Θέλουν είτε να αγοράσουν τα «κόκκινα» δάνεια σε εξευτελιστικές τιμές, είτε τις εταιρείες αντί πινακίου φακής – Πιέζονται οι τράπεζες να προχωρήσουν μαζικά σε ρυθμίσεις ή να βγάλουν τα δάνεια στο σφυρί
Σκηνικό πολέμου θυμίζουν πλέον οι ελληνικές επιχειρήσεις με τα περίπου 60 δισ. ευρώ προβληματικά δάνειά τους, για τα οποία ερίζουν δεκάδες hedge funds. Tα τελευταία, όπως θα δούμε, επιθυμούν είτε τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια σε εξευτελιστικές τιμές, είτε να εξαγοράσουν τις ίδιες τις εταιρείες αντί πινακίου φακής πλέον.
Πρόσφατα όμως άλλαξαν στάση και σύμφωνα με πληροφορίες του «business stories» σχεδόν κυνικά λένε στους συνομιλητές τους ότι «θα αγοράσουμε τις εταιρείες μέσω πλειστηριασμών καθώς θεωρούμε ότι δεν πρόκειται να τα βρούμε με τους επιχειρηματίες εξαιτίας των υπερβολικών απαιτήσεων που προβάλλουν».
Τα τιμήματα εξαγοράς που απαιτούν για τις επιχειρήσεις τους πολλοί Ελληνες επιχειρηματίες θεωρούνται υπερβολικά είτε εξαιτίας των δανείων που περιλαμβάνουν, είτε εξαιτίας της καταστροφής της αγοράς με τους υψηλούς φόρους και τις υψηλές ασφαλιστικές εισφορές. Σε κάθε περίπτωση, οι ξένοι επενδυτές συζητούν μόνο όταν πρόκειται να δώσουν τίμημα κάτω από την καθαρή θέση της εταιρείας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ό,τι συνέβη, λόγου χάρη, με την ΤΡΑΙΝΟΣΕ, όπου ο ιταλικός όμιλος Ferrovie Dello Stato Italiane προσέφερε μόλις 45 εκατ. ευρώ.
Αν εξετάσει κανείς τα οικονομικά στοιχεία της εταιρείας, θα δει ότι τα EBITDA διαμορφώνονται σε 1,5 εκατ. ευρώ και η καθαρή θέση της ανέρχεται σε 131 εκατ. ευρώ. Ομως η εταιρεία είχε δανεισμό 750 εκατ. ευρώ ο οποίος θα διαγραφεί. Βεβαίως, διαφορετική είναι η αντιμετώπιση από τους επενδυτές όταν πρόκειται για περιουσιακά στοιχεία που διαθέτουν προοπτικές, όπως τα ξενοδοχεία. Στην περίπτωση του «Hilton» το τίμημα κινείται ελαφρά κάτω από την καθαρή θέση της εταιρείας.
Ο Πτωχευτικός Κώδικας λύνει τα χέρια στους ξένους
Η στάση των ξένων, όσο κι αν ακούγεται κυνική, εδράζεται στις αλλαγές που πέρασαν στον Πτωχευτικό Κώδικα με το τρίτο μνημόνιο. Συγκεκριμένα, όπως θα δούμε, σε περιπτώσεις προβληματικών επιχειρήσεων ο Κώδικας ορίζει εκκαθαριστές με άμεση διαδικασία (2-3 μήνες) και διενέργεια πλειστηριασμών. Με αυτό τον τρόπο οι τράπεζες, αλλά και τα τραπεζικά στελέχη, θα έχουν ένα τίμημα για τις επιχειρήσεις το οποίο θα μπορούν να προβάλουν ως αιτιολογία π.χ. σε δικαστήρια. Ο Πτωχευτικός Κώδικας επομένως λύνει τα χέρια στους ξένους επενδυτές όταν κάποιος επιχειρηματίας ζητά π.χ. 5 εκατ. ευρώ για ένα εργοστάσιο. Μόλις το εργοστάσιο θα τεθεί σε εκκαθάριση το τίμημα σαφώς θα είναι πολύ μικρότερο, καθώς μεταξύ των funds υπάρχει επικοινωνία, κανένα δεν ενδιαφέρεται για όλα, αλλά το καθένα διαθέτει συγκεκριμένους στόχους ως προς το τι θα αποκτήσει.
