Τον Δεκέμβριο του 2015, τα 164 κράτη-μέλη του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) επίσημα δεν ανανέωσαν εντολή να συνεχιστούν οι συνομιλίες
της Ντόχα (Doha round) που από την πολιτικά και επικοινωνιακά θορυβώδη έναρξή τους το 2001, με στόχευση τη μείωση των εμπορικών εμποδίων και τον επανακαθορισμό των αγροτικών επιδοτήσεων, είχαν τροφοδοτήσει τις ελπίδες των θερμών υποστηρικτών της παγκοσμιοποίησης και όσων πίστεψαν ότι οι μεγάλες πολυκρατικές συμφωνίες (multilateral agreements) του Γύρου της Ουρουγουάης, οι οποίες το 1995 οδήγησαν στη δημιουργία του ίδιου του ΠΟΕ, θα μπορούσαν να διαρκέσουν μέσω μιας νέας προοπτικής.
Η «μάχη του Σιάτλ», από τα μεγαλειώδη κινήματα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση, το 1999, είχε ακυρώσει τη συνάντηση του G20, γνωστή ως Μillennium Round. Μετά δύο χρόνια, στην Ντόχα (Κατάρ), η συζήτηση οργανώνεται πάλι ως συνάντηση του ΠΟΕ. Τώρα το κίνημα έχει υποχωρήσει. Η 11η Σεπτεμβρίου στην Αμερική αποτέλεσε σημείο-τομή στην ιστορία των κινημάτων κατά των πολυεθνικών και του κεφαλαίου.
Ομως, μετά την πρωτόγνωρη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και τη συνάντηση του G20 στην Ουάσινγκτον και παρά τους όρκους των υπουργών Οικονομικών, ότι οι πολιτικές τους θα συνεχίσουν να υπηρετούν την παγκοσμιοποίηση, εξισορροπώντας τις παλιές καπιταλιστικές οικονομίες με τις αναδυόμενες και τις εντεινόμενες εντάσεις μεταξύ των εθνικών οικονομιών που δεν μπορούσαν να έχουν τα ίδια αποτελέσματα από το ελεύθερο εμπόριο και την κίνηση του κεφαλαίου, η αναπόφευκτη στροφή στα εθνικά συμφέροντα έμοιαζε να ξαναγυρίζει ιστορικά τον παγκόσμιο χάρτη σε νέες πολιτικές και οικονομικές σηματοδοτήσεις, με χαρακτηριστικό την Ε.Ε. να κλείνεται περισσότερο αμυνόμενη στην κρίση. Το Brexit ενδυναμώνει την πολιτική νοηματοδότηση της κρίσης του 2008 και του συνεπαγόμενου «θανάτου της Ντόχα».
Το αδιέξοδο των συνομιλιών της Ντόχα ήταν μια αναπόδραστη κατάληξη και επιδιωκόμενη από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η νέα στρατηγική των ΗΠΑ δεν θέλει να αλλάξει την πολιτική της για τις αγροτικές επιδοτήσεις και επιπλέον θέλει να προχωρήσει τις διακρατικές εμπορικές συμφωνίες με γεωγραφικά ομοειδείς ομάδες κρατών, όπως αυτή των 10 κρατών του Ειρηνικού αλλά και της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που εμπεριέχουν τις οικονομικές της προτεραιότητες αλλά και την απευθείας πολιτική και οικονομική επιτήρηση μέσω των επενδύσεων.
Σήμερα, η παγκόσμια οργάνωση της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης δεν αφήνει περιθώρια για μοιραίες αποφάσεις, όπως το τέλος του πρώτου κύματος της παγκοσμιοποίησης που έληξε με τον τραγικό Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (Can the G20 save globalisation?, A. Sapir, 2012, Brugel), αφού σημαντικοί παγκόσμιοι θεσμοί, όπως ο ίδιος ο ΠΟΕ και το ΔΝΤ έχουν αναλάβει τον σημαντικό ρόλο λείανσης των διαφορών και δημιουργίας πολιτικών και στρατηγικών γεφυρώσεων, όπως, για παράδειγμα, το σύστημα της «έγκαιρης ειδοποίησης» που λειτουργεί στο πλαίσιο του ΠΟΕ και υποχρεώνει μια χώρα να ενημερώσει έγκαιρα στην περίπτωση που σκοπεύει να αλλάξει μια πολιτική ελεύθερου εμπορίου, αλλά και η πρόσφατη κοινοποίηση αιτήματος της Ε.Ε. και των ΗΠΑ για διαβουλεύσεις με την Κίνα για τα θέματα δασμών και εξαγωγής πρώτων υλών.
