Στις αρχές του αιώνα, όταν οι βιοτεχνίες επίπλων έφυγαν από το Χίκορι και πήγαν στην Κίνα, το κολέγιο της περιφέρειας κατήργησε τα μαθήματα
επιπλοποιίας, εγκαταλείποντας μια βιομηχανία που συντηρούσε επί πολλές γενιές αυτήν την κοινότητα της Βόρειας Καρολίνας. Σήμερα, οι θέσεις εργασίας επιστρέφουν και ο κλάδος της βιομηχανίας επίπλων αναδιοργανώνεται και αγωνίζεται να διασφαλίσει προσωπικό για χιλιάδες θέσεις εργασίας. Σε ό,τι αφορά το κολέγιο, αναθεωρεί το εκπαιδευτικό πρόγραμμα για να ανταποκριθεί στο ενδιαφέρον για τον κλάδο.
Από το 2000 έως το 2010, η αμερικανική οικονομία έχασε σχεδόν το 1/3 των θέσεων εργασίας του μεταποιητικού τομέα και ο Ντόναλντ Τραμπ υπόσχεται να «πάρει πίσω τις θέσεις εργασίας» από την Κίνα. Η Χίλαρι Κλίντον διαφοροποίησε, άλλωστε, τη θέση της σε ό,τι αφορά το ελεύθερο εμπόριο. Στοιχεία του Reuters και των αμερικανικών αρχών καταδεικνύουν πως ορισμένες από τις περιοχές των ΗΠΑ που υπέστησαν το «κινεζικό σοκ», όπως ο κλάδος των επίπλων στο Χίκορι, αρχίζουν να προσελκύσουν πάλι εργαζομένους στους κλάδους που είχαν υποστεί το μεγαλύτερο πλήγμα. Από το 2010 στο Χίκορι έχουν δημιουργηθεί περισσότερες από 2.800 θέσεις εργασίας στη μεταποίηση, ενώ σε όλη την επικράτεια των ΗΠΑ οι βιομηχανίες επίπλων έχουν δημιουργήσει 30.000 θέσεις εργασίας τα τελευταία πέντε έτη.
Στο ίδιο χρονικό διάστημα, η αμερικανική μεταποίηση έχει δημιουργήσει συνολικά 800.000 θέσεις εργασίας, περίπου όσες υπολογίζουν οι οικονομολόγοι ότι χάθηκαν στις ΗΠΑ μετά το 2007 εξαιτίας των κινεζικών εισαγωγών, της χρηματοπιστωτικής κρίσης και της ύφεσης. Πρόσφατες μελέτες της Federal Reserve και ανεξάρτητων οικονομολόγων καταδεικνύουν ότι χάθηκαν κάπου ανάμεσα στις 800.000 με 1.000.000. Η ανάδυση της Κίνας ως πρώτης εξαγωγικής δύναμης στον κόσμο με προϊόντα χαμηλού κόστους μετά την ένταξή της στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2001 προκάλεσε μεγάλες απώλειες σε παραδοσιακά βιομηχανικές περιοχές, όπως το Χίκορι.
Οι οικονομολόγοι Ντέιβιντ Οτορ, Ντέιβιντ Ντορν και Γκόρντον Χάνσον επιχείρησαν να εντοπίσουν πόσο ακριβώς ευθύνεται το ελεύθερο εμπόριο για την απώλεια θέσεων εργασίας στην αμερικανική μεταποίηση.
Συμπέραναν ότι από το 1990 έως το 2007 το Χίκορι έχασε το 16% των θέσεων εργασίας στη μεταποίηση αποκλειστικά και μόνον εξαιτίας της αύξησης των εισαγωγών από την Κίνα. Το χειρότερο είναι, όμως, πως η περιοχή δέχθηκε ανάλογα πλήγματα από άλλες συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου, όπως η NAFTA το 1994 και η άρση των ποσοστώσεων στην κλωστοϋφαντουργία το 2004. Ετσι, συνολικά από το 2000 έως το 2009 έχασε 40.000 θέσεις εργασίας από τη μεταποίηση. Από το 2000 η αμερικανική οικονομία έχασε συνολικά 5 εκατ. θέσεις εργασίας από το μεταποιητικό τομέα στην περίοδο που εκδηλώθηκε η μεγαλύτερη ύφεση μετά τη δεκαετία του 1930.
Η κατάρρευση έχει αφήσει βαθιά και ορατά σημάδια που εξηγούν και το γιατί έχει τόση απήχηση η υπόσχεση του Τραμπ να φέρει πίσω τις ένδοξες ημέρες του μεταποιητικού τομέα. Εξάλλου, το ποσοστό των νέων ηλικίας από 25 ώς 34 ετών επί του πληθυσμού έχει συρρικνωθεί κατά σχεδόν 20% στο διάστημα 2000-2010. Ετσι μειώθηκε η συμμετοχή των κατοίκων στην αγορά εργασίας και η φτώχεια διπλασιάσθηκε. Είναι, πάντως, ορατή η ανάκαμψη του μεταποιητικού τομέα σε περιοχές που επλήγησαν περισσότερο. Περιοχές όπως το Μίσιγκαν, η Ιντιάνα και το Οχάιο, που ενδέχεται να αποδειχθούν καίριες για τις προεδρικές εκλογές, έχουν σημειώσει μεγάλη αύξηση της απασχόλησης. Το Μίσιγκαν, για παράδειγμα, που έχασε σχεδόν το 50% των θέσεων εργασίας στον κλάδο από το 2000 ώς το 2009, έχει σημειώσει αύξηση της απασχόλησης κατά 25%, όταν ο μέσος όρος σε όλη την επικράτεια των ΗΠΑ είναι 4%.
Η απασχόληση στον κλάδο της μεταποίησης παραμένει,πάντως, σαφώς κάτω από τα επίπεδα της δεκαετίας του 1990. Ο οικονομολόγοι διαφωνούν ως προς το αν είναι δυνατόν να επανέλθει σε εκείνα τα επίπεδα, δεδομένου ότι έχει μεσολαβήσει η τεχνολογική εξέλιξη και έχει μειώσει το μερίδιο της μεταποίησης στο εργατικό δυναμικό από το 30% το 1950 περίπου στο 8% σήμερα. Εκτιμούν, πάντως, ότι έχουν παρέλθει τα χειρότερα ως προς τον αντίκτυπο από την άνοδο της Κίνας. Οπως τόνισε ο Οτορ σε παρουσίαση της μελέτης τους τον Μάιο, «τα επόμενα 20 έτη δεν θα μοιάζουν με τα προηγούμενα 20 έτη».
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΉ
Έντυπη