Η ρωτοτουρκική Σύνοδος στην Αγία Πετρούπολη στις 9 Αυγούστου είχε στόχο να θάψει το τσεκούρι του πολέμου, αφού η παλαιότερα ισχυρή σχέση των δύο
χωρών, διακόπηκε απότομα όταν η Τουρκία κατέρριψε ένα ρωσικό μαχητικό αεροσκάφος το Νοέμβριο του 2015, με αποτέλεσμα τον θάνατο Ρωσων στρατιωτών.
Η συνάντηση μεταξύ του προέδρου Vladimir Putin και του Τούρκου ομόλογού του Recep Tayyip Erdogan, σηματοδότησε το τέλος της εμπόλεμης ρητορικής και του πολέμου πληροφοριών, και την αρχή των προσπαθειών για την αποκατάσταση αυτού του είδους της αμοιβαίως επωφελούς συνεργασίας στην οικονομία, στην ενέργεια, ακόμη και στην πολιτική, που χαρακτήριζε τις διμερείς σχέσεις στη δεκαετία του 2000.
Αλλά οι υπερβολικά αισιόδοξες προβλέψεις ότι οι ρωσό-τουρκικές σχέσεις θα φτάσουν γρήγορα το επίπεδο της στρατηγικής εταιρικής σχέσης, δεν είναι πιθανό να γίνουν πραγματικότητα, ακόμη και μετά από τους επαίνους του Erdogan προς τον Putin και τις διαβεβαιώσεις του για μια αιώνια φιλία. Εξάλλου, η Μόσχα και η Άγκυρα διαφωνούν ακόμη σε σειρά βασικών ζητημάτων, που κυμαίνονται από την κατάσταση στη Μέση Ανατολή μέχρι την σύγκρουση στην Ουκρανία. Ένας διάλογος για τη Συρία, που ουσιαστικά έμεινε εκτός πεδίου στην Σύνοδο της Αγίας Πετρούπολης, είναι μια θεμελιώδη προϋπόθεση για τον εξορθολογισμό των πολιτικών σχέσεων και η μακροχρόνια προσέγγιση “ας συμφωνήσουμε ότι διαφωνούμε”, απλώς δεν θα την βοηθήσει για πολύ ακόμη.
Και οι δύο ηγέτες στη Σύνοδο τόνισαν την δέσμευσή τους για συνεργασία σε μεγάλης κλίμακας ενεργειακά projects –έναν αγωγό κάτω από τη Μαύρη Θάλασσα και το πρώτο εργοστάσιο πυρηνικής ενέργειας της Τουρκίας- αλλά με βάση τους όρους των συμφωνιών, η Άγκυρα φαίνεται να είναι ο ξεκάθαρος νικητής.
Ένα από τα βασικά σημεία της επίσκεψης του Τούρκου προέδρου στη Ρωσία, ήταν η αναβίωση του project για τον Turkish Stream, τον διάδοχο του αγωγού South Stream κάτω από τη Μάυρη Θάλασσα. Ο South Stream ακυρώθηκε το 2014 εν τω μέσω πολιτικής και νομικής διαφωνίας με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Ωστόσο, οι Τούρκοι ακόμη επιμένουν να έχουν μόλις μία γραμμή του Turkish Stream αντί των προγραμματισμένων τεσσάρων, κάτι που δεν ικανοποιεί τα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα είτε του Κρεμλίνου ή της Gazprom. Με βάση το αρχικό σχέδιο, μία γραμμή προοριζόταν για να προμηθεύει την ίδια την Τουρκία, ενώ οι άλλες τρεις θα διέρχονταν του τουρκικού εδάφους μέχρι τα σύνορα με την Ελλάδα και θα προμήθευε τους Ευρωπαίους καταναλωτές. Αλλά ακόμη και πριν από την κατάρρευση του αεροσκάφους, οι Τούρκοι εταίροι της Gazprom προσπαθούσαν να περιοριστεί το project σε έναν αγωγό, για την Τουρκία μόνο. Το project ήταν ουσιαστικά αδρανές ακόμη και προτού παγώσει το Νοέμβριο, ύστερα από την κατάρρευση του αεροσκάφους.
