ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗ :
Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με την υπ΄ αρίθμ. 1469/2016 απόφασή της έκρινε αντισυνταγματική την απόφαση του πρώην υπουργού Υγείας Ανδρέα Λοβέρδου (του 2012) που χορηγούσε ουσιαστικά τίτλο καθηγητή σε μη Πανεπιστημιακούς.
Συγκεκριμένα, στο ΣτΕ είχαν προσφύγει Πανεπιστήμια, Σύλλογοι καθηγητών ΑΕΙ, καθηγητές ιατρικής, κ.λπ. και ζητούσαν να ακυρωθεί η υπ΄ αριθμ. Υ10α/Γ.Ποικ. 42832/2012 απόφαση των υπουργών Υγείας και Παιδείας για την «απονομή τίτλου κλινικού καθηγητή σε ιατρούς του ΕΣΥ με βαθμό συντονιστή διευθυντή».
Η Ολομέλεια του ΣτΕ έκανε δεκτή την προσφυγή των Πανεπιστημίων, κ.λπ. και ακύρωσε την επίμαχη υπουργική απόφαση ως αντισυνταγματική, κρίνοντας ότι οι διατάξεις της εν λόγω υπουργικής απόφασης που αφορούν «το θεσμό του κλινικού καθηγητή προσκρούουν στο Σύνταγμα και ειδικότερα στις αρχές της Ακαδημαϊκής ελευθερίας και της αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ που κατοχυρώνονται στις διατάξεις του άρθρου 16 του Συντάγματος, όσο και προς τις αρχές της ισότητας και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και σταδιοδρομίας εκάστου κατά το λόγο της προσωπικής του αξίας, εφόσον με την εισαγωγή του θεσμού αυτού το εκπαιδευτικό και διδακτικό έργο των Ιατρικών Σχολών επιτελείται πλέον από πρόσωπα που παρουσιάζουν ανομοιογένεια από άποψη προσόντων, καθηκόντων και ευθύνης
Αριθμός 1469/2016
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Νοεμβρίου 2015, με την εξής σύνθεση: Νικ. Σακελλαρίου, Πρόεδρος, Μ. Καραμανώφ, Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Δ. Μαρινάκης, Ιω. Μαντζουράνης, Δ. Αλεξανδρής, Π. Ευστρατίου, Ε. Αντωνόπουλος, Π. Καρλή, Αντ. Ντέμσιας, Φ. Ντζίμας, Β. Αραβαντινός, Α. Καλογεροπούλου, Β. Ραφτοπούλου, Θ. Αραβάνης, Δ. Μακρής, Β. Αναγνωστοπούλου – Σαρρή, Ηλ. Μάζος, Χρ. Ντουχάνης, Θ. Τζοβαρίδου, Σύμβουλοι, Κων. Λαζαράκη, Δ. Βασιλειάδης, Χρ. Παπανικολάου, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Ιω. Μαντζουράνης και Β. Αναγνωστοπούλου – Σαρρή, καθώς και ο Πάρεδρος Χρ. Παπανικολάου μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.
Για να δικάσει την από 25 Ιουνίου 2012 αίτηση:
των: 1) Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, το οποίο παρέστη με το δικηγόρο Αντώνιο Αργυρό (Α.Μ. 7372), που τον διόρισε με πληρεξούσιο του Πρύτανη, 2) Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 3) Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, 4) Πανεπιστημίου Πατρών, 5) Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, 6) Πανεπιστημίου Κρήτης, τα οποία παρέστησαν με το δικηγόρο Ιωάννη Τασόπουλο (Α.Μ. 14858), που τον διόρισαν με πράξεις των Πρυτάνεων, 7) σωματείου με την επωνυμία «Σύλλογος Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ) της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών», 8) σωματείου με την επωνυμία «Ένωση Καθηγητών Ιατρικής Πανεπιστημίου Αθηνών» και τον διακριτικό τίτλο «Ε.Κ.Ι.Π.Α.», που εδρεύουν στην Αθήνα (Μικράς Ασίας 75, Γουδή), 9) σωματείου με την επωνυμία «Σύλλογος Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού του Ιατρικού Τμήματος του Α.Π.Θ.», που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη (Π.Γ.Ν. ΑΧΕΠΑ, Στ. Κυριακίδη 1), 10) σωματείου με την επωνυμία «Ενιαίος Σύλλογος Καθηγητών Πανεπιστημίου Κρήτης στο Ηράκλειο», που εδρεύει στο Ηράκλειο Κρήτης (Λεωφόρος Κνωσσού), 11) Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού Α.Ε.Ι. (Π.Ο.Σ.Δ.Ε.Π. Α.Ε.Ι.), που εδρεύει στην Αθήνα (Σταδίου 5), 12) Μ… Κ.. οι οποίοι παρέστησαν με το δικηγόρο Ιωάννη Τασόπουλο (Α.Μ. 14858), που τον διόρισαν με πληρεξούσια, 13) Γ Π. 14) Ε Ευ), οι οποίοι παρέστησαν με το δικηγόρο Χαράλαμπο Χρυσανθάκη (Α.Μ. 11855), που τον διόρισαν στο ακροατήριο,
κατά των Υπουργών: α) Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων, ο οποίος δεν παρέστη και β) Υγείας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ο οποίος παρέστη με τον Δημήτριο Αναστασόπουλο, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους,
και κατά των παρεμβαινόντων: 1) ……..
Η πιο πάνω αίτηση παραπέμθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ’ αριθ. 775/2015 αποφάσεως του Γ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.
Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. Υ10α/Γ.Ποικ.42832 (ΦΕΚ Β΄ 1390/27.4.2012) κοινή απόφαση των Υπουργών: α) Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων και β) Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως, από τον εισηγητή, Σύμβουλο Δ. Μακρή.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους πληρεξουσίους των αιτούντων, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησαν να γίνει δεκτή η αίτηση, τον πληρεξούσιο των παρεμβαινόντων και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή λόγω κωλύματος κατά την έννοια του άρθρου 26 του ν. 3719/2008 (Α΄ 214) του Συμβούλου Βασιλείου Αραβαντινού, τακτικού μέλους της συνθέσεως που εκδίκασε την κρινόμενη υπόθεση, έλαβε μέρος στην διάσκεψη αντ’ αυτού ως τακτικό μέλος ο Σύμβουλος Ιωάννης Μαντζουράνης, αναπληρωματικό μέχρι τώρα μέλος της συνθέσεως (βλ. Πρακτικό Διασκέψεως της Ολομελείας 3/2016 – ΣτΕ 1/2016, 3176/2014, 2260 – 2262/2013 Ολομέλεια κ.ά.).
2. Επειδή για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (1065802, 3238545/2012 ειδικά γραμμάτια παραβόλου).
3. Επειδή με την υπό κρίση αίτηση ζητείται η ακύρωση της Υ10α/Γ.Ποικ.42832/15.12.2011 (Β΄ 1390/27.4.2012) αποφάσεως του Αναπληρωτή Υπουργού Παιδείας Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων και του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με θέμα: «Απονομή τίτλου Κλινικού Καθηγητή σε Ιατρούς του ΕΣΥ με βαθμό Συντονιστή Διευθυντή».
4.
5. Επειδή οι αιτούντες ζητούν την ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως κατά το μέρος που με αυτήν οι Ελληνικές Ιατρικές Σχολές καθίστανται φορείς απονομής του τίτλου του Κλινικού Καθηγητή σε ιατρούς του Εθνικού Συστήματος Υγείας (άρθρο 2 της προσβαλλόμενης αποφάσεως), καθορίζεται ο τύπος του εν λόγω τίτλου (άρθρο 3), συγκροτείται σχετικό εκλεκτορικό σώμα (άρθρο 4) και καθορίζονται τα κριτήρια και η διαδικασία για την απονομή του τίτλου (άρθρα 5 και 6). Ειδικότερα η κρινόμενη αίτηση ασκείται από τα Πανεπιστημιακά Ιδρύματα (Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Πανεπιστήμιο Πατρών, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και Πανεπιστήμιο Κρήτης) με έννομο συμφέρον δεδομένου ότι, όπως προβάλλεται, με τα αμφισβητούμενα τμήματα της προσβαλλόμενης αποφάσεως θίγονται τα δικαιώματά τους. Περαιτέρω τα αιτούντα σωματεία (7ος – 10ος από τους αιτούντες) με έννομο συμφέρον ασκούν την κρινόμενη αίτηση, δεδομένου ότι: α) στους καταστατικούς σκοπούς του σωματείου με την επωνυμία «Σύλλογος Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών» περιλαμβάνεται η προάσπιση των ακαδημαϊκών ελευθεριών, η προώθηση των ακαδημαϊκών αιτημάτων και η επίλυση των προβλημάτων που σχετίζονται με την επιστημονική και ακαδημαϊκή δραστηριότητα και εξέλιξη των μελών του, β) στους καταστατικούς σκοπούς του σωματείου με την επωνυμία «Ένωση Καθηγητών Ιατρικής Πανεπιστημίου Αθηνών» περιλαμβάνεται η προστασία και η ενίσχυση του κύρους του πανεπιστημιακού δασκάλου, η βοήθεια και η συμβολή στην βελτίωση της νομοθεσίας σχετικά με τις ιατρικές σπουδές στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και η πιστή εφαρμογή των σχετικών με αυτές νόμων, καθώς και η κατοχύρωση και η υπεράσπιση των επαγγελματικών συμφερόντων των μελών του Συλλόγου, γ) στους καταστατικούς σκοπούς του σωματείου με την επωνυμία «Σύλλογος Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού του Ιατρικού Τμήματος του ΑΠΘ» περιλαμβάνεται η προώθηση των συλλογικών αιτημάτων του διδακτικού ερευνητικού προσωπικού, δ) στους καταστατικούς σκοπούς του σωματείου με την επωνυμία «Ενιαίος Σύλλογος Καθηγητών πανεπιστημίου Κρήτης στο Ηράκλειο» περιλαμβάνεται η προώθηση των επιστημονικών και επαγγελματικών συμφερόντων των μελών του καθώς και η ενεργητική συμμετοχή του στους προβληματισμούς και την προώθηση των γενικότερων εκπαιδευτικών, ερευνητικών, κοινωνικών και εθνικών ζητημάτων. Περαιτέρω η Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού (ΠΟΣΔΕΠ ΑΕΙ) με έννομο συμφέρον ασκεί την κρινόμενη αίτηση, διότι σύμφωνα με το καταστατικό της βασικός σκοπός της είναι μεταξύ άλλων ο εκδημοκρατισμός και η αυτοτέλεια των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και η μελέτη και συμβολή στην επίλυση των προβλημάτων της ανώτατης παιδείας καθώς και η επίτευξη ενότητας των στόχων και ο συντονισμός της δράσεως των συλλόγων – μελών για την κατοχύρωση και προβολή του επιστημονικού έργου των μελών τους καθώς και η επιδίωξη επιλύσεως όλων των θεμάτων που έχουν σχέση με την επιστημονική εξέλιξη των μελών τους και η προάσπιση του πανεπιστημιακού ασύλου και των ακαδημαϊκών ελευθεριών. Τα αιτούντα σωματεία έχουν προσκομίσει τα καταστατικά τους προκειμένου να αποδείξουν την συνδρομή του εννόμου συμφέροντός τους για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως. Εξ άλλου τα φυσικά πρόσωπα (12ος – 14ος από τους αιτούντες) με έννομο συμφέρον ασκούν την κρινόμενη αίτηση με την ιδιότητα του καθηγητή της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών ο πρώτος και με την ιδιότητα του αναπληρωτή καθηγητή της Ιατρικής Σχολής και της Ιατρικής Φυσικής και Ακτινοφυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο δεύτερος και τρίτος, προς τούτο δε αρκεί το ενδιαφέρον τους για την προάσπιση της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της πλήρους αυτοδιοικήσεως των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, οι οποίες, όπως προβάλλεται, θίγονται με τις επίδικες ρυθμίσεις της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Τέλος οι αιτούντες παραδεκτώς ομοδικούν προβάλλοντας κοινούς λόγους ακυρώσεως.
