Του Marc Pierini
Στον απόηχο του αποτυχημένου πραξικοπήματος στην Τουρκία στις 15 Ιουλίου και των συνακόλουθων αποριών στους δυτικούς στρατιωτικούς κύκλους, έχουν δημιουργηθεί
ερωτήματα για την αξιοπιστία της Άγκυρας στο ΝΑΤΟ και στη συμμαχία εναντίον του αυτοαποκαλούμενου Ισλαμικού Κράτους. Το ερώτημά μου σήμερα είναι διαφορετικό: Το εδώ και χρόνια παιχνίδι της Ρωσίας να υπονομεύσει την συνοχή της ΕΕ, το status των ΗΠΑ ως μεγάλη υπερδύναμη, ή τον ρόλο του ΝΑΤΟ, θα βρει γόνιμο έδαφος στην μετά το πραξικόπημα Τουρκία; Μια υπόθεση είναι πως η Ρωσία μπορεί να επιδιώξει μια μακροπρόθεσμη κίνηση game-changing και να δελεάσει την Τουρκία για να απομακρυνθεί από τη Δύση, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης γεωπολιτικής αναδιαμόρφωσης.
Στην Τουρκία, το κράτος και ο λαός είναι σε σοκ, ο στρατός αναδιοργανώνεται και μια ευρείας κλίμακας εκκαθάριση είναι σε εξέλιξη. Τα αντί-δυτικά αισθήματα είναι σε άνοδο μεταξύ αρκετών πολιτικών και ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Υπάρχει ανησυχία στη σκέψη ότι οι δυτικές δυνάμεις αξιολογούν την πιθανή ζημιά του πραξικοπήματος στον δεύτερο μεγαλύτερο συμβατικό στρατό του ΝΑΤΟ, τις πιθανές συνέπειες για την άμυνα της Ευρώπης και τις επιπτώσεις στις επιχειρήσεις της συμμαχίας κατά του Ισλαμικού Κράτους.
Η Ρωσία από την πλευρά της έχει μια μακρά πολιτική να προκαλεί το ΝΑΤΟ, τις ΗΠΑ και την ΕΕ, για παράδειγμα μέσω της παρενόχλησης της άμυνας του ΝΑΤΟ ανά την Ευρώπη ή μέσω των καλών της σχέσεων με τις πιο δυναμικές αντίευρωπαϊκές δυνάμεις σε ευρωπαϊκό έδαφος, ας πούμε στην Γαλλία, στην Ουγγαρία ή στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ομοίως, η ρωσική στρατιωτική επέμβαση στη Συρία που ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 2015, ανέδειξε μια επιθυμία να αντισταθμιστεί η δυτική επιρροή στη Μέση Ανατολή, εκτός από τη διάσωση του καθεστώτος του Σύριου προέδρου Bashar al-Assad.
Σε αυτό το περίπλοκο υπόβαθρο, οι πρόεδροι της Ρωσίας και της Τουρκίας θα συναντηθούν στην Αγία Πετρούπολη στις 9 Αυγούστου.
Ο πρώτος τους στόχους θα είναι να κλείσουν τη διαφωνία που προέκυψε από την κατάρριψη ενός ρωσικού αεροσκάφους πάνω από τουρκικό έδαφος το Νοέμβριο του 2015. Οι εξαγωγές, οι κατασκευαστικές συμβάσεις και ο τουρισμός έχουν επηρεαστεί άσχημα από τις ρωσικές κυρώσεις που ακολούθησαν, επομένως η συμφιλίωση θα φέρει ευπρόσδεκτα οικονομικά οφέλη στην Τουρκία. Επίσης, η Ρωσία –ήδη ένας μεγάλος εταίρος της Τουρκίας στον ενεργειακό κλάδο, παρέχοντας το 58% της τουρκικής κατανάλωσης αερίου και κατασκευάζοντας ένα εργοστάσιο πυρηνικής ενέργειας- θα μπορούσε να ξεκινήσει εκ νέου εργασίες στον αγωγό Turkish Stream που έχει ανασταλεί κατά μήκος της Μαύρης Θάλασσας, κάτι που θα δώσει ώθηση στην Τουρκία ως προμηθευτή αερίου στην Ευρώπη.
