Καθήκοντα ειδικού εντεταλμένου του ΟΗΕ για την παγκόσμια καταπολέμηση της ανεργίας των νέων αναλαμβάνει τιμητικά από την 1η Σεπτεμβρίου ο πρώην ομοσπονδιακός καγκελάριος της Αυστρίας και
πρώην αρχηγός των Αυστριακών Σοσιαλδημοκρατών, Βέρνερ Φάιμαν, έπειτα από σχετική απόφαση του γενικού γραμματέα του διεθνούς οργανισμού Μπαν Κι Μουν, ο οποίος επαίνεσε ιδιαίτερα τον μακρόχρονο και ενεργό ρόλο του στο άνοιγμα ευκαιριών για νέους στην αυστριακή αγορά εργασίας.
Όπως αναφέρει σε ανακοίνωσή του ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, ο οποίος υπήρξε στο παρελθόν πρεσβευτής της πατρίδας του (ΣΣ της Νότιας Κορέας) στην Αυστρία, η ανάθεση των καθηκόντων αυτών στον πρώην καγκελάριο γίνεται σε μία εποχή κατά την οποία το επίμονο υψηλό επίπεδο στην ανεργία των νέων παραμένει παγκόσμια ανησυχία.
Οι θέσεις εργασίας για νέους συνδέονται συχνά με άσχημες συνθήκες και κακή πληρωμή και θα πρέπει να εντατικοποιηθούν παντού οι προσπάθειες για να δημιουργηθούν οι δυνατότητες αξιοπρεπούς απασχόλησης των νέων, τονίζει ο Μπαν Κι Μουν.
Σύμφωνα με την πρώην εκπρόσωπο του Βέρνερ Φάιμαν, Σουζάνε Ενκ, ο πρώην καγκελάριος αναλαμβάνει τιμητικά τα νέα καθήκοντά του και θα είναι ο πρώτος έως τώρα εντεταλμένος που διορίζεται από τον ΟΗΕ με αντικείμενο την καταπολέμηση της ανεργίας των νέων.
Ο ίδιος συμμετέχει τιμητικά στην επιτροπή του αποκαλούμενου «Ταμείου του Μέλλοντος» που ασχολείται, μεταξύ άλλων, με ερευνητικά προγράμματα για εγκλήματα της ναζιστικής περιόδου, αλλά και με προγράμματα εναντίον των διακρίσεων και για την προώθηση της ανεκτικότητας.
Ο πρώην ομοσπονδιακός καγκελάριος, ο οποίος είχε παραιτηθεί αιφνιδιαστικά από όλα τα αξιώματά του στις 9 Μαΐου, βρισκόταν επί σχεδόν οκτώ χρόνια επικεφαλής της αυστριακής κυβέρνησης – ο τρίτος σε μακροβιότητα σε αυτό το αξίωμα μεταπολεμικά – και του κόμματός του.
Στον Βέρνερ Φάιμαν ασκείτο κριτική για στροφή «180 μοιρών» στο Προσφυγικό, με την υιοθέτηση από μέρους του, της ρητορικής και για εφαρμογή της πολιτικής, του ακροδεξιού εθνικιστικού Κόμματος των Ελευθέρων, αλλά και για τους χειρισμούς του στο πλαίσιο της κυβέρνησης συνασπισμού και την “ενδοτικότητά” του απέναντι στον – σε πολλές περιπτώσεις νεοφιλελεύθερο – εταίρο του, το Λαϊκό Κόμμα.
Αυτές δεν ήταν οι μόνες αιτίες για το «εκλογικό φιάσκο», στον πρώτο γύρο των αυστριακών προεδρικών εκλογών της 24ης Απριλίου κατά τις οποίες ο υποψήφιος των Ελευθέρων, Νόρμπερτ Χόφερ, αναδείχθηκε νικητής με ποσοστό 35,1%, ενώ ο υποψήφιος των Σοσιαλδημοκρατών είχε βρεθεί μόλις στην τέταρτη θέση με ποσοστό 11,3%.
Σύμφωνα με την κριτική που ασκείται, οι λόγοι για την πρωτοφανή δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων, η οποία οδήγησε προφανώς στην επικράτηση του ακροδεξιού υποψήφιου, βρίσκονται πολύ πιο βαθιά και έχουν να κάνουν γενικότερα με την παραμέληση και την απομάκρυνση του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος από τις αρχές και τις αξίες της Σοσιαλδημοκρατίας, με αποτέλεσμα η Ακροδεξιά να εμφανίζεται ως κόμμα των κοινωνικών διεκδικήσεων και της προάσπισης των δικαίων του πολίτη.