Της Sophia Besch
Στην προσπάθειά τους να καθιερώσουν μια πανευρωπαϊκή ασφάλεια εφοδιασμού στην αγορά Άμυνας, οι Βρυξέλλες βρίσκονται αντιμέτωπες
με τον προστατευτισμό, μία εσφαλμένη αντίληψη της ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας και τη δυσπιστία μεταξύ των κυβερνήσεων.
Στις 28 Ιουνίου του 2016, η Ευρωπαϊκή Ένωση δημοσιοποίησε τη νέα Παγκόσμια Στρατηγική της (EU Global Strategy – EUGS) για την εξωτερική πολιτική και θέματα ασφάλειας. Ως μέρος της μάλλον αόριστης έκκλησης για μια “βιώσιμη, καινοτόμο και ανταγωνιστική” ευρωπαϊκή βιομηχανία Άμυνας, η Στρατηγική δίδει έμφαση στην ανάγκη για ευρωπαϊκή “ασφάλεια εφοδιασμού” στον τομέα της Άμυνας. Για τους υπεύθυνους για θέματα εθνικής Άμυνας, η ασφάλεια εφοδιασμού συνιστά την εγγύηση ότι θα έχουν πρόσβαση στον αμυντικό εξοπλισμό, ανεξάρτητα από το κράτος – μέλος, στο οποίο βρίσκονται οι προμηθευτές τους. Όσον αφορά στην επίτευξη αυτού του στόχου, ακριβέστερες προτάσεις θα περιληφθούν στο “Σχέδιο Δράσης στην Άμυνα” της Κομισιόν (Defence Action Plan), το Φθινόπωρο του 2016, το οποίο και θα σκιαγραφεί έναν “οδικό χάρτη” στην ασφάλεια εφοδιασμού. Στο πλαίσιο αυτό, γίνονται κατανοητές και οι εντάσεις, αλλά και οι συμβιβασμοί που πρέπει να λάβει υπ’όψιν της η Κομισιόν, στην προσπάθειά της να καθιερώσει την πανευρωπαϊκή ασφάλεια εφοδιασμού.
Οι προσπάθειες της Ε.Ε. να ρυθμίσει την ευρωπαϊκή αγορά Άμυνας είναι σχετικά πρόσφατες. Πριν από την έγκριση του “πακέτου Άμυνας” της Ε.Ε., το 2007, η ασφάλεια εφοδιασμού στην Άμυνα ήταν, σε μεγάλο βαθμό, εθνικό προνόμιο. Η παραγωγή αμυντικού εξοπλισμού, σε εθνικό επίπεδο, μειώνει τον κίνδυνο διατάραξης των προμηθειών σε καιρούς κρίσης, ενώ παράλληλα μια εθνική αμυντική βιομηχανική βάση που παράγει καινοτόμες τεχνολογίες και δεξιότητες μπορεί, από μόνη της, να αποτελεί στρατιωτικό πλεονέκτημα. Επίσης, όσον αφορά σε κάποιες εξαιρετικά “ευαίσθητες” αγορές, όπως είναι ο κρυπτογραφικός εξοπλισμός ή – στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γαλλίας – εξαρτήματα πυρηνικών όπλων, το συμφέρον μιας χώρας, από άποψης ασφάλειας, μπορεί να επιτάσσει τη μη σύναψη σύμβασης με κάποια αμυντική εταιρεία που έχει την έδρα της σε άλλη χώρα.
