Το πάγωμα και μετά το λιώσιμο του διοξειδίου του άνθρακα είναι η πιθανότερη αιτία για τα άφθονα ρέματα που αυλακώνουν την επιφάνεια του ‘Αρη και όχι το τρεχούμενο νερό, σύμφωνα με νέες εκτιμήσεις
επιστημόνων συνεργατών της Αμερικανικής Διαστημικής Υπηρεσίας (NASA).
Οι ερευνητές του Εργαστηρίου Αεριοπροώθησης (JPL) στην Καλιφόρνια και του Εργαστηρίου Εφαρμοσμένης Φυσικής (APL) του Πανεπιστημίου Τζον Χόπκινς στο Μέριλαντ, με επικεφαλής τον πλανητικό επιστήμονα Χόρχε Νούνιεθ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό γεωφυσικής “Geophysical Research Letters”, ανέλυσαν στοιχεία από τον δορυφόρο Mars Reconnaissance Orbiter (MRO), ο οποίος βρίσκεται σε τροχιά γύρω από τον γειτονικό πλανήτη.
Σημειωτέον ότι οι επιστήμονες κάνουν διάκριση ανάμεσα σε δύο διαφορετικά γεωλογικά χαρακτηριστικά στις πλαγιές του ‘Αρη: τα ρέματα και τα ρυάκια. Τα δεύτερα είναι πιο ρηχά και στενά, ενώ εμφανίζουν εποχικές χρωματικές αλλαγές (σκουραίνουν και ξεθωριάζουν εναλλάξ) και σε αυτά έχει εντοπισθεί νερό με τη μορφή ένυδρων αλάτων. Προ μηνών οι επιστήμονες είχαν ανακοινώσει ότι θεωρούν πιθανό πως έως σήμερα έντονα αλμυρό νερό κυλά στην επιφάνεια του «κόκκινου» πλανήτη με τη μορφή ρυακιών.
Όμως στην περίπτωση των πιο βαθιών και πλατιών ρεμάτων οι ενδείξεις δείχνουν ότι ευθύνεται ο ξηρός πάγος (στερεοποιημένο διοξείδιο του άνθρακα), ο οποίος, καθώς περιοδικά ξεπαγώνει, σχηματίζει πλάκες που κατατρακυλούν στις πλαγιές σχηματίζοντας έτσι τα ρέματα.
Τα νέα φασματοσκοπικά δεδομένα του MRO αφορούν πάνω από 100 αρειανά ρέματα και η γεωχημική ανάλυσή των στοιχείων -σε συνδυασμό με το οπτικό υλικό- δεν δείχνει την παραμικρή παρουσία υγρού νερού ή των υποπροϊόντων του.
Τα ρέματα του ‘Αρη αποτελούν ένα πολύ κοινό χαρακτηριστικό τόσο στο βόρειό όσο και στο νότιο ημισφαίριό του, κυρίως σε πλαγιές που βλέπουν προς τους πόλους του. Στη Γη παρόμοια ρέματα σχηματίζονται από τρεχούμενο νερό, αλλά υπό διαφορετικές συνθήκες.