Ιωάννα Μάνδρου
Ποικίλες αντιδράσεις, εντός και κυρίως εκτός Ελλάδος, προκάλεσε η απόφαση του Αρείου Πάγου να αναιρέσει την απαλλαγή του πρώην επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ Ανδρέα Γεωργίου, ο οποίος έπειτα από αυτήν τη δικαστική εξέλιξη κινδυνεύει να βρεθεί κατηγορούμενος για κακούργημα. Οι αντιδράσεις προήλθαν πρωτίστως από την Κομισιόν και από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που εκδήλωσαν την αντίθεσή τους στην αναμόχλευση της ποινικής υπόθεσης για τον κ. Γεωργίου, ενώ υψηλόβαθμος Ευρωπαίος αξιωματούχος, εκφράζοντας τις ευρωπαϊκές αντιδράσεις, δήλωσε στους Financial Times ότι «η κατάσταση είναι ξεκάθαρη, δεν είναι μία ευχάριστη υπόθεση».
Η ποινική εμπλοκή του Ανδρέα Γεωργίου έλαβε τα τελευταία χρόνια πολιτικές διαστάσεις, καθώς συναρτάται με την εφαρμογή στη χώρα μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής (μνημόνια). Κι αυτό γιατί σχετίζεται άμεσα με το ύψος του ελλείμματος του 2009, που αποτέλεσε βασικό δείκτη για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τη λήψη άμεσων μέτρων που αποτυπώθηκαν στο πρώτο μνημόνιο.
Η υπόθεση είχε ξεκινήσει το 2011 με καταγγελίες της Ζωής Γεωργαντά που ήταν παλαιότερα μέλος της ΕΛΣΤΑΤ. Συγκεκριμένα, έκανε λόγο για διόγκωση του ελλείμματος, προκειμένου να μπει η χώρα στον χορό των μνημονίων, επιρρίπτοντας ευθύνες στον τότε επικεφαλής της Αρχής κ. Γεωργίου. Οι δικαστικές αρχές έθεσαν την υπόθεση στο αρχείο, χωρίς να διαπιστώσουν ποινικές ευθύνες στον ίδιο ή σε άλλα μέλη της Αρχής, καθώς η Ευρωπαϊκή Στατιστική Αρχή είχε με δική της ευθύνη πιστοποιήσει το έλλειμμα του 2009.
Ομως το 2013 η υπόθεση ανασύρθηκε από το αρχείο. Οι καταγγελίες περί διόγκωσης του ελλείμματος στηρίχθηκαν εκείνη την περίοδο «φανατικά» από τον τότε πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Γιάννη Αδαμόπουλο. Η μετέπειτα και επί χρόνια διερεύνηση της υπόθεσης έφθασε στο Συμβούλιο Εφετών της Αθήνας, το οποίο με βούλευμά του δεν υιοθέτησε τα περί διόγκωσης, απαλλάσσοντας τον κ. Γεωργίου από την κατηγορία της ψευδούς βεβαίωσης σε βαθμό κακουργήματος, και έκρινε ότι πρέπει να δικαστεί μόνον για το πλημμέλημα της παράβασης καθήκοντος. Η απόφαση του Συμβουλίου Εφετών στηρίχθηκε, πέραν των άλλων, όπως και παλαιότερα, και στην απόφαση της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Αρχής για το ύψος του ελλείμματος του 2009.
Η ανατροπή
Και ενώ η απόφαση του Συμβουλίου Εφετών έδειχνε να κλείνει το θέμα, ήταν ο Αρειος Πάγος, και ειδικότερα το Ποινικό Τμήμα του, που ανέτρεψε αυτά για τα οποία η Δικαιοσύνη μέχρι πρότινος είχε αποφανθεί, υιοθετώντας σχετική πρόταση που είχε υποβάλει η σημερινή εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ξένη Δημητρίου, όταν ήταν ακόμη αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου.
Η απόφαση αυτή, που φέρει εκ νέου τον πρώην επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ αντιμέτωπο με κακουργηματική δίωξη (ότι δηλαδή αυτός διόγκωσε το έλλειμμα και μπήκε η χώρα στο μνημόνιο), όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε, πέραν των δικαστικών συνεπειών της, και πολιτικές αντιδράσεις.
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης με ανακοινώσεις τους εξέφρασαν την αντίδρασή τους, καταγγέλλοντας προσπάθεια να επιρριφθούν ευθύνες σε ένα πρόσωπο για την οικονομική κατάσταση της χώρας το 2009, ενώ οι ευθύνες βρίσκονται αλλού. Η κυβέρνηση υποστήριξε ότι η εκ νέου αναμόχλευση της υπόθεσης σε ποινικό επίπεδο θα δώσει την ευκαιρία να αποκαλυφθούν οι πραγματικές συνθήκες λήψης δημοσιονομικών μέτρων (μνημόνιο) το 2009.
Πέραν των αντιδράσεων, που αφορούν την ουσία του θέματος, η οποία εκφεύγει του ποινικού πλαισίου διερεύνησης των πραγματικών αιτίων για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας πριν από το 2009, η Δικαιοσύνη αναλαμβάνει και πάλι το βάρος να αποτιμήσει μία υπόθεση με αυτονόητες πολιτικές διαστάσεις. Το Συμβούλιο Εφετών, στο οποίο επιστρέφει και πάλι η υπόθεση, είναι ο δικαστικός σχηματισμός που θα κληθεί να κρίνει με όρους ποινικούς μια «βαριά» πολιτική υπόθεση, στη δίνη της οποίας βρέθηκε ο πρώην επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ Ανδρέας Γεωργίου.
Για την ιστορία, και όχι μόνο, θα πρέπει να αναφερθεί ότι ο κ. Γεωργίου διετέλεσε επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ έως το 2015, ενώ για πολλά χρόνια και πριν έρθει στην Ελλάδα είχε προσφέρει τις υπηρεσίες του στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.