Κατασκευάζοντας μόνο μία γραμμή του Turkish Stream με χωρητικότητα 15,75 δισ. κυβικών μέτρων –περίπου το ένα τέταρτο της προγραμματισμένης συνολικής παραγωγικότητας των τεσσάρων γραμμών- είναι μια εξαιρετικά δαπανηρή και όχι πολύ επικερδής επιλογή για την Gazprom, η οποία και πάλι θα πρέπει να επενδύσει βαθιά για την κατασκευή του αγωγού κατά μήκος του πυθμένα της Μαύρης Θάλασσας και στην επίγεια υποδομή. Επιπλέον, η Gazprom θα έπρεπε να πουλήσει το ρωσικό αέριο στην Τουρκία με σημαντική έκπτωση, κάτι που συμφωνήθηκε από την αρχή της κατασκευής.
Η κρατική τουρκική Botas Corporation από την άλλη πλευρά, θα είναι σε θέση να αγοράσει αέριο με σημαντική έκπτωση και να αποκτήσει και σημαντικές εκπτώσεις διέλευσης όταν ξεκινήσει ο αγωγός.
Η αναβίωση άλλου ενός παγωμένου, μεγάλης κλίμακας ρωσοτουρκικού project –το Εργοστάσιο Πυρηνικής Ενέργειας Akkuyu στη Νότια Τουρκία, που πρόκειται να κτιστεί, να ανήκει και να λειτουργεί από μια θυγατρική της ρωσικής κρατικής ατομικής ενέργειας Rosatom, με άνω των 22 δισ. δολαρίων σε επενδύσεις- φέρει επίσης σημαντικούς οικονομικούς και πολιτικούς κινδύνους για την Ρωσία. Σύμφωνα με μια έκθεση του 2012 από το Ρωσικό Ινστιτούτο Ενεργειακών Προβλημάτων, το project δεν είναι προς το συμφέρον της Ρωσίας. Το report προβλέπει ότι ενώ οι τουρκικές κατασκευαστικές θα λάβουν το ήμισυ των επενδύσεων (περισσότερα από 11 δισ. δολάρια), η Τουρκία δεν θα αναλάβει καμία οικονομική υποχρέωση με βάση τη σύμβαση, και το project θα χρηματοδοτείται πλήρως από τη ρωσική εταιρεία (μεταξύ άλλων και με εν δυνάμει πληρωμές από τον κρατικό προϋπολογισμό).
Επιπλέον, οι ρωσικές επενδύσεις κινδυνεύουν να παγώσουν εξαιτίας καθυστερήσεων στις κατασκευές, διακοπή λειτουργίας του αντιδραστήρα από τις τουρκικές ρυθμιστικές αρχές, τοπικές διαμαρτυρίες, και αδύναμες γραμμές μεταφοράς ενέργειας, μεταξύ άλλων παραγόντων. Η ρωσική εταιρεία επίσης φέρει το βάρος της ασφάλισης από τους κινδύνους για τη λειτουργία του εργοστασίου.
Εκτός από όλα αυτά, οι αποδόσεις του επενδυτικού σχήματος κάθε άλλο παρά ξεκάθαρες είναι. Οι τιμές ενέργειας είναι προκαθορισμένες για τουλάχιστον 25 χρόνια, κάτι που δεν λαμβάνει υπόψη τον πληθωρισμό, τις αυξήσεις των τιμών, τις διακυμάνσεις των ισοτιμιών ή άλλες οικονομικές και πολιτικές αναταραχές. Μια τέτοια προσέγγιση έρχεται σε αντίθεση με την αποδεκτή διεθνή πρακτική της ίδιας της κατασκευής και λειτουργίας εργοστασίων πυρηνικής ενέργειας, στην οποία οι τιμές ενέργειας γενικώς δεν είναι καθορισμένες σε δολάρια, πόσο μάλλον για αρκετές δεκαετίες στο μέλλον.
Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι η Άγκυρα έχει και πάλι καταφέρει να μετατρέψει την εξομάλυνση των διμερών σχέσεων καθαρά υπέρ της, όπως έκανε στα τέλη της δεκαετίας του 2000. Μία από τις πιο επώδυνες συνέπειες του επταμηνιαίου ψυχρού πολέμου για την Τουρκία ήταν το εμπάργκο που είχε επιβάλει η Ρωσία στις τουρκικές εξαγωγές τροφίμων. Σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, οι κυρώσεις προϊόντων αντιστοιχούσαν σε 1 δισ. δολάρια τουρκικών εξαγωγών στη Ρωσία για την αντίστοιχη περίοδο του 2015.
