του Dmitri Trenin
Ο κίνδυνος μίας ανοιχτής σύγκρουσης στην Ευρώπη είναι υψηλότερος απ’ ότι ήταν επί χρόνια και η αντιπαράθεση μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης δεν παρουσιάζει κανένα σημάδι λήξης. Για την αποφυγή παρεξηγήσεων και
επικίνδυνων επεισοδίων, οι δύο πλευρές πρέπει να βελτιώσουν τις μεθόδους επικοινωνίας τους.
Ενώ η Σύνοδος Κορυφής του 2014 στην Ουαλία σηματοδότησε το τέλος της συνεργασίας ΝΑΤΟ–Ρωσίας, η Σύνοδος Κορυφής τον Ιούλιο του 2016 στη Βαρσοβία συνέπεσε με κάτι που πολλοί θεωρούσαν ότι δεν θα επιστρέψει ποτέ: Μια στρατιωτική αντιπαράθεση στην Ευρώπη. Η νέα αντιπαράθεση ανάμεσα στη Ρωσία και τη Δύση που ξεκίνησε ως αποτέλεσμα της ουκρανικής κρίσης αποκτά μόνιμα χαρακτηριστικά. Αντί να καταδικάσουν αυτή την κατάσταση (η οποία σίγουρα είναι καταδικαστέα) ή να εμπλακούν σε ένα παιχνίδι επίρριψης ευθυνών (το οποίο σίγουρα θα συνεχιστεί), το βασικό ζητούμενο τώρα είναι να διασφαλιστεί ότι αυτή η νέα αντιπαράθεση δεν θα οδηγήσει σε μία νέα μεγάλη ευρωπαϊκή σύγκρουση. Αυτή σημαίνει να σταθεροποιηθεί η αντιπαράθεση, να μάθουν να διαχειρίζονται τη διαφορετικότητα και να κρατήσουν ανοιχτά τα κανάλια επικοινωνίας για σοβαρές επαφές.
Για να γίνουν αυτές οι επαφές πιο παραγωγικές, κάθε μέρος πρέπει να καταλάβει, για αρχή, την αφετηρία του άλλου. Οι Ρώσοι πρέπει να αναγνωρίσουν ότι η αντίδραση της Μόσχας στο κίνημα της πλατείας Ανεξαρτησίας του Κιέβου – αρχικά στην Κριμαία και μετά στην νοτιοανατολική Ουκρανία – αμφισβήτησε ουσιαστικά το παγκόσμιο σύστημα υπό την προεδρία και με την εγγύηση των Ηνωμένων Πολιτειών και κατάφερε ένα καταστροφικό πλήγμα στην ιδέα της ειρηνικής ευρωπαϊκής τάξης, η οποία είχε γίνει ισχυρή πεποίθηση για τη Γερμανία και άλλους Ευρωπαίους πολιτικούς. Αυτή η αμφισβήτηση είναι θεμελιώδης και η επακόλουθη αντιπαράθεση δεν μπορεί να απλώς να “μπαλωθεί”. Και οι δύο πλευρές θα πρέπει να ανταγωνιστούν σκληρά πριν υπάρξει ένα σαφές αποτέλεσμα.
Η Δύση πρέπει να αναγνωρίσει ότι η αντιπαράθεση με τη Ρωσία δεν είναι απλώς το αποτέλεσμα της αυταρχικής, εθνικιστικής και διεκδικητικής στροφής της Ρωσίας. Η ευρωπαϊκή ιστορία δείχνει ότι η αποτυχία, μετά από μία μεγάλη σύγκρουση – και ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν μία τέτοια σύγκρουση – να δημιουργηθεί μία διεθνής τάξη αποδεκτή από το ηττημένο μέρος – και η Σοβιετική Ένωση δεν επιβίωσε από τον Ψυχρό Πόλεμο – οδηγεί σε νέο γύρο ανταγωνισμού. Η διάσημη φράση του Αμερικανού προέδρου H.W. Bush για μία “Ευρώπη ακέραιη και ελεύθερη” εφαρμόστηκε μόνο στις χώρες δυτικά από τα ρωσικά σύνορα. Η Ρωσία επρόκειτο να είναι εταίρος αλλά όχι μέρος της συμφωνίας. Ως αποτέλεσμα, η διεύρυνση του ΝΑΤΟ, που προωθήθηκε από τις δυτικές δυνάμεις ως σύμβολο παγίωσης μίας πανηπειρωτικής δημοκρατικής ειρήνης και ανάπτυξης στην Ευρώπη, έγινε, στα μάτια των ρωσικών ελίτ, ένα μέσο για την εδραίωση μίας ισχυρής δυτικής στρατηγικής θέσης έναντι μίας αποδυναμωμένης Ρωσίας.