6.
7. Επειδή το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 16 ότι: «1. Η τέχνη και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες, η ανάπτυξη και η προαγωγή τους αποτελεί υποχρέωση του Κράτους. Η ακαδημαϊκή ελευθερία και η ελευθερία της διδασκαλίας δεν απαλλάσσουν από το καθήκον της υπακοής στο Σύνταγμα. 2. Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες. 3. … 4. … 5. Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Τα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Κράτους, έχουν δικαίωμα να ενισχύονται οικονομικά από αυτό και λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους που αφορούν τους οργανισμούς τους. Συγχώνευση ή κατάτμηση ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων μπορεί να γίνει και κατά παρέκκλιση από κάθε αντίθετη διάταξη, όπως νόμος ορίζει … 6. Οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί. Το υπόλοιπο διδακτικό προσωπικό τους επιτελεί επίσης δημόσιο λειτούργημα, με τις προϋποθέσεις που νόμος ορίζει. Τα σχετικά με την κατάσταση όλων αυτών των προσώπων καθορίζονται από τους οργανισμούς των οικείων ιδρυμάτων. Οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων δεν μπορούν να παυθούν προτού λήξει σύμφωνα με το νόμο ο χρόνος υπηρεσίας τους παρά μόνο με τις ουσιαστικές προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 88 παράγραφος 4 και ύστερα από απόφαση συμβουλίου που αποτελείται κατά πλειοψηφία από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει το όριο ηλικίας των καθηγητών των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων• εωσότου εκδοθεί ο νόμος αυτός οι καθηγητές που υπηρετούν αποχωρούν αυτοδικαίως μόλις λήξει το ακαδημαϊκό έτος μέσα στο οποίο συμπληρώνουν το εξηκοστό έβδομο έτος της ηλικίας τους». Με τις αναφερθείσες συνταγματικές διατάξεις κατοχυρώνεται η ελεύθερη ανάπτυξη της επιστήμης, ως θεμελιώδης σκοπός του κράτους, και καθορίζονται οι βασικές προϋποθέσεις και οι αρχές που πρέπει να διέπουν την παροχή της ανώτατης εκπαιδεύσεως, για την οποία θεσπίζονται συγκεκριμένα οργανωτικά και λειτουργικά πλαίσια που οριοθετούν την δράση όχι μόνο της διοικήσεως αλλά και του κοινού νομοθέτη, κατά την ρύθμιση από αυτόν των σχετικών θεμάτων. Κατά την έννοια των συνταγματικών αυτών διατάξεων, η ανώτατη εκπαίδευση, σκοπός της οποίας είναι η προαγωγή και μετάδοση της επιστημονικής γνώσεως με την έρευνα και την διδασκαλία, παρέχεται από αυτοτελή ιδρύματα, που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, σύμφωνα αφενός με την αρχή της ακαδημαϊκής ελευθερίας και αφετέρου την αρχή της πλήρους αυτοδιοικήσεως των ιδρυμάτων αυτών. Ειδικότερα, η αρχή της ακαδημαϊκής ελευθερίας εγγυάται την αδέσμευτη επιστημονική σκέψη, έρευνα και διδασκαλία, αποτελεί δε ατομικό δικαίωμα του πανεπιστημιακού ερευνητή ή διδασκάλου, ασκούμενο ως οργανωμένη δραστηριότητα, στο πλαίσιο της λειτουργίας των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων (ΣτΕ 519/2015 Ολομέλεια, 1013/2013 Ολομέλεια, 41/2013 Ολομέλεια, 2786/1984 Ολομέλεια). Για την πραγματοποίηση της επιστημονικής έρευνας και διδασκαλίας μέσα στο πλαίσιο των αρχών της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της αυτοδιοικήσεως των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ο συνταγματικός νομοθέτης προέβλεψε την ύπαρξη διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού, τα μέλη του οποίου αναγνωρίζονται ως δημόσιοι λειτουργοί, τελούντες υπό ιδιαίτερο προστατευτικό καθεστώς εγγυώμενο την προσωπική και λειτουργική τους ανεξαρτησία, εκλέγονται δε από πανεπιστημιακά όργανα με ακαδημαϊκά κριτήρια που εξασφαλίζουν την ανάδειξη άξιων επιστημόνων ως πανεπιστημιακών διδασκάλων (ΑΕΔ 30/1985, ΣτΕ 41/2013 Ολομέλεια, 246/2006, 2786/1984 Ολομέλεια). Περαιτέρω ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται να προβλέπει την διάκριση του κύριου διδακτικού προσωπικού σε περισσότερες βαθμίδες με κλιμάκωση προσόντων και ειδική ουσιαστική κρίση για κάθε βαθμίδα, προς τον σκοπό της αναδείξεως πανεπιστημιακών διδασκάλων υψηλού επιστημονικού επιπέδου και διδακτικής ικανότητας. Η συνταγματική αρχή της ισότητας και η συναφής αρχή της αναπτύξεως της προσωπικότητας και της σταδιοδρομίας κάθε Έλληνα κατά τον λόγο της προσωπικής του αξίας και ικανότητας (άρθρα 4 παράγραφος 1 και 5 παράγραφος 