Στην πραγματικότητα, εντούτοις, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θεωρούν ολοένα και πιο δαπανηρή την εθνική ασφάλεια εφοδιασμού – επί σειρά ετών, οι τιμές αμυντικού εξοπλισμού αυξάνονται με μεγαλύτερο ρυθμό από το συνολικό ποσοστό πληθωρισμού. Όπως έχει αναφέρει και προηγουμένως το Centre for European Reform (CER), οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν αρχίσει να διαθέτουν περισσότερα χρήματα στην Άμυνα, αλλά το αυξανόμενο κόστος προσωπικού περιορίζει το ποσό που μπορούν να δαπανήσουν, τα κράτη – μέλη, στην προμήθεια εξοπλισμού και στην Ανάπτυξη και Έρευνα. Την ίδια ώρα, τα νέα συστήματα γίνονται πιο περίπλοκα και δαπανηρά. Με τις αγορές να περιορίζονται εντός των συνόρων, οι ευρωπαϊκές χώρες δεν μπορούν παρά να προμηθεύονται με λιγότερα συστήματα μεγάλων όπλων, ενώ δυσκολεύονται να διατηρήσουν μια βιομηχανική βάση που θα μπορεί να παρέχει μια πλήρη κλίμακα δυνατοτήτων. Εάν η Ε.Ε. θέλει να έχει κοινή αμυντική στρατηγική, για να ενισχύσει την ασφάλεια εφοδιασμού και να μειώσει το κόστος, αλλά ταυτόχρονα και να κινητοποιήσει τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, προκειμένου να παράγουν νέα τεχνολογία και να εξυπηρετούν τη συγκεκριμένη στρατηγική, πρέπει να δρομολογήσει μια βιομηχανική πολιτική για τον τομέα Άμυνας της Ε.Ε..
Η ιδανική λύση είναι οι κοινές αμυντικές προμήθειες μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών που μοιράζονται κοινές αντιλήψεις. Ωστόσο, η συνεργασία εκτός των συνόρων μπορεί να λάβει χώρα, μόνο εάν οι υπεύθυνοι της εθνικής Άμυνας μπορούν να βασίζονται στους συμμάχους τους για τον εφοδιασμό εξοπλισμού ή εξαρτημάτων, σε κάθε περίπτωση. Μέχρι στιγμής, οι απόπειρες της Ε.Ε. να δημιουργήσει μια ευρωπαϊκή αγορά Άμυνας – όπως η “οδηγία για τη μεταφορά” που αποσκοπεί στη διευκόλυνση της μεταφοράς αμυντικών προϊόντων μεταξύ των κρατών – ήταν συγκρατημένες. Δρομολογούν τα συμπτώματα, αλλά όχι και τις αιτίες της μη εφαρμογής της ασφάλειας εφοδιασμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η Ε.Ε. πρέπει να λάβει υπ’όψιν της τρεις τάσεις.
Πρώτον, η εθνική ασφάλεια εφοδιασμού έχει μετεξελιχθεί σε ένα μέσο, προκειμένου τα κράτη – μέλη να διατηρούν μη ανταγωνιστικές αμυντικές βιομηχανίες ως επιδοτούμενα απο το κράτος σχήματα για τη δημιουργία θέσεων εργασίας σε έναν σχετικά υψηλής κατάρτισης βιομηχανικό τομέα. Οι χώρες της Ε.Ε. αγοράζουν πάνω από το 80% του αμυντικού εξοπλισμού τους από το εσωτερικό τους. Πρόκειται για μία αναποτελεσματική τάση που οδηγεί στην αναπαραγωγή του ίδιου εξοπλισμού στα κράτη – μέλη: Η Ε.Ε. διατηρεί 37 τύπους τανκς, 12 τύπους αεροσκαφών – δεξαμενόπλοιων και 19 τύπους μαχητικών αεροσκαφών. Μία ευρωπαϊκή αγορά αμυντικού εξοπλισμού που δημιουργεί περισσότερο ανταγωνισμό για συμβάσεις Άμυνας θα μπορούσε να ωθήσει χαμηλότερα τις τιμές και να τονώσει τη διαλειτουργικότητα στις επιχειρήσεις. Οι περισσότερο αναποτελεσματικές ή λιγότερο καινοτόμες επιχειρήσεις θα έχαναν έδαφος, έναντι των καλύτερων, οδηγώντας υψηλότερα την παραγωγικότητα και την καινοτομία.
Για την αντιμετώπιση του προστατευτισμού, η E.E. πέρασε, το 2009, μια οδηγία που ρυθμίζει τις αμυντικές προμήθειες. Η οδηγία υποχρεώνει τα κράτη – μέλη να δημοσιεύουν προσφορές και συμβάσεις στον τομέα της Άμυνας, όπως ακριβώς γίνεται και με τα υπόλοιπα έργα δημόσιων συμβάσεων. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, οι κυβερνήσεις έχουν έχουν εφαρμόσει μόνο τις διατάξεις της οδηγίας για τις συμβάσεις που σχετίζονται με τη συντήρηση και επισκευή, και τη διαχείριση εγκαταστάσεων ή με την απόκτηση εξοπλισμού με χαμηλή στρατηγική αξία. Οι περισσότερες συμβάσεις μεγάλου στρατιωτικού εξοπλισμού ανατίθενται δίχως πανευρωπαϊκή προσφορά.
