Την πυκνότητα των εξελίξεων και τα διακυβεύματα αναλύει ο διδάκτωρ ανθρωπολογίας του Princeton Νίκος Μιχαηλίδης
Η εισβολή του Σαντάμ Χουσεϊν στο Κουβέιτ το καλοκαίρι του 1990 αποτέλεσε την αρχή του τέλους για το καθεστώς και την χώρα του. Η επέμβαση του διεθνούς
συνασπισμού δυνάμεων υπό την ηγεσία των ΗΠΑ κατά του Μπααθικού καθεστώτος και η απαγόρευση πτήσεων στο βόρειο Ιράκ έριξε τον σπόρο για την σταδιακή συγκρότηση «κουρδικού κράτους» και την τριχοτόμηση της χώρας. Έτσι σήμερα στο άλλοτε ενιαίο Ιράκ, παρά το ότι δεν έχουν ακόμα αποκτήσει σαφή διεθνή νομική υπόσταση υπάρχουν και λειτουργούν μια κουρδική, μια σουνιτική και μια σιιτική πολιτική οντότητα.
Μερικά χιλιόμετρα δυτικά, ο πόλεμος που μαίνεται στη Συρία από το 2011 έχει ουσιαστικά διαμελίσει την χώρα. Έπειτα από σφοδρές μάχες με τον ΙΣΙΣ, στην περιοχή της Ροζάβα, στην βόρεια Συρία έχει αναδειχθεί μια εν δυνάμει αυτόνομη ζώνη που κατοικείται κυρίως από Κούρδους. Οι οργανώσεις τους εμπνέονται από τις ιδέες του φυλακισμένου Κούρδου ηγέτη Αμπντουλάχ Οτσαλάν ο οποίος, υπερβαίνοντας την λογική του εθνικού κράτους, δημιούργησε το πολιτικό όραμα της δημοκρατικής αυτονομίας και συνομοσπονδίας για ολόκληρο τον κουρδικό πληθυσμό της Μέσης Ανατολής.
Όπως το Ιράκ έτσι και η Συρία φαίνεται πως θα είναι δύσκολο να διατηρηθεί ως ενιαίο κράτος ακόμα και υπό καθεστώς ομοσπονδίας, παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις όλων των εμπλεκομένων. Η αυταρχική διακυβέρνηση των μπααθικών καθεστώτων, οι κοινωνίες των οποίων χαρακτηρίζονταν από εθνοτική και θρησκευτική ποικιλία, παρήγαγαν διαρκείς κρίσεις και εντάσεις στο εσωτερικό τους αλλά και με γειτονικά κράτη. Αυτό τα κατέστησε περισσότερο ευάλωτα και σε έξωθεν παρεμβάσεις. Έτσι σταδιακά το Ιράκ και η Συρία οδηγήθηκαν σε εσωτερική αποσταθεροποίηση και de facto πολιτικό διαμελισμό.
Οι Τουρκικές φοβίες
Η στάση των τουρκικών κυβερνήσεων απέναντι στις εξελίξεις στο Ιράκ και στην Συρία επηρεαζόταν πάντα από τους φόβους για την δική τους κρατική ενότητα και κυριαρχία. Οι “μπααθιστές” της Μικράς Ασίας, οι Κεμαλικοί, είχαν επιβάλλει για δεκαετίες ένα καθεστώς διαρκούς βίας, φόβου και απαγορεύσεων προκειμένου, κατά την αντίληψή τους, να κρατήσουν ενωμένη την χώρα. Οι τουρκικές κρατικές υπηρεσίες γνώριζαν καλύτερα από όλους τον υψηλότατο βαθμό εθνοτικής, θρησκευτικής και γλωσσικής ετερογένειας του πληθυσμού της επικράτειάς τους. Η γεωγραφική ζώνη που από το 1923 και έπειτα ονομάστηκε Τουρκία κατοικείται σήμερα από περίπου εβδομήντα δύο εθνοτικές και γλωσσικές ομάδες, ενώ παράλληλα το θρησκευτικό χάσμα μεταξύ Σουνιτών και Αλεβιτών έχει διευρυνθεί τα τελευταία χρόνια λόγω κυρίως των λανθασμένων πολιτικών της σουνιτικής κυβέρνησης Ερντογάν.
