Για πωλήσεις μη εξυπηρετούμενων καταναλωτικών δανείων και πιστωτικών καρτών σε εξειδικευμένες εταιρείες ανάκτησης οφειλών προετοιμάζονται οι
μεγάλες τράπεζες, με στόχο οι πρώτες συναλλαγές να ολοκληρωθούν εντός του τελευταίου τριμήνου του 2016. Οι πωλήσεις καταναλωτικών δανείων σε τρίτους σηματοδοτούν την πιο επιθετική στάση των τραπεζών για την αντιμετώπιση του μεγάλου προβλήματος των «κόκκινων» δανείων, το σύνολο των οποίων ξεπερνά τα 100 δισ. ευρώ.
Το υπόλοιπο των καταναλωτικών δανείων φτάνει τα 25,32 δισ. ευρώ εκ των οποίων τα 13,6 δισ. ευρώ –το 54% του συνόλου– βρίσκονται σε καθεστώς οριστικής καθυστέρησης. Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες δουλεύουν για τη δημιουργία πακέτων μη εξυπηρετούμενων καταναλωτικών δανείων, τα οποία θα πουλήσουν σε εξειδικευμένες εταιρείες, κάνοντας χρήση των νέων θεσμικών δυνατοτήτων που έχουν θεσπιστεί για την αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων. Σημειώνεται ότι με το νέο πλαίσιο οι τράπεζες μπορούν να πωλούν σε τρίτους όχι μόνο μη εξυπηρετούμενα αλλά και εξυπηρετούμενα δάνεια.
Η επιλογή των τραπεζών να προχωρήσουν πρώτα σε πωλήσεις καταναλωτικών δανείων οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι έχουν ήδη διενεργήσει υψηλές προβλέψεις για τα συγκεκριμένα δάνεια και κατά συνέπεια μπορούν να τα πουλήσουν χωρίς να επιβαρυνθούν με ζημίες. Συνολικά, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν διενεργήσει προβλέψεις 10,9 δισ. ευρώ για την κάλυψη μη εξυπηρετούμενων δανείων ύψους 13,6 δισ. ευρώ που αντιστοιχούν στο 80% των «κόκκινων». Οι τράπεζες θα προχωρήσουν στη δημιουργία χαρτοφυλακίων καταναλωτικών δανείων τα οποία έχουν ήδη καλυφθεί –σε ποσοστό άνω του 90%– από προβλέψεις και τα οποία θα πωληθούν σε τιμές 5%-10% της ονομαστικής τους αξίας σε εξειδικευμένες εταιρείες. Ετσι, από τις συναλλαγές οι τράπεζες δεν θα υποστούν ζημία, αντίθετα μπορεί να λογιστικοποιήσουν μικρό «κέρδος».
Σύμφωνα με στελέχη τραπεζών, η πώληση καταναλωτικών δανείων είναι πιο εύκολα διαχειρίσιμη, καθώς πρόκειται για δάνεια που έχουν δοθεί για καταναλωτικούς σκοπούς και δεν συνδέονται με το ευαίσθητο ζήτημα της πρώτης κατοικίας. Στο ζήτημα των στεγαστικών δανείων, οι επιλογές των τραπεζών θα είναι πιο προσεκτικές, θα επιδιώξουν την εξεύρεση λύσεων με τους δανειολήπτες και μόνο στις περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει διάθεση συνεργασίας θα προχωρήσουν σε πιο δραστικές επιλογές.
Ορόσημο για την εκκίνηση των δράσεων των τραπεζών για την αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων θεωρείται η οριστικοποίηση των στόχων μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, με ορίζοντα το τέλος του 2019. Οι τράπεζες μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου θα πρέπει να συμφωνήσουν και να δεσμευθούν στον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM) για ένα ακριβές χρονοδιάγραμμα, πλαίσιο δράσεων και διορθωτικών ενεργειών σε περίπτωση μη επίτευξης στόχων για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ο συνολικός στόχος για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα έχει καθοριστεί στη μείωση των «κόκκινων» δανείων από το επίπεδο των 100 δισ. ευρώ σήμερα στα 60 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2019.
Στον τομέα της καταναλωτικής πίστης τα πιστωτικά ανοίγματα (που περιλαμβάνουν εκτός από τα μη εξυπηρετούμενα και τα δάνεια σε ρύθμιση) φτάνουν το 55,2%, στα επιχειρηματικά δάνεια διαμορφώνονται στο 44,6% και στα στεγαστικά δάνεια στο 42%.