Η E.E. θα έπρεπε να είναι πιο αποφασιστική στην επιβολή των υφιστάμενων κανόνων. Μέχρι σήμερα, η μοναδική απάντηση της Κομισιόν ήταν μια επιστολή σε 13 κράτη – μέλη, τον Μάρτιο του 2016, “υπενθυμίζοντάς” τους τις υποχρεώσεις τους, όπως ορίζονται στη οδηγία και τις οποίες είχαν παραμελήσει. Αλλά εξ αιτίας του ευαίσθητου και σημαντικά πολιτικού χαρακτήρα των αποφάσεων για τις προμήθειες, δεν υπάρχει μεγάλη προθυμία μεταξύ των αμυντικών επιχειρήσεων και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ώστε να αμφισβητήσουν τις αποφάσεις των κρατών – μελών και να τα παραπέμψουν στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Εάν η Κομισιόν στέκεται με σοβαρότητα απέναντι στις μεταρρυθμιστικές της προσπάθειες, θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει όλα τα διαθέσιμα εργαλεία για το σκοπό αυτόν, συμπεριλαμβανομένης και της απειλής νομικών διαδικασιών, για να διασφαλίσει τη συμμόρφωση των κρατών – μελών.
Δεύτερον, εάν η Ε.Ε. θέλει μια ευρωπαϊκή αμυντική αγορά και μια πανευρωπαϊκή ασφάλεια εφοδιασμού, πρέπει να αποφύγει την αντικατάσταση του εθνικού προστατευτισμού με τον ευρωπαϊκό προστατευτισμό. Η Παγκόσμια Στρατηγική ανανέωσε την έκκληση για ευρωπαϊκή “στρατηγική αυτονομία”, κάτι που σημαίνει πως οι ευρωπαϊκές χώρες πρέπει να κατέχουν τις απαραίτητες αμυντικές δεξιότητες για να ασκούν, αυτόνομα, τη δική τους εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας.
Πρόκειται για έναν πολύ φιλόδοξο στόχο και απέχει σημαντικά από τη σημερινή πραγματικότητα: Οι Ευρωπαίοι εξαρτώνται, σε μεγάλο βαθμό, από τις ΗΠΑ, για την προστασία τους. Σε πολιτικό επίπεδο, ο όρος “αυτονομία” είναι, από μόνος του, παραπλανητικός, δεδομένου ότι πολλά κράτη – μέλη της Ε.Ε. είναι και μέλη του ΝΑΤΟ και ως εκ τούτου, δεσμεύονται για στενούς διατλαντικούς δεσμούς ασφάλειας και συλλογικές ευθύνες άμυνας. Στην πραγματικότητα, το ΝΑΤΟ επιδιώκει τους δικούς του στόχους στην ασφάλεια εφοδιασμού και εισάγει έναν νέο μηχανισμό, κατά τον οποίο μια υπηρεσία προμηθειών της Συμμαχίας ενεργεί ως ο κύριος αγοραστής για διάφορες συμμαχικές ένοπλες δυνάμεις. Σε αντίθεση με τις θέσεις της Ε.Ε. για αμιγώς ευρωπαϊκή ασφάλεια εφοδιασμού, ωστόσο, ο ορισμός του ΝΑΤΟ περιλαμβάνει προμηθευτές σε όλα τα κράτη – μέλη, μεταξύ των οποίων και οι ΗΠΑ. Η πρώτη δοκιμασία θα είναι η αγορά τηλεκατευθυνόμενων όπλων ακριβείας από τις ΗΠΑ. Στόχος είναι να αποφευχθεί η γραφειοκρατία κάθε κράτους – μέλους του ΝΑΤΟ που υποβάλλει αίτηση για άδεια εξαγωγής στις ΗΠΑ. Αντ’αυτού, οι ΗΠΑ θα δρομολογήσουν άδεια στο ΝΑΤΟ, η οποία θα επιτρέπει τη διανομή εξοπλισμού στα κράτη – μέλη.