1) επιβάλλουν να είναι ποιοτικά και λειτουργικά ομοιογενής κάθε ομάδα που μετέχει στην εκπαιδευτική και ερευνητική αποστολή των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Εκδήλωση της ακαδημαϊκής ελευθερίας είναι η αξίωση των μελών του διδακτικού ερευνητικού προσωπικού να επιτελείται το εκπαιδευτικό και διδακτικό τους έργο από πρόσωπα που παρουσιάζουν ομοιογένεια από απόψεως τυπικών και ουσιαστικών προσόντων, καθηκόντων και ευθύνης στην όλη λειτουργία των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων (ΑΕΔ 30/1985, ΣτΕ 1731/1986 Ολομέλεια, 1854/1990 Ολομέλεια). Εξ άλλου η κατά τα προαναφερθέντα αυτοδιοίκηση συνίσταται στην εξουσία των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων να αποφασίζουν για τις υποθέσεις τους με δικά τους αποκλειστικά όργανα (ατομικά ή συλλογικά) οριζόμενα μεν από τον νομοθέτη, απαρτιζόμενα όμως οπωσδήποτε από πρόσωπα που ανήκουν στους παράγοντες του πανεπιστημιακού βίου ή που τους εκπροσωπούν. Η κρατική εποπτεία περιορίζεται στην άσκηση ελέγχου νομιμότητας των πράξεων των οργάνων των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων (ΣτΕ 519/2015 Ολομέλεια, 1013/2013 Ολομέλεια, 2788/1984 Ολομέλεια). Η θέσπιση των κανόνων που διέπουν την οργάνωση και την λειτουργία των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ανήκει στην αρμοδιότητα της νομοθετικής λειτουργίας και ασκείται από τα όργανα και με την διαδικασία που προβλέπει το Σύνταγμα. Κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς του αυτής, ο νομοθέτης διαθέτει ευρύτατα περιθώρια εξουσίας και δεν υποχρεούται να ακολουθήσει ορισμένο οργανωτικό και λειτουργικό πρότυπο, πρέπει, όμως, να οργανώνει τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα και να ορίζει τα πρόσωπα που μετέχουν στα πανεπιστημιακά όργανα εν όψει των εκάστοτε κρατουσών επιστημονικών, οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών, διασφαλίζοντας, παράλληλα, την πλήρη αυτοδιοίκηση των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και την ακώλυτη άσκηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας και επιλέγοντας ρυθμίσεις πρόσφορες για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει κάθε φορά (ΣτΕ 1013/2013 Ολομέλεια).
8. Επειδή ο ν. 2889/2001 (Α΄ 37) ορίζει στο άρθρο 11 ότι: «1. … 15. Σε ιατρούς του ΕΣΥ, με βαθμό Διευθυντή, μπορεί να απονέμεται ο τίτλος του Κλινικού Καθηγητή του Ε.Σ.Υ. Τα προσόντα για την απονομή του τίτλου του Κλινικού Καθηγητή του Ε.Σ.Υ. είναι ανάλογα εκείνων που απαιτούνται για την εκλογή σε θέση Καθηγητή Πανεπιστημίου. Ο τίτλος του Κλινικού Καθηγητή του Ε.Σ.Υ. αφαιρείται εάν κατά την ανά πενταετία αξιολόγηση, ο Διευθυντής κριθεί αρνητικά για τη διατήρηση της θέσης Διευθυντή του τμήματός του. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Υγείας και Πρόνοιας καθορίζονται το εκλεκτορικό σώμα, το οποίο συγκροτείται από Καθηγητές των ιατρικών τμημάτων των Α.Ε.Ι., ο τύπος του τίτλου, ο φορέας που τον απονέμει, τα ειδικότερα κριτήρια, και ρυθμίζεται η διαδικασία και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της διάταξης αυτής». Με την παράγραφο 7 του άρθρου 29 του ν. 4025/2011 (Α΄ 228) η παράγραφος 15 του άρθρου 11 του ν. 2889/2001 αντικαταστάθηκε ως εξής: «Σε ιατρούς του Ε.Σ.Υ. με βαθμό Συντονιστή Διευθυντή μπορεί να απονέμεται ο τίτλος του Κλινικού Καθηγητή του Ε.Σ.Υ. Τα προσόντα για την απονομή του τίτλου του Κλινικού Καθηγητή του Ε.Σ.Υ. είναι ανάλογα εκείνων που απαιτούνται για την εκλογή σε θέση Αναπληρωτή Καθηγητή Πανεπιστημίου. Ο τίτλος του Κλινικού Καθηγητή του Ε.Σ.Υ. αφαιρείται, εάν κατά την ανά πενταετία αξιολόγηση, ο Συντονιστής Διευθυντής κριθεί αρνητικά για τη διατήρηση της θέσης του. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Παιδείας Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζονται το εκλεκτορικό σώμα, το οποίο συγκροτείται από Καθηγητές των ιατρικών τμημάτων των Α.Ε.Ι., ο τύπος του τίτλου, ο φορέας που τον απονέμει, τα ειδικότερα κριτήρια, και ρυθμίζεται η διαδικασία και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της διάταξης αυτής». Κατ’ επίκληση της αναφερθείσας νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως της παραγράφου 7 του άρθρου 29 του ν. 4025/2011 (αλλά και της παραγράφου 15 του άρθρου 11 του ν. 2889/2001), εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, στην οποία ορίζονται τα εξής: «Άρθρο 1 (Προσόντα για την απονομή του τίτλου) – Υποψήφιοι για την απονομή του τίτλου του Κλινικού Καθηγητή του Ε.