Ισως φαίνεται παρωχημένη η ιδέα ενός μεγάλου όγκου χρημάτων κλεισμένων σε θησαυροφυλάκια, όμως πολλές τράπεζες αρχίζουν να εξετάζουν σοβαρά την επιστροφή στις παλιές συνήθειες για να αποφύγουν την επιβάρυνση από τα αρνητικά επιτόκια. Δεδομένου ότι τα στελέχη της ΕΚΤ αφήνουν να εννοηθεί ότι επέρχεται περαιτέρω μείωση των επιτοκίων σε περίπτωση επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης, είναι πιθανόν να επικρατήσει η τάση για συγκέντρωση μετρητών σε ασφαλή θησαυροφυλάκια. Στην περίπτωση αυτή, πάντως, οι τράπεζες θα έρθουν αντιμέτωπες με κάποιες άλλες επιβαρύνσεις που τη συνοδεύουν.
Οπως επισημαίνει σχετικό ρεπορτάζ των Financial Times, τόσο η ΕΚΤ όσο και άλλες κεντρικές τράπεζες κατέφυγαν στην επιλογή των αρνητικών επιτοκίων για να εξωθήσουν τις τράπεζες να αυξήσουν τον δανεισμό σε επιχειρήσεις προκειμένου να τονώσουν την πραγματική οικονομία. Ετσι, από τον Μάρτιο, οπότε η ΕΚΤ προχώρησε στην τελευταία μείωση των επιτοκίων, οι ευρωπαϊκές τράπεζες οφείλουν να καταβάλλουν ετησίως το 0,4% των κεφαλαίων που διατηρούν στα ταμεία των 19 εθνικών κεντρικών τραπεζών της Ευρωζώνης. Κι ενώ μέχρι στιγμής δεν έχει επιφέρει επαρκώς ικανοποιητικά αποτελέσματα, η πολιτική των αρνητικών επιτοκίων έχει επιβαρύνει σημαντικά τις ευρωπαϊκές τράπεζες: από το 2014, οπότε τα επιτόκια του ευρώ διολίσθησαν για πρώτη φορά σε αρνητικό έδαφος, έχει κοστίσει στις ευρωπαϊκές τράπεζες συνολικά 2,64 δισ. ευρώ.
Ορισμένες τράπεζες αλλά και ασφαλιστικές αρχίζουν ήδη να μετατρέπουν τα κεφάλαιά τους από την ηλεκτρονική τους μορφή σε ρευστό. Η αντασφαλιστική Munich Re έχει μετατρέψει διψήφιο αριθμό εκατομμυρίων ευρώ σε μετρητά και τα έχει αποθηκεύσει. Υποστηρίζει ότι μέχρι στιγμής το κόστος αποθήκευσης και ασφάλισής τους είναι διαχειρίσιμο. Σύμφωνα, πάντα, με τους F.T., ορισμένες γερμανικές τράπεζες όπως η Commerzbank σκέπτονται να κάνουν κάτι παρόμοιο. Σύμφωνα, όμως, με τα ΜΜΕ της Ελβετίας, ένα ελβετικό συνταξιοδοτικό ταμείο επιχείρησε να αποσύρει σημαντικό ποσό από την τράπεζα στην οποία διατηρούσε το αποθεματικά του, με σκοπό να το αποθηκεύσει σε θησαυροφυλάκιο, αλλά η τράπεζα αρνήθηκε. Ακόμη, πάντως, κι αν οι τράπεζες αποσύρουν τα κεφάλαιά τους από τις κεντρικές τράπεζες και απαλλαγούν από τα αρνητικά επιτόκια, θα κληθούν να καταβάλουν το τίμημα σε άλλο επίπεδο.
Θα πρέπει, πρωτίστως, να πληρώνουν για την ασφαλή μεταφορά και αποθήκευση των χρημάτων, έστω κι αν το κόστος αυτό δεν είναι δυσβάσταχτο: τα χαρτονομίσματα μεγάλης αξίας του ευρώ, αλλά και του ελβετικού φράγκου, έχουν διευκολύνει σημαντικά τη μεταφορά και αποθήκευση μεγάλων χρηματικών ποσών καθώς τα μεγάλα ποσά δεν καταλαμβάνουν απαραιτήτως μεγάλο όγκο. Ακόμη και όταν θα έχει καταργήσει η ΕΚΤ τα χαρτονομίσματα των 500 ευρώ, οπότε οι τράπεζες θα χρησιμοποιούν εκείνα των 200 ευρώ, στα θησαυροφυλάκια υπάρχει άφθονος χώρος για την αποθήκευσή τους. Ελλοχεύουν, ωστόσο, μεγάλοι κίνδυνοι από ενδεχόμενες ληστείες τραπεζών, σεισμούς ή άλλες απρόβλεπτες καταστροφές, ενώ ενδέχεται να αποδειχθεί αρκετά δύσκολο να βρεθούν αξιόπιστες ασφαλιστικές που θα είναι πρόθυμες να αναλάβουν τον κίνδυνο ασφάλισης αυτών των ποσών έναντι προσιτού τιμήματος.
