Η ανάπτυξη 7.000 Τούρκων αστυνομικών, με βαρύ οπλισμό και τεθωρακισμένα οχήματα, περιμετρικά της αεροπορικής βάσης του Ιντσιρλίκ, στην επαρχία των
Αδάνων, τα ξημερώματα της Κυριακής ήταν μια κίνηση που υπογραμμίζει την συνεχιζόμενη διάθεση της τουρκικής κυβέρνησης να ρίχνει σκιές στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ – πόσω μάλλον που συνοδεύθηκε από τη διαρροή (και μάλιστα στην κεμαλιστικής τοποθέτησης εφημερίδα Hurriyet του ομίλου Dogan) πληροφοριών για ενδεχόμενη απόπειρα νέου πραξικοπήματος.
Με άλλα λόγια η βάση του Ιντσιρλίκ, που παραχωρήθηκε μετά από πολύμηνες επίπονες διαπραγματεύσεις για τις αμερικανικές επιδρομές εναντίον του Ισλαμικού Κράτους και στην οποία βρίσκονται 50 με 90 πυρηνικές κεφαλές, φωτογραφίζεται ως η κατεξοχήν εστία της όποιας νέας απειλής εναντίον του τουρκικού πολιτεύματος. Και μάλιστα η αστυνομική επιχείρηση εκδηλώθηκε λίγες ώρες πριν από την προγραμματισμένη επίσκεψη στη βάση του αρχηγού του αμερικανικού Γενικού Επιτελείου στρατηγού Joseph Dunford.
Μπορεί κανείς να μιλήσει για μιαν άκρως ιδιόμορφη “προπαρασκευή” της συνάντησης που πρόκειται να έχει σήμερα Δευτέρα στην Άγκυρα ο Αμερικανός υψηλός επισκέπτης με τον Τούρκο ομόλογό του Hulusi Akar. Η συνάντηση αυτή, η πρώτη των δύο στρατηγών μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου και ενώ έχουν προηγηθεί δύο τηλεφωνικές τους συνομιλίες, έχει ως διακηρυγμένο αντικείμενο τον συντονισμό των δύο πλευρών στον αγώνα κατά των τζιχαντιστών στη γειτονική Συρία, αλλά ως πραγματικό στόχο την βολιδοσκόπηση των πραγματικών προθέσεων εκατέρωθεν, μετά τις αλλεπάλληλες καταγγελίες που διατυπώνονται ρητά ή υπαινικτικά από την Άγκυρα για αμερικανική ανοχή στην επιχειρηθείσα ανατροπή του Tayyip Erdogan.
Η επιμονή των Τούρκων ιθυνόντων σε ένα αίτημα στο οποίο η Ουάσιγκτον αποκλείεται, έστω και για λόγους γοήτρου, να συναινέσει, ήτοι την έκδοση του ιεροκήρυκα Fethullah Gulen, φαντάζει ως προσπάθεια εκ των προτέρων νομιμοποίησης μιας δρομολογημένης ρήξης. Στο ίδιο κλίμα εντάσσεται η διοχέτευση στην άκρως φιλοκυβερνητική εφημερίδα Yeni Safak της πληροφορίας ότι ρόλο διοργανωτή του κινήματος της 15ης Ιουλίου είχε ο αποστρατευθείς τον Μάιο πρώην διοικητής των αμερικανικών δυνάμεων στο Αφγανιστάν ή οι μύδροι του Erdogan εναντίον του επικεφαλής της Centcom (διακλαδικής διοίκησης των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ για τη Μέση Ανατολή) στρατηγού Vottel, ο οποίος δήλωσε ότι οι εκκαθαρίσεις στο τουρκικό στράτευμα απομακρύνουν στελέχη με τα οποία υπήρχε στενή συνεργασία στον αγώνα κατά του Ισλαμικού Κράτους και υπονομεύουν την κοινή προσπάθεια.
Ομοίως, η Ε.Ε. καταγγέλλεται ότι δεν επιδίωξε να έχει μετά την 15η Ιουλίου καμία άμεση πολιτική επαφή με την Άγκυρα και δεν ενδιαφέρεται να ακούσει την τουρκικής εκδοχή των γεγονότων. (Πολύ χαρακτηριστικά, σε ένα τοπίο που σημαδεύεται από το Brexit, ο μόνος Ευρωπαίος πολιτικός που επισκέφθηκε τη γείτονα το τελευταίο δεκαπενθήμερο ήταν ο Βρετανός υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων). Η διοργάνωση από το κυβερνητικό κόμμα της Τουρκίαςσυλλαλητηρίων της τουρκικής διασποράς στη Βιέννη και την Κολωνία αποτελεί μια νέα μορφή άσκησης πιέσεων στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Την ίδια στιγμή, η επικείμενη συνάντηση Putin-Erdogan στην Αγία Πετρούπολη και η ξαφνική αναθέρμανση των σχέσεων της Τουρκίας με τη Ρωσία (και το Ιράν) καλλιεργεί την εικόνα μιας μείζονος γεωπολιτικής στροφής που κινδυνεύει να ακυρώσει την ενότητα του ΝΑΤΟ και τους σχεδιασμούς της Δύσης για την περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Το ενδιαφέρον δε είναι ότι οι κινήσεις αυτές ξεδιπλώνονται στο φόντο της ιδιόμορφης “εθνικής ενότητας” που έχει προκύψεις στη γείτονα μετά τις 15 Ιουλίου, καθώς το δεύτερο σε δύναμη Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και το τρίτο σε δύναμη Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης αποδέχονται την ηγεμονία Erdogan, συναινούν σε μίνι συνταγματική αναθεώρηση που θα επιτρέψει την αναμόρφωση και αποκάθαρση του κρατικού μηχανισμού και ακολουθούν την ρητορική που θέλει τη Δύση να είναι αδιάφορη, αν όχι εχθρική, στην προσπάθεια της Τουρκίας να εκριζώσει την απειλή της αντιδημοκρατικής εκτροπής.
Μπαίνει κανείς στον πειρασμό να ανατρέξει σε ιστορικά προηγούμενα, όπως η συμφωνία με τους μπολσεβίκους το 1921 που εξασφάλισε την επικράτηση του Kemal στην Ανατολία ή το “σύνδρομο των Σεβρών”, δηλ. την πάγια καχυποψία του κεμαλισμού προς τη Δύση, την οποία επιχειρούσε να μιμηθεί, ακριβώς επειδή την θεωρούσε μονίμως απεργαζόμενη τον διαμελισμό της Τουρκίας.
Στην πραγματικότητα, και μολονότι η ενίσχυση της αντιδυτικής ρητορικής μπορεί όντως να αποβεί αυτοεκπληρούμενη προφητεία, το ερώτημα είναι τι κατά βάθος διεκδικεί η Άγκυρα από την Ουάσιγκτον και ποια διέξοδο της προσφέρει. Η “υιοθέτηση” των Κούρδων της Συρίας από τη Δύση δημιουργεί έναν “εθνικό κίνδυνο” απέναντι στον οποίο όλες οι τουρκικές πολιτικές δυνάμεις μπορούν να συσπειρωθούν και εξηγεί και την “ξαφνική” σύμπτωση συμφερόντων με την Τεχεράνη και τη Δαμασκό. Οι καταγγελίες και οι λεονταρισμοί τύπου Ιντσριλίκ θα πρέπει να σχετικοποιηθούν, εάν τυχόν η αμερικανική πλευρά φανεί ικανή να κατευνάσει αυτές τις τουρκικές ανησυχίες.