Σ.Υ δύναται να είναι Συντονιστές Διευθυντές του Ε.Σ.Υ οι οποίοι: 1.α Έχουν προϋπηρεσία στην βαθμίδα τους 3 έτη. 1.β Έχουν αξιολογηθεί τουλάχιστον μία φορά από τις διαδικασίες του Ε.Σ.Υ. 1.γ Διαθέτουν τίτλο Διδακτορικού Διπλώματος, Ελληνικής Ιατρικής Σχολής ή αντίστοιχο αναγνωρισμένο της Αλλοδαπής (αναγνωρισμένο από τον Διεπιστημονικό Οργανισμό Αναγνώρισης Τίτλο Ακαδημαϊκών & Πληροφόρησης Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π.). 1.δ Διευθύνουν Τμήμα το οποίο παρέχει εκπαίδευση σε Ειδικευόμενους Ιατρούς στην κύρια Ιατρική τους Ειδικότητα ή σε Εξειδίκευση αυτής. 1.ε Δηλώνουν υπεύθυνα ότι θα προσφέρουν εκπαιδευτικές και επιστημονικές υπηρεσίες στον Φορέα που τους απονέμει τον τίτλο. Άρθρο 2 (Φορέας απονομής) – Φορείς απονομής είναι οι Ελληνικές Ιατρικές Σχολές των οποίων η έδρα βρίσκεται στην ίδια Υγειονομική Περιφέρεια που υπάγεται το Νοσοκομείο στο οποίο υπηρετεί ο υποψήφιος. Η Ιατρική Σχολή κάθε εκπαιδευτικό έτος αναθέτει στον Κλινικό Καθηγητή εκπαιδευτικά και επιστημονικά καθήκοντα, σταθερά ή κατά περίπτωση, κατά τις ανάγκες και τον προγραμματισμό της. Άρθρο 3 (Τύπος του Τίτλου) – Ο τίτλος αναγράφει: Κλινικός Καθηγητής του Ε.Σ.Υ. Την Ειδικότητα. Το Πανεπιστήμιο στο οποίο ανήκει η Ιατρική Σχολή που απονέμει τον τίτλο. Ο τίτλος κατέχεται όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η υπηρεσία του Κλινικού Καθηγητή σε θέση Συντονιστή Διευθυντή της παρ. 1δ σε Νοσοκομείο της ιδίας Υγειονομικής Περιφέρειας. Ο τίτλος αφαιρείται επί αρνητικής αξιολόγησης από το Ε.Σ.Υ. ή την οικεία Ιατρική Σχολή. Εάν ο τίτλος απονεμηθεί από το εκλεκτορικό σώμα που περιγράφεται στην παράγραφο 6ζ δεν αναφέρεται φορέας απονομής. Στην περίπτωση αυτή η Ιατρική Σχολή οφείλει την ανάθεση εκπαιδευτικού και επιστημονικού έργου κατά το 2. Ο τίτλος δύναται να αφαιρεθεί ως άνω. Η κατοχή του τίτλου του Κλινικού Καθηγητή δεν επιφέρει μισθολογική μεταβολή στο Συντονιστή Διευθυντή. Άρθρο 4 (Εκλεκτορικό Σώμα) – Αποτελείται από δεκαπέντε (15) Καθηγητές 1ης Βαθμίδας του ιδίου ή συναφούς γνωστικού αντικειμένου με την Ειδικότητα του υποψηφίου, που επιλέγονται σύμφωνα με τη διαδικασία της οικείας Ιατρικής Σχολής για τα εκλεκτορικά της σώματα. Οι δέκα (10) εξ αυτών προέρχονται από την Ιατρική Σχολή που αποτελεί τον Φορέα απονομής και πέντε (5) από άλλες Ιατρικές Σχολές. Ένα μέλος του εκλεκτορικού σώματος που ανήκει στον Φορέα απονομής και ένα που ανήκει σε άλλη Ιατρική Σχολή ορίζονται ως Εισηγητές. Οι Εισηγητές έχουν την ίδια ειδικότητα με τον κρινόμενο και μόνο σε περίπτωση μη υπάρξεως Καθηγητή 1ης Βαθμίδας στον Φορέα απονομής και τις άλλες Ιατρικές Σχολές ορίζεται εισηγητής από άλλη Ειδικότητα. Στο Εκλεκτορικό Σώμα προεδρεύει ο αρχαιότερος καθηγητής. Το Σώμα βρίσκεται σε απαρτία με πλειοψηφία παρόντων τα 2/3 στην 1η σύγκληση και 50% + 1 στις επόμενες. Άρθρο 5 (Ειδικά Κριτήρια) – Οι υποψήφιοι κρίνονται κατά αντιστοιχία των προσόντων Αναπληρωτή Καθηγητή της οικείας Ιατρικής Σχολής. Ειδική βαρύτητα κατά την κρίση δίδεται στο Κλινικό και το εκπαιδευτικό έργο του υποψηφίου. Ακολουθούν το Επιστημονικό και το Διοικητικό του Έργο. Οι λεπτομέρειες των ανωτέρω κριτηρίων καθορίζονται με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης της Οικείας Ιατρικής Σχολής. Άρθρο 6 (Διαδικασία) – 6.α Οι υποψήφιοι υποβάλλουν την αίτησή τους στη Γραμματεία της οικείας Ιατρικής Σχολής. Ως απαραίτητα δικαιολογητικά προσκομίζουν: 6.β Βεβαίωση του Διοικητή του Νοσοκομείου τους για τη θέση που κατέχουν, για τον τίτλο της ειδικότητας τους, για το χρόνο της πρώτης τοποθέτησης και την εκπαίδευση ειδικευομένων στο τμήμα που Διευθύνει ο υποψήφιος. 6.γ Βεβαίωση του Δ/ντή της Ιατρικής Υπηρεσίας ότι έχει αξιολογηθεί τουλάχιστον μία φορά και τα αποτελέσματα των αξιολογήσεων. 6.δ Υπεύθυνη δήλωση που αναφέρει τα της άνωθεν παραγράφου 1ε. 6.ε Βιογραφικό Σημείωμα που περιγράφει την προϋπηρεσία και σε διακριτά κεφάλαια το κλινικό, το εκπαιδευτικό, το επιστημονικό και το Διοικητικό έργο του υποψηφίου. Το βιογραφικό Σημείωμα υποβάλλεται έντυπα και ηλεκτρονικά. 6.