Τούρκοι αξιωματούχοι έχουν δηλώσει ότι το εμπάργκο δεν θα αρθεί μέχρι το τέλος του 2016. Ο οργανισμός καταναλωτών της Ρωσίας, Rospotrebnadzor, δεν βλέπει κανένα λόγο για την πλήρη άρση του εμπάργκο, και ο Ρώσος υπουργός Γεωργίας Alexander Tkachev δήλωσε στα μέσα Ιουλίου ότι η κυβέρνηση δεν σχεδίαζε να άρει το εμπάργκο τροφίμων εναντίον της Τουρκίας κάποια στιγμή στο άμεσο μέλλον “διότι δεκάδες, εκατοντάδες παραγωγοί γεωργικών προϊόντων ανά την χώρα πίστεψαν και άκουσαν την κυβέρνηση και γέμισαν τη ρωσική αγορά με εγχώρια προϊόντα”.
Φαίνεται λοιπόν ότι “η αποκατάσταση των σχέσεων στα προ κρίσης επίπεδα” σημαίνει να επιστρέψουμε απλώς στα παλαιά προβλήματα που έχουν τώρα συμπληρωθεί με τις μνήμες του ψυχρού πολέμου των επτά μηνών.
Πριν από την κατάρρευση, οι διμερείς σχέσεις αναπτύσσονταν συχνά σε συνδυασμό με την αντί-δυτική ρητορική. Η Άγκυρα βλέπει τις σχέσεις της με τη Μόσχα ως ευεργετικές τόσο από οικονομικής όσο και από γεωπολιτικής πλευράς, και επέλεξε να συνταχθεί με την Ρωσία μόνο όταν η εξωτερική πολιτική της Μόσχας ενέτεινε τις σχέσεις της με την Δύση. Η Τουρκία επέκτεινε την συνεργασία της με την Ρωσία μετά από την ένοπλη σύγκρουση στη Νότια Οσετία το 2008, και στα επόμενα δύο χρόνια η Ρωσία και η Τουρκία υπέγραψαν σημαντικές συμφωνίες που επέτρεψαν στους πολιτικούς και στις δύο πλευρές, να μιλούν για “στρατηγική εταιρική σχέση”, με παραδείγματα όπως το πυρηνικό εργοστάσιο Akkuyu και τα ταξίδια χωρίς βίζα, κάτι που επίσης εξυπηρέτησε κυρίως τα τουρκικά συμφέροντα: οι θεωρήσεις βίζας δεν ήταν ποτέ μια ταλαιπωρία για τους Ρώσους τουρίστες, καθώς εκδίδονταν κατά την άφιξη, ενώ για την Τουρκία ήταν ένας άλλος τρόπος να διατηρήσει την ηγετική της θέση στην τουρκική αγορά της Ρωσίας.
Εάν αυτές οι “καθοριστικές συμφωνίες”, όπως τις χαρακτήρισαν τα MME, ωφέλησαν την Τουρκία περισσότερο από την Τουρκία, είναι διότι η Ρωσία μεταχειρίστηκε τα μεγάλης κλίμακας τουρκικά projects ως κυρίως πολιτικές επενδύσεις. Στο αποκορύφωμα της σύγκρουσης Ρωσίας-Δύσης για την Ουκρανία το 2014, η Τουρκία δεν συντάχθηκε με τις ευρωπαϊκές και αμερικανικές κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας.
Τελικά όμως, ο μηχανισμός αντιστάθμισης για διαφορετικές θέσεις σε βασικά παγκόσμια θέματα χρησιμοποιώντας “καθοριστικά projects”, ατόνησε το 2015, και η ομαλοποίηση των διμερών σχέσεων αφότου ο Erdogan έστειλε επιστολή τον Ιούνιο στον Putin εκφράζοντας την λύπη του για την κατάρριψη του αεροπλάνου, είναι μια σκληρή απεικόνιση αυτού. Και το ίδιο το περιστατικό με το αεροπλάνο, απέδειξε πολύ καθαρά, πόσο γρήγορα η Μόσχα και η Άγκυρα μπορούν να υποβαθμίσουν τις διμερείς σχέσεις από μια στρατηγική συνεργασία σε σοβαρή πολιτική και οικονομική αντιπαράθεση.
capitalgr