Ενταση μεταξύ επιχειρηματιών
Χαρακτηριστική εξέλιξη του πολέμου που διεξάγεται παρασκηνιακά για τις επιχειρήσεις ήταν και το γεγονός ότι πολλοί επιχειρηματίες εκτοξεύουν αλληλοκατηγορίες μεταξύ τους. Ο ένας επιχειρηματίας «καρφώνει» τον άλλον λέγοντας π.χ. ότι του προσφέρθηκαν ευνοϊκοί όροι στα δάνεια από τις τράπεζες. Κάποιοι άλλοι, που αντιλαμβάνονται τι θα επέλθει με τις αλλαγές στον Πτωχευτικό Κώδικα και τις πωλήσεις των κόκκινων δανείων, προσπαθούν να αποφύγουν τις εξελίξεις με κάθε τρόπο.
Οπως είχε αναφέρει η Γρηγ. Σαράντης ΑΒΕΕ, δέχθηκε προτάσεις εξαγοράς από διάφορες επιχειρήσεις ακόμη και έναντι 1 ευρώ προκειμένου οι τελευταίοι να αποφύγουν τη ρευστοποίηση των εταιρειών τους.
Από το εμπόλεμο σκηνικό βεβαίως δεν λείπουν και οι τραπεζίτες, οι οποίοι δέχονται πιέσεις από τα credit funds προκειμένου να πουλήσουν κόκκινα επιχειρηματικά δάνεια σε τιμές που κυμαίνονται από 10% έως και 20% της ονομαστικής αξίας τους. Οι τιμές είναι χαμηλές, ωστόσο η κατηγορία που διατυπώνεται από την πλευρά των αγοραστών είναι ότι «οι Ελληνες τραπεζίτες δεν αποδέχονται τα λάθη τους όπως συμβαίνει στα Βαλκάνια όπου η πώληση των δανείων πραγματοποιείται με πιο γρήγορους ρυθμούς».
Mειώθηκε η δυνατότητα παρέμβασης
Η θρυαλλίδα που οδήγησε στις σημερινές εξελίξεις -όπου αναμένονται πλειστηριασμοί καθώς και το νέο νομικό πλαίσιο για τις πωλήσεις και την εκμετάλλευση των κόκκινων δανείων- ήταν οι περσινές αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου και, κυρίως, οι χαμηλές τιμές που δόθηκαν σ’ αυτές. Συγκεκριμένα, το ενεργητικό των ελληνικών τραπεζών ύψους 350 δισ. ευρώ αποτιμήθηκε πριν από τις αυξήσεις κεφαλαίου σε 565 εκατ. ευρώ! Με τις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου οι παλαιοί Ελληνες μέτοχοι ουσιαστικά εξοβελίστηκαν, ενώ μειώθηκε η δυνατότητα παρέμβασής τους σε σοβαρά θέματα, όπως η εκμετάλλευση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Τρία funds ψάχνουν να καλύψουν τα κεφάλαια στην Αττικής
Οι ΠροτάσειςΣε εξέλιξη βρίσκεται η διαδικασία για την κάλυψη κεφαλαιακών αναγκών ύψους 70 εκατ. ευρώ της Τράπεζας Αττικής, με παράλληλη ανάθεση μη εξυπηρετούμενων δανείων ύψους 1 δισ. ευρώ.