Στην αίτησή της προς τον ΠΟΕ, η Ε.Ε. ισχυρίζεται ότι οι δασμοί, οι ποσοστώσεις και άλλοι περιορισμοί είναι ασύμβατοι με το πρωτόκολλο προσχώρησης της Κίνας στον ΠΟΕ. Το αίτημα της Ε.Ε. ακολουθεί ένα παρόμοιο που κατατέθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Τα αιτήματα εναντίον της Κίνας για αθέμιτες εμπορικές πρακτικές στηρίζονται στο γεγονός ότι «η Κίνα έχει θέσει μια σειρά από εξαγωγικούς περιορισμούς, μεταξύ άλλων εξαγωγικούς δασμούς και ποσοστώσεις εξαγωγής, που περιορίζουν την πρόσβαση σε αυτά τα προϊόντα σε εταιρείες εκτός Κίνας», όπως υποστηρίζει στην ανακοίνωσή της η Κομισιόν.
Ανάμεσα στις πρώτες ύλες που αποτελούν μέρος αυτών των περιορισμών είναι «ο γραφίτης, το κοβάλτιο, ο χαλκός, ο μόλυβδος, το χρώμιο, η μαγνησία, ο τάλκης, το ταντάλιο, ο κασσίτερος, το αντιμόνιο και το ίνδιο. Ορισμένες από αυτές τις πρώτες ύλες […] συγκαταλέγονται μεταξύ των είκοσι πρώτων υλών που αναγνωρίστηκαν το 2013 ως καίριας σημασίας για την οικονομία της Ευρώπης […]».
Εν πολλοίς, επείγει μια βαθιά και πολυεπίπεδη πολιτική εξέταση και εκτίμηση όλων των θεμάτων της παγκοσμιοποίησης, των συμφωνιών, των στρατηγικών. Μια κατανόηση του εξαιρετικά απαιτητικού αυτού περιβάλλοντος θα συμβάλει αποφασιστικά στην κινηματική αλλά και κυβερνητική αντιμετώπιση της σημερινής στρατηγικής της Ε.Ε., των ΗΠΑ και του Καναδά για τις εμπορικές συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου, γνωστές ως TTIP και CETA αντιστοίχως. (Η ΤiSA, εμπορική συμφωνία για τις υπηρεσίες είναι διαφορετική για πολλούς λόγους, κυρίως ως προς τα μέλη της που είναι 23 συμπεριλαμβανομένης και της Ε.Ε.)
Καμία από τις δύο μεγάλες εμπορικές συμφωνίες, η CETA και η ΤTIP, δεν έχει στέρεο έδαφος στην Ευρωπαϊκή Ενωση πια. Επιβεβαιώνεται η αντίδραση της εκπροσώπου του Die Linke προς τη θέση του Γιούνκερ ότι για την CETA, ως «μικτή συμφωνία», δεν θα χρειαστεί η γνώμη των εθνικών Κοινοβουλίων.
Η Ε. Κλάους τού είπε ότι δεν κατάλαβε τίποτα από τον «πυροβολισμό» των Αγγλων με το Brexit. To ολλανδικό κοινοβούλιο και το κοινοβούλιο της Βαλλονίας δεν συμφωνούν με την προσωρινή εφαρμογή της CETA. Ούτε οι Βούλγαροι και οι Ρουμάνοι υπογράφουν αν δεν τους δοθεί άδεια εισόδου στον Καναδά χωρίς βίζα.
Η TTIP είναι ακόμα πιο πολύπλοκη υπόθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η αξιοποίηση του άρθρου 218 (11) της Συνθήκης, που αναφέρει τη δυνατότητα ενός κράτους-μέλους να ζητήσει από το δικαστήριο να γνωμοδοτήσει αν μια συμφωνία είναι συμβατή με τις Συνθήκες, δεν αρκεί. Το Δικαστήριο αποφεύγει να πάρει θέση. Επιπλέον, η διαδικασία αυτή είναι κλειστή.
Δεν κοινοποιούνται οι γνώμες των δικαστών. Μόνο η τελική απόφαση δημοσιεύεται από μια διαδικασία απαγορευτική στη δημόσια ακρόαση. Η απόφαση του προέδρου της ελληνικής Βουλής, να κοινοποιήσει επιστολή στους ομολόγους του για το θέμα των εμπορικών συμφωνιών (TTIP, CETA, TiSA), μπορεί να είναι η αρχή μιας ευρύτερης πολιτικής εκκίνησης γι’ αυτά τα κρίσιμα θέματα.
*πολιτική επιστήμων, δρ Επιστήμης της Πληροφορίας
efsyn.gr