Αυτή η αμοιβαία “αναγνώριση” δεν θα πρέπει να αποτελέσει αποδοχή του αφηγήματος της άλλης πλευράς. Επί της ουσίας δεν υπάρχει κοινό έδαφος μεταξύ των δύο οραμάτων του πρόσφατου παρελθόντος. Ωστόσο αυτό που είναι πιο σημαντικό είναι το παρόν και το μέλλον. Αναφορικά με το παρόν, το πλέον επείγον είναι να αποτραπούν επεισόδια στους ουρανούς και τις θάλασσες της Ευρώπης μεταξύ ρωσικών και νατοϊκών αεροσκαφών και πολεμικών πλοίων. Επικίνδυνα περιστατικά μπορεί να οδηγήσουν σε συγκρούσεις και θύματα, κάτι που θα στείλει την αντιπαράθεση σε ποιοτικά πιο επικίνδυνα επίπεδα. Κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στη Φινλανδία, ο πρόεδρος Vladimir Putin αναγνώρισε το πρόβλημα και πρότεινε να αντιμετωπιστεί το ζήτημα. Η πρόταση αυτή θα πρέπει να γίνει άμεσα αποδεκτή.
Κοιτώντας στο μέλλον, καθώς είναι ήδη γεγονός η νέα στρατιωτική αντιπαράθεση κατά μήκος των δυτικών συνόρων της Ρωσίας, το ζητούμενο θα πρέπει να είναι να διατηρηθεί το επίπεδο των δυνάμεων αισθητά χαμηλά. Οι ενισχύσεις που ανακοινώθηκαν πριν τη Σύνοδο Κορυφής της Βαρσοβίας – το συμμαχικό προσωπικό 4.000 ατόμων που σταθμεύει εκ περιτροπής στην Πολωνία και τις χώρες της Βαλτικής – δεν θα προκαλέσει μεγάλη νευρικότητα στο ρωσικό Γενικό Επιτελείο. Η αντισταθμιστική κίνηση της Ρωσίας να αναπτύξει δύο μεραρχίες στη Δυτική Στρατιωτική Περιοχή είναι εντελώς προβλέψιμη. Ιδανικά και οι δύο πλευρές θα πρέπει να το αφήσουν εκεί. Διαφορετικά, θα ακολουθήσει ένας εντελώς αντιπαραγωγικός και παράλογος κύκλος επαναστρατικοποίησης των ευρωπαϊκών τμημάτων.
Η αντιπυραυλική άμυνα είναι ένας άλλος τομέας όπου η λογική δράση-αντίδραση μπορεί να οδηγήσει σε μία κούρσα εξοπλισμών. Οι Ρώσοι αναγνωρίζουν ότι η ρουμανική θέση, όπως έχει ρυθμιστεί επί του παρόντος, δεν αποτελεί σημαντικό ζήτημα. Ωστόσο, εάν αναδιαμορφωθεί με ένα διαφορετικό είδος πυραύλων, που είναι τεχνικά εφικτό, θα μπορούσε να γίνει σημαντικό ζήτημα. Τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης είναι αναγκαία για να καθησυχάσουν τις υποψίες της Ρωσίας και για να αποτρέψουν απειλητικές αντιδράσεις της Μόσχας. Η πολωνική θέση, η οποία δεν θα τεθεί σε λειτουργία μέχρι το 2018, προβάλει στις δυτικές δυνάμεις ένα παρόμοιο δίλημμα: είτε να πείσουν τους Ρώσους ότι δεν έχουν κανένα λόγο να αντιδρούν υπερβολικά, είτε να αντιμετωπίσουν την πιθανότητα ότι θα το κάνουν. Η περιοχή του Καλίνινγκραντ, ρωσικού θύλακα περικυκλωμένου από νατοϊκά εδάφη, έχει ήδη μετατραπεί στην εμπροσθοφυλακή απ’ όπου θα ξεκινήσουν τα ρωσικά αντίμετρα, τα οποία ίσως καταφέρουν να φτάσουν έως και τα μετόπισθεν της Συμμαχίας.
