δημόσιου χρέους στην Ευρωζώνη. Πρόκειται για σημαντικό πρόβλημα το οποίο οι κυβερνήσεις θα προτιμούσαν να συνεχίσουν να αγνοούν. Αν και θα έπρεπε να επαινέσει κανείς τους συγγραφείς που αναδεικνύουν το ζήτημα, η πρότασή τους πάσχει από ορισμένες εγγενείς αδυναμίες. Είναι προφανώς πολύ σημαντικό να αποτρέψουμε την εμφάνιση ενός ακόμη ελληνικού PSI, το οποίο προετοιμαζόταν τόσο καιρό, ώστε οι περισσότεροι ιδιώτες επενδυτές κατάφεραν να γλιτώσουν χωρίς να πληρώσουν, όταν τα χρέη μεταφέρθηκαν στις πλάτες του δημόσιου τομέα, πράγμα που περιόρισε την αποτελεσματικότητα της αναδιάρθρωσης. Εξίσου σημαντικό είναι να αποκατασταθεί η ισχύς της ρήτρας μη διάσωσης, σύμφωνα με την οποία τα κράτη-μέλη πρέπει να μπορούν να αναδιαρθρώνουν τα χρέη τους αν δεν μπορούν πλέον να τα εξυπηρετούν. Γι’ αυτό και το ΔΝΤ έχει παρουσιάσει τη δική του πολιτική. Η πρόταση των Γερμανών εμπειρογνωμόνων πάσχει από δύο λογικά σφάλματα.
Η αντιμετώπιση του προβλήματος σε δύο στάδια –πρώτο στάδιο η επιμήκυνση της περιόδου ωρίμανσης των κρατικών ομολόγων και δεύτερο στάδιο η αναδιάρθρωση χρέους– δικαιολογείται από τον γνώριμο διαχωρισμό μεταξύ κρίσης ρευστότητας και χρεοκοπίας. Ωστόσο έχει επισημανθεί ήδη από τη δεκαετία του ’80 ότι η έννοια της χρεοκοπίας δεν έχει εφαρμογή στα κράτη. Ενας λόγος είναι η συγκεχυμένη κατάσταση από νομικής απόψεως. Ενας δεύτερος είναι ότι δεν είναι σαφές, ακόμη και σήμερα, με ποιον τρόπο μπορεί κανείς να υπολογίσει την παρούσα αξία μελλοντικών κρατικών δαπανών και φορολογικών εσόδων, για να μην αναφέρουμε να αποτιμήσει την αξία περιουσιακών στοιχείων του δημόσιου τομέα. Στην πραγματικότητα, οι κυβερνήσεις δεν χρεοκοπούν ποτέ. Αυτό για το οποίο μπορεί κανείς να αναρωτηθεί είναι αν η εξυπηρέτηση του χρέους έχει οικονομική λογική και αν είναι εφικτή από πολιτικής απόψεως. Εξ αυτών συνάγεται το συμπέρασμα ότι μια κρίση δημόσιου χρέους πρέπει να διαχειριστεί σε ένα στάδιο. Για να συμβεί αυτό με επιτυχία θα ήταν εξαιρετικά επιθυμητό όλα τα κρατικά ομόλογα να περιλαμβάνουν ρήτρα παρόμοια με αυτήν που συστήνουν οι Γερμανοί εμπειρογνώμονες. Το βασικό είναι να υποστούν απώλειες οι ιδιώτες επενδυτές. Εδώ έγκειται το δεύτερο λογικό σφάλμα. Από τη στιγμή που η πλειονότητα των κρατικών ομολόγων βρίσκεται στα χέρια εγχώριων επενδυτών (περιλαμβανομένων τραπεζών), οι κυβερνήσεις θα αναγκαστούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα των ζημιών που θα υποστούν οι ομολογιούχοι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Ειδικότερα είναι πιθανό να έχουμε χρεοκοπία τραπεζών οι οποίες θα χρειαστούν διάσωση από το κράτος, πράγμα που σημαίνει ότι ένα σημαντικό ποσοστό του χρέους που είχε διαγραφεί θα επανεμφανιστεί ως νέο δημόσιο χρέος.
Η πρόταση των Γερμανών εμπειρογνωμόνων έχει αρκετές ακόμη αδυναμίες. Πρώτη είναι ότι οι αποφάσεις θα λαμβάνονται με βάση αυθαίρετα όρια, όπως το όριο δημοσιονομικού ελλείμματος 3% του ΑΕΠ και το όριο δημόσιου χρέους 60% του ΑΕΠ. Η ύπαρξη αυθαίρετων ορίων είναι ιδιαίτερα προβληματική όταν τις αποφάσεις λαμβάνουν μη εκλεγμένοι αξιωματούχοι, όπως στην περίπτωση της Ευρωζώνης. Η πρόταση περιλαμβάνει δύο ακόμη μεγάλες αδυναμίες. Η πρώτη είναι ότι το εύρος της αναδιάρθρωσης θα καθορίζεται από τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης με βάση ανάλυση βιωσιμότητας χρέους (DSA). Οπως ανακάλυψε το ΔΝΤ, στην περίπτωση της ελληνικής κρίσης η βιωσιμότητα του χρέους επηρεάζεται καθοριστικά από μικρές αποκλίσεις στο μακροπρόθεσμο κόστος δανεισμού και στον ρυθμό ανάπτυξης. Πράγμα που σημαίνει ότι η Ευρωζώνη θα κληθεί να λάβει αποφάσεις επί τη βάσει επιπόλαιων υπολογισμών, κάτι που καθιστά ακόμη πιο δύσκολη τη λήψη απόφασης από μη εκλεγμένους αξιωματούχους. Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι οι αναδιαρθρώσεις χρέους συνήθως περιλαμβάνουν πολύ σημαντική μεταφορά πλούτου. Εδώ βρίσκεται η άλλη σημαντική αδυναμία. Μόνο εκλεγμένοι αξιωματούχοι μπορούν να λαμβάνουν τέτοιες αποφάσεις. Επειδή οι μοναδικοί εκλεγμένοι αξιωματούχοι που διαθέτουμε είναι οι κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια, οι αναδιαρθρώσεις δημόσιου χρέους πρέπει να αποφασίζονται σε εθνικό επίπεδο.
CHARLES WYPLOSZ
Το γερμανικό Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων έχει καταθέσει μια ενδιαφέρουσα πρόταση για την αντιμετώπιση του προβλήματος του υψηλού
* Ο κ. Charles Wyplosz είναι καθηγητής Διεθνών Οικονομικών στο Graduate Institute της Γενεύης. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο voxeu.org.
Προηγούμενο άρθροΑπίστευτο: Δάνειο 80 εκατομμυρίων ευρώ εισέπραξε ο ΠΗΓΑΣΟΣ το 2016