στ Η οικεία Ιατρική Σχολή οφείλει να ολοκληρώσει την διαδικασία απονομής του τίτλου εντός αποκλειστικού χρόνου έξι μηνών από την υποβολή της αίτησης. Οι εισηγητές υποβάλλουν τις εισηγήσεις τους εντός αποκλειστικής ημερομηνίας δύο μηνών από την παραλαβή. Στη εισήγηση τους καταλήγουν σε σαφή Δήλωση αν η γνώμη τους για την απονομή του τίτλου είναι θετική ή αρνητική. Οι εισηγητές δύνανται να καλέσουν τον υποψήφιο για παροχή διευκρινήσεων. Οι εισηγητές δύνανται να προβούν σε κοινή εισήγηση αν συμφωνήσουν. Οι εισηγήσεις γνωστοποιούνται στον υποψήφιο ηλεκτρονικά ή ταχυδρομικά με επιβεβαίωση παραλαβής, ο οποίος επί αρνητικής γνώμης δύναται να υποβάλλει ένσταση εντός αποκλειστικής χρονικής περιόδου είκοσι ημερών. Βιογραφικό σημείωμα του υποψηφίου, οι εισηγήσεις και τυχόν ενστάσεις διανέμονται ηλεκτρονικά ή και ταχυδρομικά στα μέλη του εκλεκτορικού Σώματος, τουλάχιστον μία εβδομάδα πριν την σύγκλιση με επιβεβαίωση παραλαβής. Ο προεδρεύων του Εκλεκτορικού Σώματος δύναται να καλέσει τον υποψήφιο στη συνεδρίαση προς συνέντευξη. 6.ζ Κατά την έναρξη ισχύος της παρούσης και επί υποβολής πολλών υποψηφιοτήτων σε κάθε ειδικότητα, η κάθε Ιατρική Σχολή οφείλει να ολοκληρώνει την διαδικασία τριών (3) υποψηφιοτήτων κατά έτος, με σειρά κρίσης την αρχαιότητα των υποψηφίων στη θέση Δ/ντή Ε.Σ.Υ. 6.η Επί υπερβάσεως του χρόνου ολοκλήρωσης της διαδικασίας ο υποψήφιος έχει δικαίωμα μεταφοράς της αίτησης του στο Εκλεκτορικό Σώμα της παρ. 6Θ. 6.θ Επί αρνητικής απόφασης του Εκλεκτορικού Σώματος, ο υποψήφιος, δύναται να επανέλθει με νέα αίτηση μετά την επόμενη αξιολόγηση του από τις διαδικασίες του Ε.Σ.Υ. 6.ι Επί νέας απορρίψεως δύναται να προσφύγει σε δεκαπενταμελές Εκλεκτορικό Σώμα που ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης μετά από πρόταση του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας (ΚΕ.Σ.Υ.) και το οποίο συγκροτείται από Καθηγητές των Ελληνικών Ιατρικών Σχολών. Η αίτηση του υποψηφίου υποβάλλεται στο ΚΕΣΥ. Κατά τα λοιπά ακολουθούνται οι διαδικασίες των παραγράφων 4 και 5 και 6 της παρούσης».
9. Επειδή με την προαναφερθείσα διάταξη της παραγράφου 7 του άρθρου 29 του ν. 4025/2011 (που αντικατέστησε την παράγραφο 15 του άρθρου 11 του ν. 2889/2001 με την οποία προβλέφθηκε, το πρώτον, ο θεσμός του κλινικού καθηγητή του Εθνικού Συστήματος Υγείας) αναγνωρίζεται η δυνατότητα να απονεμηθεί σε ιατρούς του Εθνικού Συστήματος Υγείας με βαθμό συντονιστή διευθυντή ο τίτλος του κλινικού καθηγητή του Εθνικού Συστήματος Υγείας, εφόσον συγκεντρώνουν στο πρόσωπό τους προσόντα ανάλογα με αυτά που απαιτούνται για την εκλογή σε θέση αναπληρωτή καθηγητή Πανεπιστημίου. Περαιτέρω με την ίδια διάταξη παρέχεται νομοθετική εξουσιοδότηση στον Υπουργό Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων και στον Υπουργό Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, να καθορίσουν το εκλεκτορικό σώμα, το οποίο πρέπει να συγκροτηθεί από καθηγητές των ιατρικών τμημάτων των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, τον τύπο του τίτλου, τον φορέα που τον απονέμει, τα ειδικότερα κριτήρια και την διαδικασία καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της διατάξεως. Κατ’ επίκληση της νομοθετικής εξουσιοδότησης αυτής εκδόθηκε η ήδη προσβαλλόμενη κανονιστική υπουργική απόφαση. Με τις ανωτέρω νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις ο νομοθέτης θέλησε, όπως προκύπτει και από την αιτιολογική έκθεση της αρχικής διατάξεως του άρθρου 11 παράγραφος 15 του ν. 2881/2001, να μπορεί να απονεμηθεί ο τίτλος του κλινικού καθηγητή του Εθνικού Συστήματος Υγείας σε ιατρούς με βαθμό συντονιστή διευθυντή που διαθέτουν προσόντα ανάλογα του αναπληρωτή καθηγητή Πανεπιστημίου μετά από κρίση πρωτίστως μεν του κλινικού και εκπαιδευτικού έργου τους δευτερευόντως δε του επιστημονικού και διοικητικού τους έργου. Όσον αφορά το καθεστώς του κλινικού καθηγητή, αυτός διατηρεί την υπηρεσιακή σχέση του με του Εθνικό Σύστημα Υγείας χωρίς να καθίσταται μέλος του διδακτικού ερευνητικού προσωπικού των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ως κάτοχος δε του τίτλου, και χωρίς την κατοχή οργανικής θέσεως στην οικεία Σχολή, παρέχει εκπαιδευτικό έργο, το οποίο του ανατίθεται, κατ’ έτος, από τις Ιατρικές Σχολές, ενώ δεν συμμετέχει στις διαδικασίες λήψεως αποφάσεων σχετικών με την διοίκηση του Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος.
