Όταν οι μηχανισμοί οικονομικής διακυβέρνησης αναθεωρήθηκαν πριν από κάποια χρόνια, αποφασίστηκε να σφίξουν τους κανόνες έναντι των υπερβολικών ελλειμμάτων, δίνοντας στην Κομισιόν το δικαίωμα να προτείνει πρόστιμα μέχρι το 0,2% του ΑΕΠ σε
οποιοδήποτε κράτος-μέλος δεν κατόρθωσε να τηρήσει την υπόσχεσή του για να μειώσει το δημοσιονομικό έλλειμμα και να το φέρει σταδιακά κάτω του ορίου του 3% του ΑΕΠ. Η Πορτογαλία και η Ισπανία ξεκάθαρα δεν το έκαναν αυτό πέρυσι. Οποιαδήποτε απόφαση από την Κομισιόν να επιβάλλει ένα πρόστιμο θα ήταν οριστική εκτός και αν οι υπουργοί Οικονομικών ήταν σε θέση να συγκεντρώσουν μια πλειοψηφία των δύο τρίτων εναντίον της πρότασης.
Αλλά στις 27 Ιουλίου, η Κομισιόν αποφάσισε να “ακυρώσει” το πρόστιμο και για τις δύο χώρες. Αυτό ήταν έκπληξη, ειδικά στην περίπτωση της Ισπανίας, από τη στιγμή που η υπέρβαση υπήρξε μεγάλη, περίπου 1% του ΑΕΠ.
Άλλη μία έκπληξη ήταν τα δημοσιεύματα, τα οποία δεν διαψεύστηκαν από το Βερολίνο, ότι ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Wolfgang Schaeuble, είχε προσωπικά ζητήσει από τους Επιτρόπους να μην επιβάλλουν πρόστιμο.
Όλα αυτά μαζί, αυτές οι δύο εξελίξεις, σημαίνουν ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας έχει πεθάνει, για δεύτερη φορά.
Η πρώτη φορά ήταν το 2003, όταν και οι τρεις μεγάλες χώρες της ευρωζώνης (Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία), εμφάνισαν ελλείμματα υψηλότερα του 3% του ΑΕΠ. Μέχρι το τέλος του 2003, έγινε σαφές ότι ιδιαίτερα οι Γερμανία και Γαλλία (τότε με ανεργία σε επίπεδο ρεκόρ) δεν ανταποκρινόταν στις δεσμεύσεις για μείωση του ελλείμματος που είχαν κάνει νωρίτερα. Η Κομισιόν πρότεινε να επισπεύσει την διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, πηγαίνοντας στο τελευταίο στάδιο πριν επιβληθεί ένα πρόστιμο. Αυτό ασφαλώς αντιμετώπισε την έντονη αντίδραση της γερμανικής κυβέρνησης, υπό τον Καγκελάριο Gerhard Schroder. Ωστόσο, σε πλήρη αντίθεση με την συμπεριφορά της χθες, η ΚΟμισιόν παρέμεινε ενωμένη, παρά την πίεση από τρία μεγάλα κράτη-μέλη. Η πρόταση της Κομισιόν στη συνέχεια καταψηφίστηκε στο Ecofin, αλλά όχι πριν η Κομισιόν δείξει με έμφαση ότι παίρνει σοβαρά την ευθύνη της ως θεματοφύλακας των Συνθηκών και των Κανόνων τους.
Αλλά αυτή τη φορά ήταν διαφορετικά. Η ΚΟμισιόν έχει ήδη πληγεί από εσωτερικές διαφωνίες για το ζήτημα, με ορισμένους Επιτρόπους να είναι προδιατεθειμένοι να ευνοήσουν μια πολιτικά υποκινούμενη επιείκια έναντι της αυστηρής εφαρμογής των κανόνων. Η παρέμβαση του Schaueble στη συνέχεια έκανε τη διαφορά.
Επιπλέον, η απόφαση να ακυρωθεί το πρόστιμο ήταν σαφώς υποκινούμενη από πολιτικούς λόγους. Το μήνυμα ως εκ τούτου είναι σαφές: οι κανόνες μπορούν να παρακαμφθούν όταν είναι πολιτικά βολικό. Αυτό το επεισόδιο ως εκ τούτου θα έχει ευρύτερες προεκτάσεις. Πρώτα από όλα, όλη η δομή οικονομικής διακυβέρνησης για την ευρωζώνη, έχει καταστεί άνευ νοήματος. Κανένα κράτος-μέλος δεν μπορεί τώρα να του ζητηθεί οποιοδήποτε οικονομικό μέτρο το οποίο η κυβέρνηση που είναι επικεφαλής (εάν υπάρχει καθόλου) κρίνει ότι είναι εναντίον των πολιτικών συμφερόντων εκείνη τη στιγμή.
Επιπλέον, τώρα ξέρουμε τι σημαίνει να έχουμε μια “πολιτική” Κομισιόν. Έχει παραιτηθεί από τον παραδοσιακό της ρόλο ως θεματοφύλακας των συνθηκών. Τωρα θα αντιμετωπίσει μεγάλες δυσκολίες στην προσπάθειά της να υπερασπιστεί τιυς κανόνες της ΕΕ σε πολλές άλλες περιπτώσεις επίσης. Η επόμενη δοκιμασία είναι ήδη σε εξέλιξη: θα πρέπει η Κομισιόν να επιβάλει κρατική βοήθεια και κανόνες bail-in στην περίπτωση της ιταλικής τράπεζας Monte dei Paschi di Siena, κάτι που θα ήταν επίσης εξαιρετικά πολιτικά άβολο για την ιταλική κυβέρνηση;
Η Κομισιόν διαδραματίζει έναν κεντρικό ρόλο στην οικοδόμηση της Ευρώπης. Χωρίς έναν αμερόληπτο θεματοφύλακα των Συνθηκών, η κοινοτική μέθοδος δεν μπορεί να λειτουργήσει. Η ΕΕ ρισκάρει να γίνει ένα χαλαρό πλαίσιο στο οποίο τα κράτη-μέλη παλεύουν για τα δικά τους, βραχυπρόθεσμα, πολιτικά συμφέροντα. Και σε αυτό την περίπτωση, δεν θα υπάρχουν νικητές.