Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια απειλούν τη σταθερότητα των τραπεζών
«Διαβάζοντας» τα σχετικά ευρήματα, στάθηκε ιδιαίτερα στο «βουνό», όπως το χαρακτήρισε, των 3 εκατ. διαφορετικών φακέλων με επισφαλή «ανοίγματα», συνολικού ύψους 108 δισ. ευρώ. Οι τράπεζες έχουν δεσμευτεί στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) να τακτοποιήσουν το 40% εξ αυτών τα επόμενα 2,5 χρόνια, είτε με βιώσιμες ρυθμίσεις είτε με πωλήσεις τους σε funds.
«Πρόκειται για τεράστιο νούμερο αν αναλογιστούμε ότι ο αριθμός των ενεργά απασχολούμενων στην Ελλάδα διαμορφώνεται γύρω στα 3,6 εκατ. άτομα» σημείωσε σχετικά η ίδια πηγή.
Και δεν είναι μόνο το πλήθος των υποθέσεων που προβληματίζει. Οι τράπεζες θα κληθούν να εφαρμόσουν τον στρατηγικό σχεδιασμό τους για τη μείωση κατά 41 δισ. ευρώ των προβληματικών χορηγήσεων σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, υπό ρευστές πολιτικοοικονομικές συνθήκες.
Το πολιτικό ρίσκο και η ύφεση
Μια «γεύση» από τη ζημιά που μπορεί να προκληθεί το επόμενο διάστημα στο σύστημα – από μια νέα απότομη υποχώρηση της εμπιστοσύνης, λόγω πολιτικών εξελίξεων ή από ενδεχόμενη παράταση της ύφεσης – έχουν ήδη πάρει οι τραπεζίτες από την περυσινή επιδείνωση όλων των δεικτών που σχετίζονται με τον πιστωτικό κίνδυνο.
Το 2015 χαρακτηρίστηκε από μεγάλη αβεβαιότητα λόγω των μακρών διαπραγματεύσεων της κυβέρνησης με τους δανειστές, οι οποίες οδήγησαν στο κλείσιμο των τραπεζών, στα capital controls και στη σημαντική επιδείνωση του οικονομικού κλίματος.
Κατά το διάστημα αυτό, τα ανοίγματα αβέβαιης είσπραξης, δάνεια με καθυστέρηση έως τρεις μήνες ή ενήμερα με αυξημένο κίνδυνο αθέτησης των πληρωμών, αυξήθηκαν κατά 26%. Την ίδια περίοδο, οι επισφάλειες με καθυστέρηση άνω των 90 ημερών σημείωσαν άνοδο 16%.
Αφαντοι για δύο χρόνια
Μάλιστα, το 40% εξ αυτών, ή 8,5 δισ. ευρώ, είναι οφειλές πελατών που έχουν να… εμφανιστούν σε τραπεζικό κατάστημα πάνω από δύο έτη. Πρόκειται για σημαντικό εύρημα της ΤτΕ που υποδηλώνει τον υψηλό βαθμό παγίωσης του προβλήματος τα τελευταία χρόνια και αναδεικνύει τις δυσκολίες που έχουν να αντιμετωπίσουν τα πιστωτικά ιδρύματα.
Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, η επισκόπηση της διάρθρωσης και της μεταβολής των δανειακών υπολοίπων και των «κόκκινων» ανοιγμάτων προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία για τα μικρότερα σε μέγεθος επιμέρους χαρτοφυλάκια. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 70% των μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών δανείων, που δεν έχουν ωστόσο καταγγελθεί, παρουσιάζει καθυστέρηση τουλάχιστον έξι μηνών, ενώ στην καταναλωτική πίστη το αντίστοιχο ποσοστό φτάνει το 76%.