Στελέχη γερμανικών τραπεζών που μίλησαν στους F.T. υπολογίζουν πως το κόστος της ασφάλισης των χρημάτων θα κυμανθεί από 0,5% έως 1% της αξίας του εκάστοτε ποσού. Αυτό, όμως, συνεπάγεται κόστος μεγαλύτερο από αυτό των αρνητικών επιτοκίων, ενώ είναι παρεμφερές με το αρνητικό επιτόκιο (-0,75%) που έχει υιοθετήσει η Τράπεζα της Ελβετίας. Εξάλλου, αν οι τράπεζες θελήσουν να αποσύρουν τα κεφάλαιά τους από τις κεντρικές τράπεζες, είναι αμφίβολο αν θα μπορέσουν να το κάνουν χωρίς τη συγκατάθεσή τους.
Οπως επισημαίνει σχετικό ρεπορτάζ των Financial Times, τόσο η ΕΚΤ όσο και άλλες κεντρικές τράπεζες κατέφυγαν στην επιλογή των αρνητικών επιτοκίων για να εξωθήσουν τις τράπεζες να αυξήσουν τον δανεισμό σε επιχειρήσεις προκειμένου να τονώσουν την πραγματική οικονομία. Ετσι, από τον Μάρτιο, οπότε η ΕΚΤ προχώρησε στην τελευταία μείωση των επιτοκίων, οι ευρωπαϊκές τράπεζες οφείλουν να καταβάλλουν ετησίως το 0,4% των κεφαλαίων που διατηρούν στα ταμεία των 19 εθνικών κεντρικών τραπεζών της Ευρωζώνης. Κι ενώ μέχρι στιγμής δεν έχει επιφέρει επαρκώς ικανοποιητικά αποτελέσματα, η πολιτική των αρνητικών επιτοκίων έχει επιβαρύνει σημαντικά τις ευρωπαϊκές τράπεζες: από το 2014, οπότε τα επιτόκια του ευρώ διολίσθησαν για πρώτη φορά σε αρνητικό έδαφος, έχει κοστίσει στις ευρωπαϊκές τράπεζες συνολικά 2,64 δισ. ευρώ.
Ορισμένες τράπεζες αλλά και ασφαλιστικές αρχίζουν ήδη να μετατρέπουν τα κεφάλαιά τους από την ηλεκτρονική τους μορφή σε ρευστό. Η αντασφαλιστική Munich Re έχει μετατρέψει διψήφιο αριθμό εκατομμυρίων ευρώ σε μετρητά και τα έχει αποθηκεύσει. Υποστηρίζει ότι μέχρι στιγμής το κόστος αποθήκευσης και ασφάλισής τους είναι διαχειρίσιμο. Σύμφωνα, πάντα, με τους F.T., ορισμένες γερμανικές τράπεζες όπως η Commerzbank σκέπτονται να κάνουν κάτι παρόμοιο. Σύμφωνα, όμως, με τα ΜΜΕ της Ελβετίας, ένα ελβετικό συνταξιοδοτικό ταμείο επιχείρησε να αποσύρει σημαντικό ποσό από την τράπεζα στην οποία διατηρούσε το αποθεματικά του, με σκοπό να το αποθηκεύσει σε θησαυροφυλάκιο, αλλά η τράπεζα αρνήθηκε. Ακόμη, πάντως, κι αν οι τράπεζες αποσύρουν τα κεφάλαιά τους από τις κεντρικές τράπεζες και απαλλαγούν από τα αρνητικά επιτόκια, θα κληθούν να καταβάλουν το τίμημα σε άλλο επίπεδο.
Θα πρέπει, πρωτίστως, να πληρώνουν για την ασφαλή μεταφορά και αποθήκευση των χρημάτων, έστω κι αν το κόστος αυτό δεν είναι δυσβάσταχτο: τα χαρτονομίσματα μεγάλης αξίας του ευρώ, αλλά και του ελβετικού φράγκου, έχουν διευκολύνει σημαντικά τη μεταφορά και αποθήκευση μεγάλων χρηματικών ποσών καθώς τα μεγάλα ποσά δεν καταλαμβάνουν απαραιτήτως μεγάλο όγκο. Ακόμη και όταν θα έχει καταργήσει η ΕΚΤ τα χαρτονομίσματα των 500 ευρώ, οπότε οι τράπεζες θα χρησιμοποιούν εκείνα των 200 ευρώ, στα θησαυροφυλάκια υπάρχει άφθονος χώρος για την αποθήκευσή τους. Ελλοχεύουν, ωστόσο, μεγάλοι κίνδυνοι από ενδεχόμενες ληστείες τραπεζών, σεισμούς ή άλλες απρόβλεπτες καταστροφές, ενώ ενδέχεται να αποδειχθεί αρκετά δύσκολο να βρεθούν αξιόπιστες ασφαλιστικές που θα είναι πρόθυμες να αναλάβουν τον κίνδυνο ασφάλισης αυτών των ποσών έναντι προσιτού τιμήματος.
Στελέχη γερμανικών τραπεζών που μίλησαν στους F.T. υπολογίζουν πως το κόστος της ασφάλισης των χρημάτων θα κυμανθεί από 0,5% έως 1% της αξίας του εκάστοτε ποσού. Αυτό, όμως, συνεπάγεται κόστος μεγαλύτερο από αυτό των αρνητικών επιτοκίων, ενώ είναι παρεμφερές με το αρνητικό επιτόκιο (-0,75%) που έχει υιοθετήσει η Τράπεζα της Ελβετίας. Εξάλλου, αν οι τράπεζες θελήσουν να αποσύρουν τα κεφάλαιά τους από τις κεντρικές τράπεζες, είναι αμφίβολο αν θα μπορέσουν να το κάνουν χωρίς τη συγκατάθεσή τους.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