Η εμπειρία του ΝΑΤΟ υπογραμμίζει το γεγονός πως οι ευρωπαϊκές Αρχές Άμυνας εξαρτώνται, ολοένα και περισσότερο, από την προμήθεια ακριβού αμυντικού εξοπλισμού κατ’ευθείαν από τρίτες χώρες και κυρίως από τις ΗΠΑ. Επίσης, τα κράτη – μέλη της E.E. εισάγουν σε μεγάλο βαθμό, τις πρώτες ύλες που χρειάζονται για την κατασκευή αμυντικών εξαρτημάτων, όπως είναι οι σπάνιες γαίες, από χώρες εκτός της E.E., εξαιρουμένης της Κίνας. Αλλά, η αγορά έτοιμου εξοπλισμού, ειδικότερα από τις ΗΠΑ, συνοδεύεται και από πρόσθετα οφέλη. Συχνά, θεωρείται από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, ως σχετικά φθηνή και περισσότερο προβλέψιμη, από ό,τι με το να βασίζονται στην αμυντική συνεργασία εντός της Ε.Ε.. Παράλληλα, συμβάλλει και στους στενότερους δεσμούς. Οι κεντρικές ευρωπαϊκές χώρες, για παράδειγμα, μπορούν να χρησιμοποιούν τις συμβάσεις προμηθειών, για να συντηρούν το ενδιαφέρον των ΗΠΑ γύρω από τις ανησυχίες για την εθνική τους ασφάλεια.
Αγοράζοντας έτοιμο εξοπλισμό, εντούτοις, προϋποθέτει και την ελάχιστη εγχώρια τεχνολογία ή περιεχόμενο πνευματικής ιδιοκτησίας. Αυτό ενέχει προβλήματα, επειδή η ευρωπαϊκή ασφάλεια εφοδιασμού εξαρτάται από την ανεξάρτητη ευρωπαϊκή αμυντική τεχνολογία και βιομηχανική βάση (EDTIB) που άπαξ και χαθεί, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να ανοικοδομηθεί. Το τελευταίο διάστημα, οι κυβερνήσεις έχουν ξεκινήσει να δαπανούν περισσότερα στην Άμυνα, αλλά κατεγράφη μεγάλη πτώση στις προμήθειες μετά από το 2008, με περικοπές στον προϋπολογισμό Άμυνας, μετά από την οικονομική κρίση. Ως απάντηση, οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες έχουν εστιάσει, από εμπορικής άποψης, σε περισσότερο ελκυστικές δεξιότητες διπλής χρήσης – που μπορούν να χρησιμοποιηθούν τόσο για στρατιωτικούς, όσο και για άλλους σκοπούς – ή έχουν στρέψει το ενδιαφέρον τους σε αγορές εκτός των χωρών τους, ενώ επικεντρώνονται σε εξαγωγές σε χώρες εκτός της E.E., με αποτέλεσμα να χάσουν την επαφή τους με τις δεξιότητες που χρειάζονται τα κράτη της Ε.Ε.. Εν τω μεταξύ, οι ανάγκες των Αμερικανών δεν είναι απαραίτητα οι ίδιες με εκείνες μεμονωμένων ευρωπαϊκών εθνών. Για παράδειγμα, ο ακριβός εξοπλισμός από τις ΗΠΑ που έχει σχεδιαστεί για ειδικές λειτουργίες μπορεί να μην συμβαδίζει με τις ανάγκες μικρών ανατολικών ευρωπαϊκών ενόπλων δυνάμεων που καλούνται να επικεντρωθούν στην εδαφική τους άμυνα και στη διαχείριση συγκρατημένου προϋπολογισμού. Δεν χρειάζεσαι μια Ferrari, όταν μπορείς να βολευτείς με ένα αμάξι της Volkswagen.