Οι ενδιαφερόμενοι επικεντρώνονται στην απόκτηση των προβληματικών δανείων τα οποία θα αποκτήσουν σε πολύ χαμηλές τιμές, ωστόσο η Τράπεζα της Ελλάδος ζήτησε η κάλυψη να πραγματοποιηθεί μέσω ομολογιών που θα προσμετρώνται στα ίδια κεφάλαια. Η αλλαγή αυτή, όμως, μπορεί να μεταστρέψει και το ενδιαφέρον, καθώς όποιοι θα αποκτήσουν
τις ομολογίες θα έχουν τον κίνδυνο να καταστούν μέτοχοι σε μια τράπεζα που θα αντιμετωπίσει πολλαπλά προβλήματα σε ό,τι αφορά την κάλυψη των κεφαλαιακών αναγκών της. Σύμφωνα με πληροφορίες, για την κάλυψη των 70 εκατ. ευρώ έχουν καταθέσει προτάσεις τρία διαφορετικά funds ή κοινοπραξίες.
Μαζικές ρυθμίσεις ή πλειστηριασμοί
Οι τράπεζες υποχρεούνται πλέον να εγκαταλείψουν την πολιτική ανοχής που είχαν μέχρι τώρα και πιεζόμενες από δανειστές και SSM να βγάλουν στη σέντρα όλα τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια
Του Γιώργου Χ. Παπαγεωργίου
Η αντίστροφη μέτρηση για τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων αξίας πολλών δεκάδων δισ. ευρώ ξεκινά με τις αλλαγές που προωθούνται στο θεσμικό πλαίσιο για τα κόκκινα δάνεια εν όψει της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου μνημονίου.
Οι τροποποιήσεις που προωθούνται στον νόμο για τα επιχειρηματικά δάνεια και τον εξωδικαστικό συμβιβασμό, καθώς και η αναθεώρηση του Κώδικα Δεοντολογίας για τα κόκκινα δάνεια σηματοδοτούν ότι υπό την πίεση των δανειστών και του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού των ευρωπαϊκών τραπεζών (SSM) οι τράπεζες υποχρεούνται πλέον να εγκαταλείψουν την πολιτική ανοχής που είχαν μέχρι τώρα κρατώντας ζωντανές μη εξυπηρετούμενες δανειακές συμβάσεις και να προχωρήσουν είτε σε βιώσιμες ρυθμίσεις και αναδιαρθρώσεις είτε σε πλειστηριασμούς.
Οι αλλαγές στα επιχειρηματικά δάνεια
Το υπουργείο Οικονομίας ετοιμάζει αλλαγές στον νόμο για τη διαχείριση των κόκκινων επιχειρηματικών δανείων (νόμος Δένδια), οι οποίες αφορούν κατά κύριο λόγο στη διαδικασία του εξωδικαστικού συμβιβασμού και στην ουσία λύνουν τα χέρια στις τράπεζες για να διαχειριστούν τον μεγάλο όγκο των μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων. Η διαχείριση αφορά κυρίως στη ρύθμιση των οφειλών των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και σε ταχείες αναδιαρθρώσεις μεγάλων επιχειρηματικών δανείων με πρωτοβουλία των πιστωτών.
Μέχρι σήμερα οι τράπεζες ήταν διστακτικές στο να προχωρούν σε αναδιαρθρώσεις διότι τα τραπεζικά στελέχη δεν ενέκριναν διαγραφές οφειλών υπό τον φόβο των πιθανών νομικών συνεπειών είτε για απιστία έναντι των μετόχων της τράπεζας, είτε για διακριτική μεταχείριση από ανταγωνιστικές ή άλλες επιχειρήσεις. Με τις αλλαγές όμως που προωθούνται στη νομοθεσία θα καλύπτονται οι τράπεζες για την περίπτωση των αναδιαρθρώσεων, ενώ θα τροποποιηθούν οι πτωχευτικές διαδικασίες και θα τους δοθούν μεγαλύτερες δυνατότητες για μετοχοποίηση δανείων με δική τους πρωτοβουλία.