Έτσι οι τουρκικές κυβερνήσεις από την δεκαετία του 1990 αντιτάσσονταν ακόμα και στην πιθανότητα ομοσπονδιοποίησης του Ιράκ και δήλωναν σε αυστηρούς τόνους πως η πλούσια σε πετρέλαιο περιοχή του Κιρκούκ δεν πρέπει ποτέ να περάσει στα χέρια των Κούρδων. Αυτές ήταν τότε οι “κόκκινες γραμμές” της Άγκυρας οι οποίες με την πάροδο του χρόνου παραβιάστηκαν και εξαφανίστηκαν. Στο βόρειο Ιράκ υπάρχει πλέον η “Περιφερειακή Διοίκηση του Ιρακινού Κουρδιστάν” που λειτουργεί de facto ως ένα κουρδικό κράτος. Το 2010 η Τουρκία άνοιξε προξενείο στο Ερμπίλ, την πρωτεύουσα του «κουρδικού κράτους». Επιπλέον τον Ιούνιο του 2014 η πετρελαιοφόρα περιοχή του Κιρκούκ πέρασε σε κουρδικό έλεγχο.
Η Τουρκία είχε αντιταχθεί στην ανάδειξη αυτόνομης κουρδικής οντότητας στο Βόρειο Ιράκ γιατί φοβόταν πως αυτή θα αποτελούσε πόλο ιδεολογικής και πολιτικής έλξης για τον δικό της κουρδικό πληθυσμό. Αυτή η ανησυχία δεν ήταν αβάσιμη. Μια άλλη χώρα που είχε αντιταχθεί στην πιθανότητα ομοσπονδιοποίησης του Ιράκ ήταν η Σαουδική Αραβία, φοβούμενη την ανάδειξη μιας σιιτικής πολιτικής οντότητας στα σύνορά της. Μέσα σε είκοσι πέντε χρόνια αυτά τα οποία θεωρούνταν εφιαλτικά σενάρια για τις δύο σουνιτικές δυνάμεις, η ίδρυση κουρδικής και σιιτικής πολιτικής οντότητας, αποτελούν σήμερα δεδομένα της πολιτικής ζωής της Μέσης Ανατολής.
Μια νέα πραγματικότητα
Η κατάρρευση των παλιών συνόρων σε αυτή την περιοχή του πλανήτη είναι πλέον μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα. Το ερώτημα είναι αν οι πολιτικές ελίτ της Τουρκίας είναι σε θέση να την διαχειριστούν ορθολογικά χωρίς να παρασυρθούν από τους γνωστούς τυχοδιωκτικούς μεγαλοϊδεατισμούς οι οποίοι θα την οδηγήσουν σε μακροχρόνια αστάθεια και παρακμή. Θα ήταν ουτοπικό η τουρκική ηγεσία να ελπίζει πως οι κουρδικές πολιτικές οργανώσεις της Μέσης Ανατολής θα πάψουν να εμπνέονται από τα ιδανικά της δημοκρατικής αυτονομίας και αυτοδιοίκησης αλλά και της ανεξαρτησίας, ακόμα και αν κάποια από αυτά τα ιδανικά δεν είναι άμεσα εφαρμόσιμα. Επιπλέον θα συνιστούσε αλαζονεία και αμετροέπεια να πιστεύει πως είναι σε θέση να αντιστρέψει με στρατιωτικά μέσα τις δημοκρατικές κατακτήσεις των κουρδικών οργανώσεων στην Ροζάβα. Η φλόγα ενός ελεύθερου και δημοκρατικού μέλλοντος δεν μπορεί πλέον να σβήσει. Η κουρδική αυτονομία θα μπορούσε ίσως να καθυστερήσει βραχυπρόθεσμα αλλά δύσκολα θα ματαιωθεί.