Ωστόσο, ούτε ένα δόγμα που προκρίνει αγορές αμιγώς από την Ευρώπη είναι απάντηση. Οι αμυντικές επιχειρήσεις της Ευρώπης θέλουν να είναι στην πρώτη γραμμή της ανάπτυξης συστημάτων, εξασφαλίζοντας παραγγελίες μεγαλύτερης αξίας από κυβερνήσεις, τόσο εντός, όσο και εκτός. της E.E.. Δεν θέλουν να περιορίζονται στην παραγωγή ευρωπαϊκών τεχνολογιών για μια ευρωπαϊκή αγορά που συρρικνώνεται. Άλλωστε, η αμυντική βιομηχανική βάση της Ευρώπης δεν μπορεί να ανταγωνιστεί την αμερικανική τεχνολογία, από πολλές απόψεις, όπως για παράδειγμα υπό το πρίσμα της επιδεξιότητας. Οι εθνικές Αρχές θα έπρεπε, για τα λεφτά που δίνουν, να μπορούν να προμηθεύονται στην καλύτερη αξία, την καλύτερη τεχνολογία. Η απόπειρα καθιέρωσης ενός καθεστώτος αυστηρά ευρωπαϊκών προμηθειών θα αύξανε το κόστος, ενώ θα απομάκρυνε και πολύτιμες ευκαιρίες για τη συνεργασία ερευνητών της E.E. και τρίτων χωρών. Οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες θα έπρεπε να στοχεύουν, όχι μόνο στη δημιουργία του πλέον πανευρωπαϊκού προϊόντος σε οποιαδήποτε τιμή, αλλά και στη δημιουργία ενός προϊόντος που είναι ανταγωνιστικό στην παγκόσμια αγορά.
Η Έκθεση της Ομάδας Προσωπικοτήτων της Ε.Ε. σχετικά με την έρευνα στην Άμυνα δικαιολογημένα τονίζει την ανάγκη για ισορροπία μεταξύ της εξάρτησης από υπεράκτιους προμηθευτές και της διατήρησης ευρωπαϊκών δεξιοτήτων και ιδιοκτησίας συστημάτων. Αλλά τα 27 κράτη – μέλη του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας (Ε.Ε. πλην της Δανίας) δαπανούν, συνολικά, μόλις 7,5 δισ. ευρώ ετησίως στην Ανάπτυξη και Έρευνα στην Άμυνα, Αντιθέτως, οι ΗΠΑ σχεδιάζουν να δαπανήσουν 64,3 δισ. ευρώ το 2017. Υπό το φως αυτών των στοιχείων, η Κομισιόν λαμβάνει, για πρώτη φορά, σοβαρά υπ’όψιν της την πιθανότητα ενός ταμείου για την έρευνα σε θέματα Άμυνας στην Ε.Ε.. Οι επονομαζόμενες “προπαρασκευαστικές δράσεις” που προωθούνται φέτος, θα δοκιμάσουν διαφορετικές προσεγγίσεις για να χρηματοδοτούν την έρευνα στην Άμυνα, με περιορισμένο προϋπολογισμό για τρία χρόνια. Εν συνεχεία, στον επόμενο προϋπολογισμό της Ε.Ε. (2021-2027), θα μπορούσαν να υιοθετηθούν επιτυχημένες στρατηγικές.
Το πρόγραμμα Ανάπτυξης και Έρευνας της E.E. θα μπορούσε να ενισχύσει την ανεξάρτητη ευρωπαϊκή αμυντική τεχνολογία και βιομηχανική βάση, χρηματοδοτώντας την έρευνα σε κρίσιμη τεχνολογία Άμυνας και ενθαρρύνοντας τη συνεργασία μεταξύ των ευρωπαϊκών βιομηχανιών. Επενδύοντας, σε ένα πρώτο στάδιο, στις τεχνολογίες, για τις οποίες υπάρχει ζήτηση μεταξύ των κρατών – μελών, αλλά που η Ευρώπη βασίζεται στις εξωτερικές προμήθειες, η Ε.Ε. θα μπορούσε να ελαχιστοποιήσει, σε κάποιον βαθμό, το ρίσκο που αναλαμβάνουν οι αμυντικές επιχειρήσεις, όταν ξεκινούν μακροπρόθεσμα έργα. Τα αυτόνομα συστήματα, η κυβερνοάμυνα και η θαλάσσια επιτήρηση, συνιστούν παραδείγματα της νέας τεχνολογίας, όπου οι από κοινού επενδύσεις στην Ανάπτυξη και Έρευνα θα βοηθούσαν να οικοδομηθεί μια κοινή βιομηχανική βάση και θα ενίσχυαν την πανευρωπαϊκή ασφάλεια εφοδιασμού.
