Η ψήφος υπέρ του Brexit είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει η ΕΕ μετά από τη γέννηση της ιδέας της τη δεκαετία του 1950. Μέχρι τώρα, η ΕΕ πάντοτε μεγάλωνε σε κλίμακα και φιλοδοξία. Για πρώτη φορά, το Brexit, όμως,
δείχνει πως το πεπρωμένο της ΕΕ μπορεί απλά να μην είναι… πεπρωμένο.
Η γνώση και μόνο πως η ευρωπαϊκή πορεία μπορεί να αντιστραφεί είναι μία σημαντική απειλή, αφού κάνει το αδιανόητο πραγματικότητα. Αλλά το Brexit δεν είναι η μόνη απειλή. Η Ένωση είναι μη δημοφιλής όχι μόνο στη Βρετανία αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το πολιτικό της ατού έχει, πια, στερέψει. Η διεργασία για το Brexit μπορεί να διευρύνει το χάσμα μεταξύ των χωρών.
Το Brexit μπορεί, επίσης, να αυξήσει την υποστήριξη υπέρ της ΕΕ. Παρόλα αυτά, θα χρειαστεί συμφωνία, ελαστικότητα και μακροπρόθεσμα πλάνα, εκ των οποίων κανένα δε μπορεί να είναι κάτι το σίγουρο. Εάν οι κυβερνήσεις δεν αντεπεξέλθουν σε αυτές τις προσπάθειες, το Brexit μπορεί να αποτελέσει την αρχή του τέλους του Ευρωπαϊκού ονείρου.
Εν μέρει, η σημερινή δυσαρέσκεια δεν αποτελεί κάτι το νέο. Πολλές φορές υπάρχει μεγάλο χάσμα μεταξύ των πλάνων των Ευρωπαίων ηγετών και της θέλησης των υπηκόων. Τα μεγάλα ατού της ΕΕ, η οποία έχει επιφέρει την ειρήνη και την ανάπτυξη μετά από δύο Παγκοσμίους Πολέμους, χρειάστηκαν γενναίους ηγέτες, τη στιγμή που πολλοί υπήκοοι δεν γνώριζαν σχεδόν τίποτα. Για πολλά χρόνια, κάποτε, αυτό δούλευε θεσπέσια. Παρόλα αυτά το μοντέλο αυτό τώρα διαλύεται σιγά-σιγά. Οι Βρετανοί δεν είναι το μόνο παράδειγμα. Ποτέ δεν είδαν την ΕΕ με “καλό μάτι”. Το Brexit αποτέλεσε έκπληξη, αλλά μπορεί να μην έπρεπε. Ακόμη και η Γαλλία, η χώρα η οποία αποτέλεσε τον κύριο “μέτοχο” της ΕΕ έχει αρχίσει να χάνει την πίστη της στην Ένωση!
Τί, λοιπόν, πήγε στραβά; Η ΕΕ υπερεπεκτάθηκε. Κατά τη διάρκεια των ’90s, μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού, η ΕΕ έπρεπε να αποφασίσει αν θα ήθελε να επεκταθεί σε νέες και πολύ φτωχότερες χώρες από την ανατολική Ευρώπη, ή να εδραιωθεί στην ήδη υπάρχουσα κατάστασή της, ενώνοντας περαιτέρω τις πολιτικοοικονομικές θέσεις των μελών της. Παρόλα αυτά, οι δύο μεγάλοι “παίχτες” της ΕΕ, διαφωνούσαν μεταξύ τους. Η Γερμανία ήθελε επέκταση. Η Γαλλία ήθελε εδραίωση.
Έτσι έμελλε να γίνει, με τις δύο επιλογές να γίνονται παράλληλα. Η ΕΕ θα προσπαθούσε να προσελκύσει νέα μέλη και να κάνει βήματα προς την πλήρη οικονομική και πολιτική ένωση, με τη δημιουργία και του ευρώ.
Πολλοί αναλυτές, όμως, ακόμη και πριν γίνει κάτι τέτοιο είχαν αναφέρει πως η ένωση της ΕΕ αυτή ήταν ακόμη σαθρή. Η νομισματική ένωση, σύμφωνα με αυτούς, έπρεπε να γίνει παράλληλα με μία οικονομική. Χωρίς αυτή, τα κράτη-μέλη θα αντιδρούσαν σε κοινή οικονομική πορεία. Κάτι που έκαναν.
Εάν κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να γίνει, η εναλλακτική θα ήταν να αφήσουν τις κυβερνήσεις να εφαρμόσουν τις δικές τους νομισματικές πολιτικές. Αλλά το σύστημα είπε όχι ακόμη και σε αυτό. Έθεσε σημαντικά όρια στον δημόσιο δανεισμό. Η μακροοικονομική πολιτική σε υπο-ευρωπαϊκό επίπεδο “απαγορεύτηκε”.
Ως αποτέλεσμα, το κραχ του 2008 χτύπησε την ΕΕ πολύ σοβαρά. Σε πολλές χώρες, συμπεριλαμβανόμενης και της Ελλάδας, η ανεργία παραμένει πολύ υψηλή, ιδιαίτερα στους νεότερους. Οι μεταναστευτικές τάσεις έχουν αποτελέσει πρόβλημα για την οικονομική αβεβαιότητα και έχουν “ρίξει λάδι στη φωτιά” του αισθήματος πως οι εθνικές κυβερνήσεις δεν νοιάζονται πια.
Το πρόβλημα της ΕΕ, λοιπόν, αποτελείται από την κρίση στην εμπιστοσύνη η οποία δημιουργείται από αυτή την ασυνέχεια μεταξύ του σκοπού της βαθύτερη ένωσης και της υποστήριξης ή μή των ευρωπαϊκών αρχών. Η ερώτηση είναι εάν το Brexit θα μπορέσει να ενώσει ή να διασπάσει τη διαφορετικότητα αυτή. Η υπερψήφισή του δείχνει πως κάτι τέτοιο δεν θα είναι και πολύ εύκολο.
newmoney.