Παρόλα αυτά και σύμφωνα με πληροφορίες που επικαλούνται σε πρόσφατο δημοσίευμα τους οι New York Times, ο κ.Ερντογάν φέρεται εδώ και μήνες να είχε δώσει εντολή προετοιμασίας εισβολής στη Συρία προκειμένου να αναιρέσει τα κουρδικά κεκτημένα στην περιοχή. Όμως σημαντικό τμήμα των Τούρκων αξιωματικών που πολεμούσαν για χρόνια εναντίον των Κούρδων στις νοτιοανατολικές επαρχίες ήταν αντίθετοι σε μια τέτοια επιχείρηση στη Συρία και προκειμένου να την εμποδίσουν προέβησαν σε απόπειρα πραξικοπήματος. Αυτό παρείχε στον κ.Ερντογάν την χρυσή ευκαιρία να εκκαθαρίσει από το στράτευμα όλους όσους ήταν αντίθετοι σε επέμβαση στην Συρία. Δεν είναι τυχαίο ότι επικεφαλής των πραξικοπηματιών φέρεται να ήταν ο ταξίαρχος Σεμίχ Τερζί ο οποίος περιγράφεται ως ο πιο σθεναρός πολέμιος της πιθανότητας εισβολής στην Συρία και έχει δολοφονηθεί. Αντίθετα επικεφαλής των επιχειρήσεων εισβολής τέθηκε ο στρατηγός Ζεκάι Ακσάκαλι ο οποίος λέγεται πως έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην αποτροπή του πραξικοπήματος.
Κατεστραμένο τουρκικό αστυνομικό τμήμα από έκρηξη παγιδευμένου οχήματος
Παρά τις συγκεχυμένες πληροφορίες και την επιθετική ρητορική και προπαγάνδα της ισλαμικής ηγεσίας και τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις, μετά την απόπειρα πραξικοπήματος οι δομές του τουρκικού κράτους μπήκαν σε φάση σταδιακής αποσύνθεσης. Η κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης, οι μαζικές εκκαθαρίσεις στον στρατό, στις υπηρεσίες πληροφοριών, στην αστυνομία, στο δικαστικό σώμα και σε άλλες δημόσιες υπηρεσίες έχουν προκαλέσει σοβαρές δυσλειτουργίες και κενά στον κρατικό μηχανισμό. Επιπλέον έχει χαθεί η εμπιστοσύνη μεταξύ στελεχών της δημόσιας διοίκησης και η καχυποψία υπονομεύει την συνεργασία, την ομοψυχία και την παραγωγικότητα. Στο υπάρχον πολιτικό και ιστορικό πλαίσιο η απόφαση για άσκηση στρατιωτικής βίας εκ μέρους του τουρκικού στρατού δεν είναι σημάδι ισχύος αλλά ένδειξη περαιτέρω αδυναμίας, πανικού και απονομιμοποίησης.
Έτσι, η πρόσφατη χολιγουντιανού τύπου τουρκική εισβολή στη Συρία δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε παραπλανητικά συμπεράσματα. Παρά το ότι πιθανόν θα προσφέρει πρόσκαιρη ανακούφιση στο καθεστώς Ερντογάν και θα συμβάλει στην μερική ανόρθωση του ηθικού και του κύρους των τραυματισμένων ενόπλων δυνάμεων, η παρέμβαση του τουρκικού στρατού δεν φαίνεται να μπορεί μακροπρόθεσμα να δημιουργήσει σημαντικά πολιτικά αποτελέσματα στη Μέση Ανατολή παρά την περί του αντιθέτου έντονη προπαγανδιστική εκστρατεία από πλευράς τουρκικών κυβερνητικών ΜΜΕ.