Οι δύο ηγέτες θα συζητήσουν άλλη μια σειρά θεμάτων: αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους και η μελλοντική πολιτική διευθέτηση στη Συρία. Οι απαιτήσεις της Μόσχας να σφραγιστούν τα σύνορα μεταξύ Τουρκίας και της ελεγχόμενης περιοχής από το Ισλαμικό Κράτος στη Συρία, δεν διαφέρουν πολύ από τις παρόμοιες απαιτήσεις της Δύσης. Αλλά οι συζητήσεις για το μέλλον του καθεστώτος του Assad και τον ρόλο των Κούρδων της Συρίας, θα είναι πιο λεπτές.
Δεδομένου του κυρίαρχου ρόλου της Ρωσίας στη διάσωση του καθεστώτος στη Δαμασκό και της διαμόρφωσης του στρατιωτικού και διπλωματικού τοπίου στη Συρία από τον Σεπτέμβριο του 2015, υπάρχει πολύ μικρή πιθανότητα η Άγκυρα να μπορεί να αλλάξει την άποψη της Μόσχας για μια πολιτική μετάβαση στη Συρία. Το τίμημα για μια πραγματική ρωσό-τουρκική συμφιλίωση μπορεί να είναι η αποδοχή από την Άγκυρα ότι η καλύτερη φόρμουλα για τη λήξη του συριακού εμφυλίου πολέμου και την συγκράτηση του Ισλαμικού Κράτους, είναι να διατηρηθεί το καθεστώς στη θέση του, μαζί με τον Assad, του οποίου η μοίρα θα αποφασιστεί τελικά από ρωσικού τύπου ελεύθερες εκλογές.
Παρεμπιπτόντως, μια εξέλιξη της πολιτικής της Άγκυρας προς την απροκάλυπτη αποδοχή του καθεστώτος του Assad θα μπορούσε να χαλαρώσει κάποιες εντάσεις στο εσωτερικό, καθώς το κύριο κόμμα αντιπολίτευσης στην Τουρκία, το Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (CHP), έχει εδώ και καιρό θεωρήσει το καθεστώς του Assad ως εγγυητή της ασφάλειας της Τουρκίας.
Σε ό,τι αφορά τους Κούρδους της Συρίας, οι οποίοι αυτή τη στιγμή είναι οι καλύτεροι εταίροι της Ρωσίας και των ΗΠΑ στην καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους, η Άγκυρα θα θέλει πιθανώς να αποκτήσει εγγυήσεις ότι ο μαχητικός ρόλος των Μονάδων Λαϊκής Προστασίας (YPG), του ένοπλου βραχίονα του Κόμματος Δημοκρατική ένωση των Κούρδων της Συρίας ((PYD) δεν συνδέεται με τις δραστηριότητες του ΡΚΚ στην Τουρκία. Εάν δεν είναι εφικτές τέτοιες εγγυήσεις, η Μόσχα και η Άγκυρα θα πρέπει να συμφωνήσουν ότι διαφωνούν.
Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, το αποτέλεσμα των συνομιλιών της Αγίας Πετρούπολης θα είναι μια μεγάλη ευκαιρία για να διαπιστωθεί που βρίσκεται η Τουρκία σχετικά με το μέλλον της Συρίας και της μάχης κατά του Ισλαμικού Κράτους.