Στρατηγικοί κακοπληρωτές
Από αυτά, ένα μεγάλος μέρος προέρχεται από την επιχειρηματική πίστη. Σύμφωνα με μελέτη που διενεργήθηκε για λογαριασμό της Τράπεζας της Ελλάδος, από την ανάλυση 13.070 ελληνικών εταιρειών με συνολικό δανεισμό 56,8 δισ. ευρώ, μία στις έξι επιχειρήσεις ανήκει σε αυτή την κατηγορία οφειλετών.
Τα υψηλότερα ποσοστά αθετήσεων από εταιρείες που δεν έχουν οικονομικό πρόβλημα, επί του συνόλου των προβληματικών ανοιγμάτων, προέρχονται από τον κλάδο παροχής διοικητικών υπηρεσιών και υποστήριξης (22%). Ακολουθούν οι υπηρεσίες πληροφόρησης και επικοινωνίας (19%), οι κατασκευές, οι δραστηριότητες real estate (18%), η βιομηχανία (17%), ο τομέας της Υγείας (17%), των τεχνών – διασκέδασης (17%) και της εκπαίδευσης (16%).
«Η εξυγίανση των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών, έπειτα από επτά χρόνια ύφεσης, θυμίζει… επικίνδυνη αποστολή σε εμπόλεμη ζώνη». Με τη φράση αυτή σχολίασε κορυφαίος τραπεζίτης τα στοιχεία για την «ποιότητα» των μη εξυπηρετούμενων δανείων που έδωσε στη δημοσιότητα την περασμένη εβδομάδα ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας.
«Διαβάζοντας» τα σχετικά ευρήματα, στάθηκε ιδιαίτερα στο «βουνό», όπως το χαρακτήρισε, των 3 εκατ. διαφορετικών φακέλων με επισφαλή «ανοίγματα», συνολικού ύψους 108 δισ. ευρώ. Οι τράπεζες έχουν δεσμευτεί στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) να τακτοποιήσουν το 40% εξ αυτών τα επόμενα 2,5 χρόνια, είτε με βιώσιμες ρυθμίσεις είτε με πωλήσεις τους σε funds.
«Πρόκειται για τεράστιο νούμερο αν αναλογιστούμε ότι ο αριθμός των ενεργά απασχολούμενων στην Ελλάδα διαμορφώνεται γύρω στα 3,6 εκατ. άτομα» σημείωσε σχετικά η ίδια πηγή.
Και δεν είναι μόνο το πλήθος των υποθέσεων που προβληματίζει. Οι τράπεζες θα κληθούν να εφαρμόσουν τον στρατηγικό σχεδιασμό τους για τη μείωση κατά 41 δισ. ευρώ των προβληματικών χορηγήσεων σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, υπό ρευστές πολιτικοοικονομικές συνθήκες.
Το πολιτικό ρίσκο και η ύφεση
«Οι νέες φορολογικές επιβαρύνσεις που θα αρχίσουν να ξεδιπλώνονται από το φθινόπωρο αλλά και η εκκρεμότητα της δεύτερης αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος από τους δανειστές αποτελούν τροχοπέδη για την εξυγίανση του ενεργητικού των τραπεζών» τονίζει γενικός διευθυντής συστημικού ομίλου.
Μια «γεύση» από τη ζημιά που μπορεί να προκληθεί το επόμενο διάστημα στο σύστημα – από μια νέα απότομη υποχώρηση της εμπιστοσύνης, λόγω πολιτικών εξελίξεων ή από ενδεχόμενη παράταση της ύφεσης – έχουν ήδη πάρει οι τραπεζίτες από την περυσινή επιδείνωση όλων των δεικτών που σχετίζονται με τον πιστωτικό κίνδυνο.
Το 2015 χαρακτηρίστηκε από μεγάλη αβεβαιότητα λόγω των μακρών διαπραγματεύσεων της κυβέρνησης με τους δανειστές, οι οποίες οδήγησαν στο κλείσιμο των τραπεζών, στα capital controls και στη σημαντική επιδείνωση του οικονομικού κλίματος.