Επιπλέον, η συμφωνημένη και χωρίς συγκρούσεις αντικατάσταση του ΙΣΙΣ με τζιχαντιστές της Αλ-Νούσρα στην πόλη Τζεράπλους δεν πείθει την διεθνή κοινή γνώμη ούτε και τους τοπικούς δρώντες για την ειλικρίνεια των τουρκικών προθέσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι παρά τις υποστηρικτικές δηλώσεις λίγων ξένων ηγετών της Δύσης, οι αντιδράσεις του διεθνούς τύπου είναι μέχρι τώρα από επιφυλακτικές και ουδέτερες έως αρνητικές και κινούνται στην κατεύθυνση αποδόμησης των τουρκικών κυβερνητικών επιχειρημάτων. Όπως δήλωσε η βουλευτής της αντιπολίτευσης Σελίν Σαγιέκ Μποκέ, αν η σουνιτική κυβέρνηση του ΑΚΡ επιθυμεί να πείσει ότι καταπολεμάει τους τζιχαντιστές θα πρέπει να ξεκινήσει από την επικράτειάς της. Το να προπαγανδίζεις ότι πολεμάς τους τζιχαντιστές στη Συρία ενώ τους αφήνεις να δρουν ελεύθερα μέσα στην δική σου επικράτεια είναι τουλάχιστον υποκριτικό και ύποπτο. Το ηγετικό στέλεχος του ΡΚΚ Μουράτ Καράγιλαν προέβη μάλιστα σε μια εξαιρετικής σημασίας δήλωση που πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη από τα κράτη της ΕΕ, τις ΗΠΑ αλλά και την Ρωσία. Προειδοποίησε πως ο έλεγχος της Τζεράπλους από την Τουρκία κρατάει ανοιχτούς τους διαδρόμους μετακίνησης των τζιχαντιστών οι οποίοι θα μπορούν τώρα πιο εύκολα να μεταβούν σε κάποια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα μέσω Κωνσταντινούπολης. Και μέσα σε όλα αυτό το χάος ήρθε και πάλι απειλητική προειδοποίηση προς την ΕΕ από την τουρκική κυβέρνηση για την άρση των θεωρήσεων βίζας η οποία σαφώς θα διευκόλυνε την μετακίνηση εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών της Τουρκίας που έχουν ήδη αρχίσει να ζητούν άσυλο σε ευρωπαϊκές χώρες. Μαζί βέβαια με τους αιτούντες άσυλο θα μπορούσαν να περάσουν και αρκετοί τζιχαντιστές με τουρκικά διαβατήρια. Η τουρκική ηγεσία βρίσκεται σε πανικό και απειλεί τους πάντες.
Επίσης η Τουρκία δεν είναι σε θέση να ανατρέψει μακροπρόθεσμα τα δεδομένα επί του εδάφους γιατί πέρα από την άσκηση βίας δεν διαθέτει μια επεξεργασμένη θεωρία και ένα δημοκρατικό κοινωνικό και πολιτικό όραμα που να εμπνέει τους πληθυσμούς της περιοχής και δεν αποτελεί χώρα-παράδειγμα προς μίμηση. Δεν διαθέτει καμία πολιτική νομιμοποίηση. Το μόνο “όραμα” που παρέχει είναι περισσότερη προσευχή, παιδική εργασία, καθόλου δημοκρατία, ανεργία και τρομακτική κοινωνική ανισότητα, διαφθορά, βία, δολοφονίες, μεγαλύτερα χρέη, φυλακίσεις, απαγόρευση ελέγχου γεννήσεων και περισσότερα παιδιά για τις γυναίκες. Η χώρα αυτή δεν διαθέτει συμβολικό κεφάλαιο ενώ οι μαζικές διώξεις και αποχωρήσεις κοινωνικών επιστημόνων από τουρκικά πανεπιστήμια θα την βυθίσουν πιο βαθιά στο φονταμενταλιστικό σκοτάδι.
Αντίθετα το καθεστώς δημοκρατικής αυτονομίας της κουρδικής Ροζάβα αποτελεί μια πρωτόγνωρη εμπειρία για τους κατοίκους όλης της περιοχής που έλκει ιδιαίτερα τις νεότερες γενιές. Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξουμε πως το μοντέλο πλουραλιστικής δημοκρατίας στην περιοχή το χτίζει βήμα βήμα η κουρδική νεολαία της Ροζάβα. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι μέσα στο χάος της καταστροφής, έθεσαν ως προτεραιότητά τους την ίδρυση πανεπιστημίου με σχολές κοινωνικής επιστήμης. Η τουρκική επίθεση κατά κουρδικών εδαφών συνιστά επίθεση στην δημοκρατία και στον πλουραλισμό αλλά και στα πνευματικά του θεμέλια, τον ορθό λόγο και την επιστήμη καθώς και την επιθυμία και προσπάθεια των ανθρώπων να κατανοούν τους εαυτούς τους και να ορίζουν τις ζωές τους.
