Τον κώδωνα του κινδύνου κρούει η Standard & Poor’s Global, προειδοποιώντας για τις επιπτώσεις από τα αρνητικά επιτόκια διεθνώς, δεδομένου ότι το 25% του
παγκόσμιου ΑΕΠ επηρεάζεται από αυτήν την πολιτική των κεντρικών τραπεζών.
Επιπλέον, σε σχετική του έκθεση ο διεθνής οίκος αξιολόγησης προειδοποιεί ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος ενός φαύλου κύκλου με τα αρνητικά επιτόκια να ευνοούν την ανεύθυνη και υπερβολική ανάληψη επενδυτικού κινδύνου, να οδηγούν σε χρεοκοπίες και σε επιπρόσθετα μέτρα από τις κεντρικές τράπεζες.
Στην Ευρωζώνη, ειδικότερα, η εν λόγω πολιτική της ΕΚΤ έχει θετικό αντίκτυπο, εφόσον ενισχύει τον τραπεζικό δανεισμό και οδηγεί σε πτώση της αξίας του ευρώ, ενώ αντιθέτως στην Ιαπωνία ελάχιστες αποδείξεις επιτυχίας υπάρχουν. Το δε ιαπωνικό νόμισμα ενδυναμώνεται. Κατά τον διευθύνοντα σύμβουλο της S&P Global, Ρόμπερτ Παλόμπι, «ο δυσμενής αντίκτυπος θα αμβλυνόταν, εάν με τα αρνητικά επιτόκια ενισχυόταν το ΑΕΠ, οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά στηρίζονταν στην αποπληρωμή των χρεών τους και μειώνονταν οι αποπληθωριστικές πιέσεις στην οικονομία».
Στη Γερμανία διεξάγεται, πάντως, ζωηρή δημόσια συζήτηση για το πώς θα αντιμετωπίσουν οι τράπεζες το άχθος των αρνητικών επιτοκίων. Συγκεκριμένα, πριν από σχεδόν δύο χρόνια, μια μικρή τράπεζα στη Θουριγγία, η Skatbank, αιφνιδίασε το χρηματοπιστωτικό σύστημα, όταν ανακοίνωσε χρεώσεις αντί για τόκους σε μεγάλες καταθέσεις από ιδιώτες πελάτες της, σύμφωνα με δημοσίευμα στους Financial Times. Εκτοτε το παράδειγμά της βρήκε μιμητές. Από φέτος τον Σεπτέμβριο και η τράπεζα Raiffeisen Gmund am Tegernsee θα χρεώνει ένα 0,4% σε καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προβλέπει ένα 0,4% στις καταθέσεις των ευρωπαϊκών τραπεζών, τις οποίες τοποθετούν στις αντίστοιχες κεντρικές τους τράπεζες. Στη Γερμανία διερωτώνται εάν μπορούν να εφαρμόσουν το ίδιο μέτρο.
Βέβαια, η πολιτική αρνητικών επιτοκίων ισχύει για όλες τις τράπεζες της Ευρωζώνης. Οι γερμανικές, εντούτοις, πλήττονται περισσότερο, επειδή πολλές αδυνατούν να μετατρέψουν τα «παρκαρισμένα» κεφάλαια σε δάνεια. Αναλυτές της Deutsche Bank υπολογίζουν ότι η χρέωση της ΕΚΤ θα βαρύνει φέτος τα πιστωτικά ιδρύματα της Γερμανίας με κόστος 787 εκατ. ευρώ, το υψηλότερο στην Ευρωζώνη. Εξ ου και ορισμένα το μετακυλίουν σε εταιρικούς και θεσμικούς τους πελάτες, αλλά όχι σε πελάτες λιανικής τραπεζικής. Οι λόγοι είναι δύο. Πρώτον, ο φόβος του στίγματος μία τράπεζα να είναι από τις πρώτες, η οποία «τιμωρεί» τους καταθέτες, ειδικά σε μια χώρα που επιβραβεύει την αποταμίευση. Δεύτερον, ο φόβος ότι οι καταθέτες θα αποσύρουν μαζικά τα χρήματά τους από τα πιστωτικά ιδρύματα. Ορισμένοι, όπως ο επικεφαλής της ένωσης γερμανικών τραπεζών, Μίκαελ Κέμερ, θεωρούν ότι η κίνηση της Raiffeisen Gmund am Tegernsee δεν σημαίνει πως όλοι οι ιδιώτες πελάτες στη χώρα θα πληρώνουν να διατηρούν καταθέσεις στην τράπεζα, ενώ άλλοι διαφωνούν, όπως αναφέρουν οι FT. «Aνέκαθεν το ερώτημα ήταν ποιος θα κινηθεί πρώτος και σήμερα αναμένω και άλλους να πράξουν το ίδιο», παρατηρεί, τέλος, ο πανεπιστημιακός στη Σχολή Χρηματοπιστωτικών και Διοίκησης της Φρανκφούρτης, Μάρτιν Χέλμιχ. «Λαμβάνοντας υπόψη τις πιέσεις στα έσοδά τους, είναι φυσικό να κινηθούν προς αυτήν την κατεύθυνση οι τράπεζες».
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Έντυπη