Αλλά μπορεί να υπάρχει ένα ακόμη μεγαλύτερο παιχνίδι. Όπως το Βερολίνο, οι Βρυξέλλες, το Παρίσι και η Ουάσιγκτον, η Μόσχα αμέσως υποστήριξε τη νομιμότητα των εκλεγμένων οργάνων στην Τουρκία στον απόηχο της αποτυχημένης προσπάθειας πραξικοπήματος. Αλλά σε αντίθεση με τις δυτικές πρωτεύουσες, η Μόσχα δεν ασχολήθηκε πολύ με τα όσα αφορούσαν το κράτος δικαίου. Μια τάση προς μια πιο αυταρχική ηγεσία στην Τουρκία, μία με λιγότερους ελέγχους και ισορροπίες από οποιαδήποτε άλλη δυτική δημοκρατία, δεν είναι κάτι που ανησυχεί πολύ τον Ρώσο πρόεδρο Vladimir Putin. Αντιθέτως, τον βοηθάει να δείξει ότι το ρωσικό στυλ δυναμικής διακυβέρνησης είναι χρήσιμο στην Τουρκία, σε μια στιγμή που η ΕΕ και οι ΗΠΑ συνεχίζουν να υπενθυμίζουν στην Άγκυρα το δικό τους brand της φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Την ίδια στιγμή, η τουρκική ηγεσία προχωράει με την αναδιοργάνωση των ενόπλων δυνάμεών της, την εξάλειψη των συνωμοτικών δυνάμεων εντός του κράτους και της κοινωνίας, και την οργάνωση ενός εκτελεστικού προεδρικού συστήματος, πιο κοντά στην φύση της πολιτικής αρχιτεκτονικής του Κρεμλίνου παρά αυτού στη Γαλλία ή στις ΗΠΑ. Ενώ τα κάνει αυτά, η Άγκυρα επίσης χρειάζεται αποδείξεις στήριξης από τρίτες χώρες.
Στην Αγία Πετρούπολη, μια ευκαιριακή σύγκλιση απόψεων θα μπορούσε να προκύψει μεταξύ των δύο ηγετών, με διαφορετικούς λόγους για τον καθένα. Αν και ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών αναγκάστηκε στις 30 Ιουλίου να δηλώσει ότι οι σχέσεις με την Ρωσία και με την Δύση δεν ήταν εναλλακτικές λύσεις, ο πειρασμός για την Τουρκία θα είναι να χρησιμοποιήσει τη δική της συμφιλίωση με την Άγκυρα για να κάνει τους Δυτικούς να ντραπούν για την δική τους αντίδραση στην απόπειρα πραξικοπήματος της Τουρκίας, ή ως μια ευκαιρία για την προώθηση του πλαισίου της ευρασιατικής πολιτικής της Ρωσίας.
Γεγονός παραμένει ότι η Τουρκία επιχειρεί εντός δύο βασικών αρχών: ο μεγαλύτερος της οικονομικός εταίρος είναι μακράν η ΕΕ, με λίγες βιώσιμες εναλλακτικές. Και ο αποδεδειγμένος εταίρος στην άμυνα είναι οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Εκτός του ενεργειακού τομέα, σήμερα λίγα πράγματα στην ρωσική οικονομική ή στρατιωτική έλξη της μπορούν να συναγωνιστούν με αυτές τις πραγματικότητες, εκτός από μια καθαρά πολιτική αφήγηση.
Βραχυπρόθεσμα, μια εύκολη διπλωματική κίνηση για την Ρωσία θα μπορούσε να αποτελείται από μια επαναπροσέγγιση μεταξύ του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης και της Τουρκίας –πέρα από το καθεστώς “εταίρου διαλόγου” που απολαμβάνει αυτή τη στιγμή η Τουρκία. Αυτό θα μπορούσε να ικανοποιεί την υπερηφάνεια και στις δύο πλευρές, χωρίς να κοστίσει πολύ. Μακροπρόθεσμα, εάν η Ρωσία αποφάσισε να συζητήσει με την Τουρκία μια συνεργασία για πολιτικά και αμυντικά θέματα, θα είναι μέρος ενός πολύ ευρύτερου παιχνιδιού ανά την ευρωπαϊκή ήπειρο.