Η σημερινή ισλαμική ηγεσία της γειτονικής χώρας καλό θα ήταν να διδαχθεί και από την ιστορική εμπειρία του αγώνα για την ελληνική ανεξαρτησία πριν από δύο αιώνες που σηματοδότησε την αρχή του τέλους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο πόθος για ελευθερία και δικαιοσύνη έχει πολλές φορές στην ιστορία νικήσει στρατιωτικά ανώτερους αλλά ηθικά κατώτερους αντιπάλους. Η εποχή της Οθωμανικής αποικιοκρατίας έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί και θα ήταν χρήσιμο το ισλαμικό κόμμα της Τουρκίας και οι ιδεολογικές παραφυάδες του να πάψουν να καλλιεργούν την νέο-αυτοκρατορική επεκτατική ιδεολογία στις μάζες των ψηφοφόρων τους. Θα βοηθήσει την χώρα η εκ νέου ερμηνεία του ιστορικού της παρελθόντος καθώς και η ανανοηματοδότηση του παρόντος και του μέλλοντός της. Μόνο έτσι θα καταφέρουν να επανασχεδιάσουν τους θεσμούς και το πολιτικό τους σύστημα με τρόπο δημοκρατικό και πλουραλιστικό.
Τέλος εποχής
Έχει πλέον καταστεί σαφές ότι ο κεμαλισμός και το πολιτικό Ισλάμ είναι χρεωκοπημένες ιδεολογίες που δεν υπόσχονται ένα δημοκρατικό και σταθερό μέλλον για τους λαούς της Τουρκίας και της Μέσης Ανατολής. Αν η τουρκική ηγεσία πραγματικά επιθυμεί να ανορθώσει την χώρα τότε θα πρέπει να εγκαταλείψει τον επεκτατικό μεγαλοϊδεατισμό και την κουρδοφοβία της και να ξεκινήσει ειρηνευτικές συνομιλίες με τον δικό της κουρδικό πληθυσμό για τον ουσιαστικό εκδημοκρατισμό του πολιτικού συστήματος. Η εισβολή στην Συρία και η άμεση και βαθύτερη πλέον εμπλοκή της Τουρκίας στον συριακό πόλεμο συνιστά ενέργεια που παραβιάζει κατάφωρα κανόνες του διεθνούς δικαίου και δεν πρόκειται να επιφέρει πολιτικά οφέλη αλλά μόνο ζημίες. Οι καθημερινές πλέον εκρήξεις από επιθέσεις σε αστυνομικά τμήματα και σε στρατόπεδα της Τουρκίας, η πρόσφατη επίθεση στην αυτοκινητοπομπή του αρχηγού της αντιπολίτευσης Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου στην περιοχή του ανατολικού Πόντου καθώς και άλλα αμέτρητα περιστατικά καθημερινής πολιτικής βίας και θανάτων σε ολόκληρη την επικράτεια, δείχνουν μια κοινωνία και ένα κράτος σε κατάρρευση και πανικό. Τούρκοι πολίτες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αναρωτιούνται μάλιστα με ειρωνεία αν αυτό που συνέβη είναι πράγματι εισβολή της Τουρκίας στη Συρία ή Συριοποίηση της ίδιας της Τουρκίας.
Η επανίδρυση του κράτους στην Ανατολία πάνω σε φιλελεύθερες δημοκρατικές, πλουραλιστικές βάσεις, το κράτος δικαίου, η επίτευξη ευρύτερων συναινέσεων και η φιλειρηνική διεθνής συμπεριφορά με βάση το διεθνές δίκαιο μπορούν να αποτρέψουν την αστάθεια και την παρακμή. Οι ταλαιπωρημένοι λαοί της Ανατολίας, όλοι οι πολίτες της Τουρκίας και οι κάτοικοι της ευρύτερης Μέσης Ανατολής, αξίζουν ένα καλύτερο μέλλον έπειτα από δεκαετίες φόβου και βίας. Ο Δυτικός κόσμος οφείλει να τους βοηθήσει να το δημιουργήσουν. Παρά την πυκνότητα και ταχύτητα των εξελίξεων ίσως υπάρχει ακόμα λίγος χρόνος πριν η κατάσταση βγει εκτός ελέγχου.
* Ο Νίκος Μιχαηλίδης είναι διδάκτωρ ανθρωπολογίας του Princeton και έχει διεξάγει πολυετή επιτόπια έρευνα στην Τουρκία.
ΒΗΜΑ