Κατά το διάστημα αυτό, τα ανοίγματα αβέβαιης είσπραξης, δάνεια με καθυστέρηση έως τρεις μήνες ή ενήμερα με αυξημένο κίνδυνο αθέτησης των πληρωμών, αυξήθηκαν κατά 26%. Την ίδια περίοδο, οι επισφάλειες με καθυστέρηση άνω των 90 ημερών σημείωσαν άνοδο 16%.
Αφαντοι για δύο χρόνια
Παράλληλα, θα πρέπει να γίνει σοβαρή προσπάθεια επαναπροσέγγισης των δανειοληπτών. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα 2/3 των «κόκκινων» συμβάσεων, περίπου 21 δισ. ευρώ, που δεν έχουν καταγγελθεί ακόμη, παρότι η καθυστέρηση στην εξυπηρέτησή τους υπερβαίνει τους τρεις μήνες, προέρχεται από δανειολήπτες που για το τραπεζικό σύστημα είναι… αγνοούμενοι για περισσότερο από έναν χρόνο.
Μάλιστα, το 40% εξ αυτών, ή 8,5 δισ. ευρώ, είναι οφειλές πελατών που έχουν να… εμφανιστούν σε τραπεζικό κατάστημα πάνω από δύο έτη. Πρόκειται για σημαντικό εύρημα της ΤτΕ που υποδηλώνει τον υψηλό βαθμό παγίωσης του προβλήματος τα τελευταία χρόνια και αναδεικνύει τις δυσκολίες που έχουν να αντιμετωπίσουν τα πιστωτικά ιδρύματα.
Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, η επισκόπηση της διάρθρωσης και της μεταβολής των δανειακών υπολοίπων και των «κόκκινων» ανοιγμάτων προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία για τα μικρότερα σε μέγεθος επιμέρους χαρτοφυλάκια. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 70% των μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών δανείων, που δεν έχουν ωστόσο καταγγελθεί, παρουσιάζει καθυστέρηση τουλάχιστον έξι μηνών, ενώ στην καταναλωτική πίστη το αντίστοιχο ποσοστό φτάνει το 76%.
Στρατηγικοί κακοπληρωτές
Ανησυχία υπάρχει και για τη δυνατότητα της κυβέρνησης να εφαρμόσει τα συμφωνηθέντα με τους δανειστές, κάτι που αποτελεί αναγκαία συνθήκη για τη διαμόρφωση ενός κλίματος σταθερότητας. Κι αυτό διότι το ασταθές πολιτικό περιβάλλον ευνοεί τη δράση των στρατηγικών κακοπληρωτών, όσων δηλαδή έχουν τη δυνατότητα να εξυπηρετήσουν το χρέος τους, αλλά δεν το πράττουν. Οι τράπεζες υπολογίζουν το άνοιγμα της συγκεκριμένης κατηγορίας δανειοληπτών στα 20 δισ. ευρώ.
Από αυτά, ένα μεγάλος μέρος προέρχεται από την επιχειρηματική πίστη. Σύμφωνα με μελέτη που διενεργήθηκε για λογαριασμό της Τράπεζας της Ελλάδος, από την ανάλυση 13.070 ελληνικών εταιρειών με συνολικό δανεισμό 56,8 δισ. ευρώ, μία στις έξι επιχειρήσεις ανήκει σε αυτή την κατηγορία οφειλετών.
Τα υψηλότερα ποσοστά αθετήσεων από εταιρείες που δεν έχουν οικονομικό πρόβλημα, επί του συνόλου των προβληματικών ανοιγμάτων, προέρχονται από τον κλάδο παροχής διοικητικών υπηρεσιών και υποστήριξης (22%). Ακολουθούν οι υπηρεσίες πληροφόρησης και επικοινωνίας (19%), οι κατασκευές, οι δραστηριότητες real estate (18%), η βιομηχανία (17%), ο τομέας της Υγείας (17%), των τεχνών – διασκέδασης (17%) και της εκπαίδευσης (16%).