Για να διατηρήσουν την αναβίωση της αντιπαλότητας υπό έλεγχο, οι δύο πλευρές πρέπει να διατηρούν διαρκή επικοινωνία στα κατάλληλα επίπεδα. Στην πρόσφατη ιστορία, η νατο-ρωσικές επαφές διακόπτονταν κάθε φορά που υπήρχε μία κρίση στην Ευρώπη: το 1999 για το Κοσσυφοπέδιο/Σερβία, το 2008 για τη Νότια Οσετία/Γεωργία, το 2014 για την Κριμαία/Ουκρανία. Κάθε πλευρά θεωρούσε τις επαφές με την άλλη, προνόμιο το οποίο μπορούσε να ανακληθεί κατά βούληση. Τώρα που η επίσημη συνεργασία έχει λήξει, αυτό πρέπει να σταματήσει να συμβαίνει. Αντιθέτως το Συμβούλιο ΝΑΤΟ – Ρωσίας πρέπει να αναδιαμορφωθεί για να χρησιμεύει ως ένας μηχανισμός διαχείρισης συγκρούσεων, σχεδιασμένος να κάνει υπερωρίες κάθε φορά που υπάρχει μία νέα κρίση στη σχέση. Αυτό σημαίνει επίσης ότι η συνεχιζόμενη κρίση στο Ντονμπάς πρέπει να τεθεί υπό πολύ πιο αυστηρό έλεγχο.
Κατά τη διάρκεια της ουκρανικής κρίσης, ανώτατοι στρατιωτικοί διοικητές και εκπρόσωποι των δύο πλευρών ήταν “γενναιόδωροι” με τις δημόσιες δηλώσεις τους για την κακή συμπεριφορά της άλλης πλευράς. Απευθύνονταν σε εγχώρια και διεθνή ακροατήρια, αλλά ποτέ σε ομολόγους τους κατά μήκος του νέου “σχίσματος” στην Ευρώπη. Ωστόσο, η τηλεφωνική “κόκκινη” γραμμή μεταξύ Κρεμλίνου και Λευκού Οίκου δεν αποτελεί αποτελεσματικό εργαλείο διαχείρισης κρίσεων, ακόμη και σε συνδυασμό με την άμεση σχέση μεταξύ του Αμερικανικού υπουργού Εξωτερικών και του Ρώσου ομολόγου του.
Κατά τη διάρκεια της ουκρανικής κρίσης, ανώτατοι στρατιωτικοί διοικητές και εκπρόσωποι των δύο πλευρών ήταν “γενναιόδωροι” με τις δημόσιες δηλώσεις τους για την κακή συμπεριφορά της άλλης πλευράς. Απευθύνονταν σε εγχώρια και διεθνή ακροατήρια, αλλά ποτέ σε ομολόγους τους κατά μήκος του νέου “σχίσματος” στην Ευρώπη. Ωστόσο, η τηλεφωνική “κόκκινη” γραμμή μεταξύ Κρεμλίνου και Λευκού Οίκου δεν αποτελεί αποτελεσματικό εργαλείο διαχείρισης κρίσεων, ακόμη και σε συνδυασμό με την άμεση σχέση μεταξύ του Αμερικανικού υπουργού Εξωτερικών και του Ρώσου ομολόγου του.
Ο Ανώτατος Συμμαχικός Διοικητής του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη (SACEUR) θα πρέπει να είναι σε θέση να έρχεται σε επαφή με τον διοικητή της Δυτικής Στρατιωτικής Περιφέρειας της Ρωσίας και ο Ρώσος Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου χρειάζεται μία απευθείας γραμμή επικοινωνίας με τον Πρόεδρο του κοινού επιτελείου των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων.
Τώρα που η ταραχή από την ξαφνική ρήξη έχει περάσει, η Ρωσία και το ΝΑΤΟ πρέπει να συμβιβαστούν με τη νέα πραγματικότητα, η οποία φαίνεται ότι θα διαρκέσει για αρκετά χρόνια. Η σύγκρουσή τους είναι κάθε άλλο παρά ασήμαντη, αλλά είναι σαφές ότι δεν αξίζει έναν ευρωπαϊκό πόλεμο, ο οποίος θα πρέπει ασφαλώς να αποτραπεί μέσω κοινών προληπτικών μέτρων. Είναι ίσως πολύ νωρίς ακόμη για τους Ρώσους και τους Δυτικούς αξιωματούχους να μιλήσουν για μία νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας για την Ευρώπη: ο τρέχων γύρος ανταγωνισμού μόλις ξεκίνησε. Ωστόσο, χρειάζεται να είναι μονίμως σε επαφή μεταξύ τους για να διασφαλίσουν ότι αυτό που απομένει από την υπάρχουσα αρχιτεκτονική δεν θα καταρρεύσει πάνω στα κεφάλια τα δικά τους και των πολιτών τους.
Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ:
http://carnegie.ru/commentary/2016/08/08/russia-and-nato-must-communicate-better/j3hi