10. Επειδή ενόψει αυτών οι κάτοχοι του τίτλου του κλινικού καθηγητή ιατροί, εντεταγμένοι στο ΕΣΥ με τον βαθμό του συντονιστή διευθυντή παρέχουν στις Ιατρικές Σχολές της Χώρας ως ιδιαίτερη κατηγορία εκπαιδευτικό έργο στο πλαίσιο της ακαδημαϊκής ελευθερίας και αυτοδιοίκησης των εν λόγω πανεπιστημιακών σχολών. Η κατηγορία όμως αυτή παρουσιάζει ουσιώδεις διαφοροποιήσεις από άποψη προσόντων και διαδικασίας επιλογής αλλά και καθηκόντων και ευθύνης σε σχέση με τα μέλη του διδακτικού ερευνητικού προσωπικού των εν λόγω Ανωτάτων Σχολών, τα οποία, εξάλλου, παρέχουν κλινικό, ερευνητικό και εκπαιδευτικό έργο στις πανεπιστημιακές κλινικές. Ειδικότερα: α) οι υποψήφιοι συντονιστές διευθυντές του Εθνικού Συστήματος Υγείας αποκτούν τον τίτλο του κλινικού καθηγητή κατόπιν αυτοτελούς κρίσεως των προσόντων όλων όσοι υποβάλλουν σχετική αίτηση και κατά την σειρά αρχαιότητάς τους στη θέση του Διευθυντή του Εθνικού Συστήματος Υγείας από τα προβλεπόμενα στις ανωτέρω διατάξεις ειδικά εκλεκτορικά σώματα και όχι μετά από προκήρυξη, ανοικτή διαδικασία και ακαδημαϊκά κριτήρια επιλογής, που διασφαλίζουν αντικειμενική κρίση και αξιοκρατική επιλογή των καταλληλοτέρων για την παροχή ακαδημαϊκού έργου υψηλού επιπέδου, β) μόνη η υποβολή της υποψηφιότητας αρκεί για την κίνηση της σχετικής διαδικασίας προς απόκτηση του τίτλου του κλινικού καθηγητή, από τον οποίο απορρέουν υποχρεώσεις και δικαιώματα παροχής διδακτικού και ερευνητικού έργου χωρίς την προηγούμενη εκτίμηση και αξιολόγηση εκ μέρους των αρμοδίων πανεπιστημιακών οργάνων των εκπαιδευτικών αναγκών και του προγραμματισμού αυτών σε σχέση με το γνωστικό αντικείμενο ή την ειδικότητα των διευθυντών συντονιστών και γ) τέλος, σε περίπτωση δύο απορρίψεων της υποψηφιότητας για την απόκτηση του τίτλου του κλινικού καθηγητή, ο υποψήφιος δύναται να προσφύγει σε ειδικό εκλεκτορικό σώμα που, αυτή τη φορά, ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Υγείας και πρόταση του ΚΕΣΥ και όχι από όργανα της οικείας Ιατρικής Σχολής. Οι ανωτέρω όμως ρυθμίσεις που αφορούν τον θεσμό του κλινικού καθηγητή προσκρούουν στο Σύνταγμα και ειδικότερα στις αρχές της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της αυτοδιοίκησης των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που κατοχυρώνονται στις διατάξεις του άρθρου 16 αυτού, όσο και προς τις αρχές της ισότητας και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και σταδιοδρομίας εκάστου κατά τον λόγο της προσωπικής του αξίας, εφόσον με την εισαγωγή του θεσμού αυτού το εκπαιδευτικό και διδακτικό έργο των Ιατρικών Σχολών επιτελείται πλέον από πρόσωπα που παρουσιάζουν ανομοιογένεια από άποψη προσόντων, καθηκόντων και ευθύνης, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στις σκέψεις 7η – 9η. Εν όψει των προαναφερθέντων οι διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 29 του ν. 4025/2011 και της προσβαλλόμενης υπουργικής αποφάσεως που εκδόθηκε κατ’ επίκληση της σχετικής νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, είναι αντίθετες προς το Σύνταγμα και για τον λόγο αυτό, που προβάλλεται βασίμως, η ως άνω υπουργική απόφαση είναι παράνομη και πρέπει να ακυρωθεί, ως εκ τούτου δε παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση των υπολοίπων προβαλλομένων λόγων. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Διονύσιος Μαρινάκης, Ιωάννης Μαντζουράνης, Αντώνιος Ντέμσιας, Φώτιος Ντζίμας, Άννα Καλογεροπούλου, Βαρβάρα Ραφτοπούλου, Δημήτριος Μακρής και Θεανώ Τζοβαρίδου, οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη άποψη: Σύμφωνα με τις εκτεθείσες διατάξεις στην 8η σκέψη, σε συνδυασμό με την εισηγητική έκθεση του νόμου και τις σχετικές συζητήσεις στην Βουλή, κατά την έννοια του τίτλου του κλινικού καθηγητή στην αποστολή του κατόχου του περιλαμβάνεται η παροχή εκπαιδευτικής υπηρεσίας στο Πανεπιστήμιο που συνδέεται με το κλινικό έργο του. Τον εν λόγω τίτλο αποκτούν συντονιστές διευθυντές του Εθνικού Συστήματος Υγείας, με την προϋπόθεση ότι διαθέτουν προσόντα ανάλογα με εκείνα που απαιτούνται για την εκλογή σε θέση αναπληρωτή καθηγητή Ιατρικής Σχολής και εφόσον, μεταξύ άλλων, διευθύνουν Τμήμα το οποίο παρέχει