Εν τέλει, η ασφάλεια εφοδιασμού συνοψίζεται σε ένα ζήτημα εμπιστοσύνης. Οι πρόσφατες κρίσεις έχουν καταδείξει τις διαφορές στην οπτική στρατηγικής που διατηρεί κάθε ευρωπαϊκή χώρα, ειδικά όσον αφορά στην προσέγγιση σε μια ρεβανσιστική Ρωσία. Έρευνα, τον τελευταίο χρόνο, έδειξε ότι πολλοί Ευρωπαίοι τάσσονται κατά της αποστολής στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία, για να τη στηρίξει έναντι της Ρωσίας. Αν και η Ουκρανία δεν είναι κράτος – μέλος της Ε.Ε. ή του ΝΑΤΟ, η δημοσκόπηση έδειξε ότι τα κράτη – μέλη που βρίσκονται κοντά στη Ρωσία, δεν νιώθουν ασφαλή. Οι ανησυχίες τους μοιάζουν περισσότερο δικαιολογημένες, εάν σκεφτεί κανείς πως, παρά τις δεσμεύσεις για αλληλεγγύη στο ΝΑΤΟ, οι ψηφοφόροι σε πολλά κράτη – μέλη του ΝΑΤΟ φάνηκαν αρνητικοί απέναντι στη χρήση δυνάμεων ενάντια στη Ρωσία, ακόμη και προκειμένου να προστατευθεί ένας σύμμαχος.
Αυτές οι πολιτικές τάσεις έχουν επιπτώσεις στην ασφάλεια εφοδιασμού. Για παράδειγμα, οι υπεύθυνοι για θέματα Άμυνας στα κράτη της Βαλτικής ενδεχομένως ανησυχούν για το έαν ένα κράτος – μέλος που αρνείται να προκαλέσει το Κρεμλίνο, θα μπορούσε να εξασφαλίσει αμυντικό εξοπλισμό στους συμμάχους του, σε ενδεχόμενη κρίση. Η Κομισιόν έχει υιοθετήσει μια νομικιστική προσέγγιση για να επιλύσει το συγκεκριμένο θέμα, ενθαρρύνοντας τις κυβερνήσεις να προβαίνουν σε διμερείς συμφωνίες. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Άμυνας έχει συντάξει το πλαίσιο μιας εθελοντικής συμφωνίας για την ασφάλεια εφοδιασμού που σκοπό έχει να εγγυηθεί τις προμήθειες, προκειμένου να ανεβάσει το επίπεδο της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών – μελών που συνυπογράφουν.
Τελικά, όμως, η εμπιστοσύνη που είναι αναγκαία για την ασφάλεια εφοδιασμού πηγάζει από τις κοινές στρατηγικές προτεραιότητες και τα κοινά αμυντικά συμφέροντα. Η Παγκόσμια Στρατηγική της E.E. καθορίζει τις προτεραιότητες. Θα έπρεπε να συνοδεύεται και από μία λευκή βίβλο που θα αναφέρει ρητά τι θέλει να επιτύχει στρατιωτικά, η E.E., και θα θέτει τις βάσεις για μία νέα αμυντική βιομηχανική στρατηγική που αναγνωρίζει τις προτεραιότητες προμήθειας. Η Ευρώπη έχει ακόμη πολύ δρόμο να διανύσει, για να μπορέσει να στηρίζει τη δική της Άμυνα. Ωστόσο, ο αδύνατος στόχος της εθνικής ασφάλειας εφοδιασμού στην Ευρώπη, με το πέρασμα του χρόνου, θα αποτελεί παρελθόν. Η πανευρωπαϊκή ασφάλεια εφοδιασμού πρέπει να γίνει πραγματικότητα.
capitalgr