Περίπου 26.000-27.000 στρέμματα, κυρίως δασικών εκτάσεων, κάηκαν στην πρόσφατη πυρκαγιά στη βόρεια Εύβοια.
Η καταστροφική πυρκαγιά στη Βόρεια Εύβοια, και συγκεκριμένα στην περιοχή της Λίμνης, κατέκαψε τελικά 26.000-27.000 στρέμματα, κυρίως δασικών
εκτάσεων, σύμφωνα με τον απολογισμό του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης. Οι συγκεκριμένες απώλειες έρχονται να προστεθούν στον θλιβερό ετήσιο απολογισμό, όπου περίπου 500.000 στρέμματα δασικών και γεωργικών εκτάσεων γίνονται στάχτη. Σύμφωνα με έρευνα του νομικού και απόστρατου αντιστρατήγου και υπαρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος Αδριανού Γκουρμπάτση, με τίτλο «Το κόστος της δασοπυρόσβεσης στην Ελλάδα», το διάστημα 1981-2014 κάηκε συνολική έκταση 16.678.407 στρεμμάτων αγροτοδασικών εκτάσεων και εκδηλώθηκαν συνολικά 51.521 δασικές πυρκαγιές. Ο μέσος αριθμός καμένων εκτάσεων ανά έτος ήταν 490.541 στρέμματα, ενώ ο μέσος αριθμός δασικών πυρκαγιών ανερχόταν σε 1.513 πυρκαγιές ανά έτος.
Στο ίδιο περίπου συμπέρασμα καταλήγει και η έρευνα του WWF και του ΕΘΙΑΓΕ (Εθνικό Ιδρυμα Αγροτικής Ερευνας), που για το διάστημα 1983-2008 υπολογίζει πως η μέση ετήσια συχνότητα των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα είναι 1.465 περιστατικά, με μέσο όρο καμένων εκτάσεων (δασικών και γεωργικών) τις 523.582 στρέμματα. Οι μεγαλύτερες ετήσιες καταστροφές καταγράφηκαν το 2000 και έφτασαν το 1.600.071 στρ. και ακολουθούν τα έτη 1988 και 2007 με 1.522.779 στρ. και 1.372.857 στρ., αντίστοιχα. Οι περισσότερες καμένες εκτάσεις εντοπίζονται την πενταετία 1996-2000 με μέση ετήσια τιμή 699.619 στρέμματα.
Ανησυχητική είναι η ανοδική τάση εκδήλωσης δασικών πυρκαγιών ανά δεκαετία, όπως καταγράφεται στην προαναφερθείσα έρευνα του κ. Γκουρμπάτση. Συγκεκριμένα, τη δεκαετία 1980-1989 ο μέσος αριθμός δασικών πυρκαγιών ήταν 1.263, τη δεκαετία 1990-1999 ο μέσος αριθμός ήταν 1.728 ενώ τη δεκαετία 2000-2009 έφτασε τις 1.732.
Η πιο καταστροφική περίοδος είναι από Ιούλιο μέχρι και Σεπτέμβριο, καθώς οι πυρκαγιές που εκδηλώνονται κατά τη διάρκεια αυτού του τριμήνου ευθύνονται για το 80%-85% των καμένων εκτάσεων όλης της χρονιάς. Μόνο τον Αύγουστο καίγεται το 36% των συνολικών ετήσιων απωλειών.
Τα αίτια
Σύμφωνα με την έρευνα WWF-ΕΘΙΑΓΕ, στο 51,6% των δασικών πυρκαγιών τα αίτια παραμένουν άγνωστα. Για το 11,2% ευθύνεται κακόβουλος εμπρησμός, ενώ το κάψιμο αγρών (8,5%) και βοσκοτόπων (8%) αποτελεί επίσης σημαντική αιτία. Επίσης, η καύση απορριμμάτων (σε χωματερές και όχι μόνο) οφείλεται για το 2,8% των πυρκαγιών. Αξιοσημείωτο είναι πως οι περιπτώσεις κακόβουλου εμπρησμού, ενώ αφορούν το 11,2% των πυρκαγιών, ευθύνονται για το 18% των καμένων εκτάσεων, έχουν δηλαδή πολύ μεγαλύτερη «αποτελεσματικότητα», καθώς συνήθως είναι μελετημένες.
Η μέση δριμύτητα των δασικών πυρκαγιών της Ελλάδας για τη χρονική περίοδο 1983-2008 είναι 357 στρ. καμένης έκτασης ανά περιστατικό. Η δριμύτητα μεγιστοποιείται στα νησιά του Αιγαίου (551 στρ.), ενώ αρκετά αυξημένη μέση δριμύτητα εμφανίζουν και οι δασικές πυρκαγιές της Θεσσαλίας (542) αλλά και της Πελοποννήσου (524). Σύμφωνα με τη μελέτη του πρώην υπαρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος Αν. Γκουρμπάτση, οι δασικές πυρκαγιές στην Ελλάδα είναι πιο καταστροφικές από ό,τι στις υπόλοιπες μεσογειακές χώρες, καθώς ανά πυρκαγιά στην Ελλάδα καίγεται τρεις φορές περισσότερη έκταση απ’ ό,τι σε Ισπανία, Πορτογαλία και Γαλλία και 1,5 φορά απ’ ό,τι σε Ιταλία.
«Οι αρνητικές επιπτώσεις που ακολουθούν πάντοτε τις μεγάλες δασικές πυρκαγιές είναι: αλλαγή μικροκλίματος, περιορισμός εμφάνισης ή ακόμα και εκτοπισμός ειδών χλωρίδας και πανίδας, περιορισμός της τράπεζας σπόρων, διάβρωση εδάφους, ισχυρή απορροή με ακολουθία πλημμυρικών γεγονότων, καθώς και υποβάθμιση της αισθητικής του τοπίου με παράλληλες τάσεις στην αλλαγή χρήσεων γης», σημειώνεται στην έρευνα WWF-ΕΘΙΑΓΕ.
Ετσι, ακόμα κι αν θεωρητικά οι πυρκαγιές αποτελούν μέρος του κύκλου ζωής ενός μεσογειακού δάσους και των όρων αναγέννησής του, στη σύγχρονη πραγματικότητα αυξάνεται η συχνότητα και ενισχύεται η καταστροφικότητά τους. Και η καταστροφικότητα δεν αφορά μόνο τις καμένες εκτάσεις κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς, αλλά και σε όσα δεν γίνονται από την πολιτεία όχι μόνο την ώρα της φωτιάς, αλλά κυρίως μετά: για να προστατευθεί το δάσος, να αναδασωθεί, να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα πλημμυρών και διάβρωσης, να ανακοπούν δραστικά τα φαινόμενα καταπάτησης, τσιμεντοποίησης και εμπορευματοποίησης.