εκπαίδευση σε ειδικευόμενους ιατρούς στην κύρια ιατρική τους ειδικότητα ή σε εξειδίκευσή της. Για την απόκτηση του τίτλου προβλέπονται ειδικά κριτήρια, στο πλαίσιο δε αυτό ειδική βαρύτητα δίδεται στο κλινικό και το εκπαιδευτικό έργο του υποψηφίου έναντι του επιστημονικού και του διοικητικού έργου του, εν όψει της φύσεως των ειδικών καθηκόντων που ανατίθενται στους κλινικούς καθηγητές. Οι συντονιστές διευθυντές του Εθνικού Συστήματος Υγείας αποκτούν τον τίτλο αυτό κατόπιν κρίσεως ότι διαθέτουν τα προβλεπόμενα προσόντα, κατ’ αρχήν από το εκλεκτορικό σώμα των καθηγητών – μελών διδακτικού ερευνητικού προσωπικού Ιατρικών Σχολών που επιλέγονται από τα όργανά τους με την διαδικασία που ισχύει για τα εκλεκτορικά σώματα. Στους κλινικούς καθηγητές ανατίθεται από τις Ιατρικές Σχολές εκπαιδευτικό και επιστημονικό έργο, χωρίς να παρέχεται σε αυτούς δικαίωμα αυτοδύναμης διδασκαλίας. Ειδικότερα τα όργανα των Ιατρικών Σχολών αποφασίζουν κάθε έτος κατά τις ανάγκες και τον προγραμματισμό τους την ανάθεση σε αυτούς του αναφερθέντος έργου. Περαιτέρω οι συντονιστές διευθυντές του Εθνικού Συστήματος Υγείας που αποκτούν τον επίδικο τίτλο διατηρούν την υπηρεσιακή σχέση τους με το Εθνικό Σύστημα Υγείας, χωρίς μισθολογική μεταβολή και δεν καθίστανται μέλη του διδακτικού ερευνητικού προσωπικού των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ούτε κατ’ επέκταση μετέχουν στα εν γένει όργανά τους και την διοίκησή τους. Κατόπιν των προηγουμένων, δεν παραβιάζει το προεκτεθέν συνταγματικό πλαίσιο, που διέπει την ανώτατη εκπαίδευση και το κύριο προσωπικό (καθηγητές) των οικείων Ιδρυμάτων, το εν λόγω ειδικό καθεστώς του κλινικού καθηγητή, καθοριστικά στοιχεία του οποίου είναι ότι για την απονομή του απαιτείται οι ενδιαφερόμενοι να διαθέτουν προσόντα υψηλού επιπέδου ανάλογα με όσα προβλέπονται για την εκλογή αναπληρωτή καθηγητή και να διευθύνουν Τμήμα που παρέχει εκπαίδευση σε ειδικευόμενους ιατρούς, ότι η απονομή του, βάσει ειδικών κριτηρίων που προσιδιάζουν στον χαρακτήρα και στην αποστολή του κλινικού καθηγητή, ανήκει κατ’ αρχήν σε εκλεκτορικό σώμα καθηγητών που ορίζεται από όργανα της Ιατρικής Σχολής, ότι για την ανάθεση εκπαιδευτικού ή επιστημονικού έργου σε όσους έχουν τον τίτλο αυτόν αποφασίζουν οι ίδιες οι Ιατρικές Σχολές, ενώ όσοι αποκτούν τον τίτλο διατηρούν την υπηρεσιακή σχέση τους με το Εθνικό Σύστημα Υγείας, χωρίς να καθίστανται μέλη του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και να συμμετέχουν στα όργανά τους. Ειδικότερα εν όψει του ότι ο κλινικός καθηγητής κατέχει απλώς τον σχετικό τίτλο, διατηρώντας την υπηρεσιακή του σχέση με το Εθνικό Σύστημα Υγείας, μη καθιστάμενος μέλος της ομάδας του κύριου διδακτικού προσωπικού (των καθηγητών) των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, δεν θίγονται οι προεκτεθείσες συνταγματικές διατάξεις που κατοχυρώνουν το δικαίωμα των μελών του διδακτικού ερευνητικού προσωπικού να επιτελείται το εκπαιδευτικό και διδακτικό τους έργο από πρόσωπα που παρουσιάζουν ομοιογένεια από απόψεως τυπικών και ουσιαστικών προσόντων, καθηκόντων και ευθύνης στην όλη λειτουργία των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Συνεπώς σύμφωνα με την μειοψηφήσασα άποψη, ο θεσμός του κλινικού καθηγητή, κατά τα ουσιώδη στοιχεία του, δεν παραβιάζει το Σύνταγμα, είναι δε απορριπτέα τα περί αντιθέτου σχετικώς προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση, άλλο δε είναι το ζήτημα της νομιμότητας άλλων ειδικότερων ρυθμίσεων, όπως των διατάξεων περί δεκαπενταμελούς εκλεκτορικού σώματος που ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και των αρμοδιοτήτων του.
11. Επειδή κατόπιν των προηγουμένων πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, περαιτέρω δε να απορριφθεί η παρέμβαση.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Δέχεται την αίτηση και ακυρώνει την Υ10α/Γ.Ποικ.42832/ 15.12.2011 (Β΄ 1390/27.4.2012) απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Παιδείας Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων και του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, κατά τα εκτιθέμενα στο αιτιολογικό.
Απορρίπτει την παρέμβαση.
dikastis.gr