μεγάλες τράπεζες, με στόχο οι πρώτες συναλλαγές να ολοκληρωθούν εντός του τελευταίου τριμήνου του 2016. Οι πωλήσεις καταναλωτικών δανείων σε τρίτους σηματοδοτούν την πιο επιθετική στάση των τραπεζών για την αντιμετώπιση του μεγάλου προβλήματος των «κόκκινων» δανείων, το σύνολο των οποίων ξεπερνά τα 100 δισ. ευρώ.
Το υπόλοιπο των καταναλωτικών δανείων φτάνει τα 25,32 δισ. ευρώ εκ των οποίων τα 13,6 δισ. ευρώ –το 54% του συνόλου– βρίσκονται σε καθεστώς οριστικής καθυστέρησης. Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες δουλεύουν για τη δημιουργία πακέτων μη εξυπηρετούμενων καταναλωτικών δανείων, τα οποία θα πουλήσουν σε εξειδικευμένες εταιρείες, κάνοντας χρήση των νέων θεσμικών δυνατοτήτων που έχουν θεσπιστεί για την αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων. Σημειώνεται ότι με το νέο πλαίσιο οι τράπεζες μπορούν να πωλούν σε τρίτους όχι μόνο μη εξυπηρετούμενα αλλά και εξυπηρετούμενα δάνεια.
Η επιλογή των τραπεζών να προχωρήσουν πρώτα σε πωλήσεις καταναλωτικών δανείων οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι έχουν ήδη διενεργήσει υψηλές προβλέψεις για τα συγκεκριμένα δάνεια και κατά συνέπεια μπορούν να τα πουλήσουν χωρίς να επιβαρυνθούν με ζημίες. Συνολικά, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν διενεργήσει προβλέψεις 10,9 δισ. ευρώ για την κάλυψη μη εξυπηρετούμενων δανείων ύψους 13,6 δισ. ευρώ που αντιστοιχούν στο 80% των «κόκκινων». Οι τράπεζες θα προχωρήσουν στη δημιουργία χαρτοφυλακίων καταναλωτικών δανείων τα οποία έχουν ήδη καλυφθεί –σε ποσοστό άνω του 90%– από προβλέψεις και τα οποία θα πωληθούν σε τιμές 5%-10% της ονομαστικής τους αξίας σε εξειδικευμένες εταιρείες. Ετσι, από τις συναλλαγές οι τράπεζες δεν θα υποστούν ζημία, αντίθετα μπορεί να λογιστικοποιήσουν μικρό «κέρδος».
Σύμφωνα με στελέχη τραπεζών, η πώληση καταναλωτικών δανείων είναι πιο εύκολα διαχειρίσιμη, καθώς πρόκειται για δάνεια που έχουν δοθεί για καταναλωτικούς σκοπούς και δεν συνδέονται με το ευαίσθητο ζήτημα της πρώτης κατοικίας. Στο ζήτημα των στεγαστικών δανείων, οι επιλογές των τραπεζών θα είναι πιο προσεκτικές, θα επιδιώξουν την εξεύρεση λύσεων με τους δανειολήπτες και μόνο στις περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει διάθεση συνεργασίας θα προχωρήσουν σε πιο δραστικές επιλογές.
Ορόσημο για την εκκίνηση των δράσεων των τραπεζών για την αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων θεωρείται η οριστικοποίηση των στόχων μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, με ορίζοντα το τέλος του 2019. Οι τράπεζες μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου θα πρέπει να συμφωνήσουν και να δεσμευθούν στον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM) για ένα ακριβές χρονοδιάγραμμα, πλαίσιο δράσεων και διορθωτικών ενεργειών σε περίπτωση μη επίτευξης στόχων για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ο συνολικός στόχος για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα έχει καθοριστεί στη μείωση των «κόκκινων» δανείων από το επίπεδο των 100 δισ. ευρώ σήμερα στα 60 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2019.
Στον τομέα της καταναλωτικής πίστης τα πιστωτικά ανοίγματα (που περιλαμβάνουν εκτός από τα μη εξυπηρετούμενα και τα δάνεια σε ρύθμιση) φτάνουν το 55,2%, στα επιχειρηματικά δάνεια διαμορφώνονται στο 44,6% και στα στεγαστικά δάνεια στο 42%.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