πρόταση των «6» είναι αναμφίβολα πολύ ενδιαφέρουσα, όχι μόνον διότι εισφέρει ή –εν πολλοίς– υιοθετεί ορισμένες αξιοπρόσεκτες θέσεις συνταγματικής
πολιτικής (ιδίως ως προς τις σχέσεις κράτους – εκκλησίας, τα κόμματα, την Τοπική Αυτοδιοίκηση, το δημοψήφισμα και τις αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας), αλλά και γιατί τροφοδότησε μια μεγάλη συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση. Ωστόσο, πέρα από το ότι σε επίπεδο οικονομικού και κοινωνικού Συντάγματος πάσχει από έντονα απωθητική ιδεολογικοπολιτική μονομέρεια –καθώς κινείται εμφανώς στον αστερισμό του εγχώριου νεοφιλελευθερισμού– περιέχει κατά την άποψή μου και αρκετά άλλα επί μέρους προβληματικά σημεία (ενδεικτικά: άκριτη συνταγματική επιβολή εκλογικού συστήματος –και μάλιστα δυσεφάρμοστου–, διορισμός πρωθυπουργού με ουσιαστική κατάργηση της δεδηλωμένης, επαναφορά της επίφοβης προεδρικής διάλυσης της Βουλής, άστοχη κατάργηση, συλλήβδην, των κωλυμάτων εκλογιμότητας, απόλυτο ασυμβίβαστο υπουργών-βουλευτών, απουσία οποιασδήποτε πρόβλεψης για έλεγχο συνταγματικότητας των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου και θεσμικά απρόσφορη αντιμετώπιση τόσο του δικαστικού συστήματος όσο και του status των δημοσίων υπαλλήλων).
Μεταξύ των προβληματικών αυτών σημείων θεωρώ ότι εντάσσεται, εν μέρει τουλάχιστον, και η πρόταση αναθεώρησης του άρθρου 110Σ. Ειδικότερα:
Ως προς το πρώτο σκέλος της πρότασης που αφορά την αλλαγή της διαδικασίας αναθεώρησης δεν νομίζω ότι υπάρχει συνταγματικό πρόβλημα, διότι οι σχετικές διατάξεις του άρθρου 110Σ (παρ. 2 επ.) δεν φαίνεται να εμπίπτουν, ούτε τυπικά ούτε ερμηνευτικά, στις μη αναθεωρήσιμες διατάξεις της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου. Αρκεί βέβαια και η νέα ρύθμιση να κινείται επίσης στη λογική του αυστηρού Συντάγματος, όπως εισηγούνται πράγματι οι «6» (: πρόταση 50 βουλευτών και υπερψήφισή της σε δύο ψηφοφορίες, διεξαγόμενες στην ίδια Βουλή ή κατ’ εξαίρεσιν σε δύο Βουλές, με πλειοψηφία 3/5). Θα μπορούσαν βέβαια να εξετασθούν και άλλες εναλλακτικές λύσεις, τόσο ως προς την πλειοψηφία (π.χ. 2/3) όσο και ως προς τη συμμετοχή των πολιτών, όπως προβλέπεται σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες (είτε εκ των προτέρων, με συνταγματική πρωτοβουλία, είτε εκ των υστέρων, με συνταγματικό δημοψήφισμα, είτε σωρευτικά).
Το δεύτερο σκέλος της πρότασης, όμως, που αποσκοπεί στον ανακαθορισμό των μη αναθεωρήσιμων διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 110, προκαλεί έντονο σκεπτικισμό, παρότι δεν αγγίζει και τη μορφή του πολιτεύματος ως «προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας». Και τούτο διότι και μόνο το να δεχθούμε ότι είναι εφικτή μια τέτοια τροποποίηση, έστω και επί τα βελτίω, θεωρώ ότι ανοίγει μια κερκόπορτα για τη συνολική αχρήστευση του άρθρου 110 Σ., η οποία αποτελεί τη βασική επιδίωξη όσων επιδιώκουν βολονταριστικά («ετσιθελικά») είτε κάποιες εν γένει «ριζικές ανατροπές» είτε, ειδικότερα, τη συνταγματικά ανεπίτρεπτη καθιέρωση βασιλευόμενης ή προεδρικής δημοκρατίας). Με άλλα λόγια, η πρόταση, εκ του αποτελέσματος, δίνει όπλα στον «συνταγματικό λαϊκισμό», ο οποίος, υπό ποικίλες παραλλαγές, καλλιεργεί την αντίληψη ότι όταν το θέλει ο λαός, τα συνταγματικά όρια καταρρίπτονται, άλλοτε με «συνταγματικές συνελεύσεις» και «συνταγματικά δημοψηφίσματα» και άλλοτε με ανερμάτιστες –από τη σκοπιά του Συνταγματικού Δικαίου– ερμηνείες (όπως π.χ. ότι ο όρος «προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία» δεν έχει τη δική του εννοιολογική και κανονιστική πυκνότητα, με πυρήνα το κοινοβουλευτικό σύστημα, αλλά σημαίνει απλώς Δημοκρατία με Βουλή και Πρόεδρο…).
Απέναντι σε αυτές τις χονδροειδείς παρερμηνείες, που όχι μόνον καθιστούν το Σύνταγμα λάστιχο, τανυζόμενο κατά το δοκούν ανάλογα με τις τάσεις της πολιτικής συγκυρίας αλλά και εν πολλοίς προϋποθέτουν ή/και συνεπάγονται εκτροπή από τη συνταγματική ομαλότητα, ο μόνος δρόμος, κατά την άποψή μου, είναι η απαρέγκλιτη ισχύς ολόκληρης της παραγράφου 1 του άρθρου 110Σ, χωρίς καμία εξαίρεση, διότι είναι αυτονόητο ότι μια τέτοια ρητή συνταγματική επιταγή, ως προς το ποιες διατάξεις δεν αναθεωρούνται, ούτε παρακάμπτεται αυθαίρετα αλλά ούτε και αναθεωρείται η ίδια. Οσο δε για την επίκληση της «παντοδυναμίας του λαού», που προβάλλεται παντοιοτρόπως, την απάντηση τη δίνει το ίδιο το άρθρο 1 του Συντάγματος: «Οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό… και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα»…
* Ο κ. Γιώργος Χ. Σωτηρέλης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