Η νομοθετική ρύθμιση για τις διαδικασίες του εξωδικαστικού συμβιβασμού αφορά κυρίως τα επιχειρηματικά δάνεια και στην ουσία ανοίγει τον δρόμο για μαζικές αναδιαρθρώσεις και μεταβίβαση των επιχειρήσεων σε ενδιαφερόμενους επενδυτές, hedge funds που εστιάζουν περισσότερο στο βραχυπρόθεσμο κέρδος ή σε private equity funds που ενδιαφέρονται για την εξαγορά επιχειρήσεων, την αναδιάρθρωσή τους και τη μεταβίβασή τους μετά από κάποια χρόνια.
Ακόμη, οι τράπεζες θα μπορούν να διαγράφουν οφειλές υπό προϋποθέσεις, χωρίς τα στελέχη που υπογράφουν τις σχετικές αποφάσεις να αντιμετωπίζουν ποινικές ή αστικές ευθύνες.Προς το παρόν, πάντως, οι τράπεζες διστάζουν να πουλήσουν δάνεια, καθώς τα funds προσφέρουν πολύ χαμηλές τιμές και προσανατολίζονται στην παραχώρηση μόνο της εξυπηρέτησης των δανείων (servicing) ή της δημιουργίας κοινής εταιρείας (SVP) για τον σκοπό αυτό, σε συνεργασία με ξένες ειδικευμένες εταιρείες, έτσι ώστε η υπεραξία από την εξυγίανση της εταιρείας να μένει στην τράπεζα.
Μέχρι σήμερα οι τράπεζες απέφευγαν να μετοχοποιήσουν τις οφειλές υπερχρεωμένων εταιρειών διότι εφόσον αποκτούσαν πάνω από το 20% των μετοχών μιας υπερχρεωμένης εταιρείας υποχρεούνταν βάσει του νόμου να περιλάβουν τα -κατά κανόνα αρνητικά- οικονομικά αποτελέσματα της τελευταίας στον ενοποιημένο ισολογισμό τους και έτσι να παρουσιάσουν ζημίες.
Τέτοια ζητήματα θα αντιμετωπίζονται πλέον με βάση τις νέες ρυθμίσεις, όπως και οι περιπτώσεις εταιρικών δανείων που ανήκουν σε περισσότερες από μία τράπεζες, για τα οποία μέχρι σήμερα υπήρχε δυστοκία στην προώθηση της αναδιάρθρωσης, ενώ θα διευκολύνεται και η διαχείριση μεγάλων επιχειρηματικών δανείων με τη θέσπιση νέων διαδικασιών, καθώς και με τον προσδιορισμό κλάδων ειδικού ενδιαφέροντος. Με τις αλλαγές θα θεσπίζονται διαδικασίες για τη μετοχοποίηση των εταιρικών δανείων και θα ενθαρρύνονται ακόμα και μεγάλες διαγραφές οφειλών (κούρεμα) έτσι ώστε οι τράπεζες να αναλαμβάνουν τον έλεγχο των εν λόγω επιχειρήσεων και να προχωρούν στην εξυγίανσή τους εφόσον υπάρχουν ενδιαφερόμενοι στρατηγικοί επενδυτές οι οποίοι παρουσιάζουν βιώσιμο επιχειρηματικό σχέδιο αναδιάρθρωσης και είναι διατεθειμένοι να εισφέρουν φρέσκα κεφάλαια.
Στόχος των αλλαγών αυτών, για τις οποίες πιέζουν οι δανειστές αλλά και ο Εποπτικός Μηχανισμός (SSM), είναι να ξεκαθαρίσει το σκηνικό με τα επιχειρηματικά δάνεια, έτσι ώστε όσες υπερδανεισμένες εταιρείες είναι βιώσιμες και έχουν προοπτικές να εξυγιανθούν αλλάζοντας χέρια, δεδομένου ότι οι παλαιοί μέτοχοι δεν βάζουν χρήματα, αλλά όσες αντιθέτως θεωρούνται «χαμένες περιπτώσεις» να οδηγούνται σε εκκαθάριση, προκειμένου οι τράπεζες να ανακτήσουν μέσα από τους πλειστηριασμούς ή την πώληση των επιμέρους περιουσιακών στοιχείων μέρος των δανείων. Για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις οι αλλαγές στη νομοθεσία θα διευκολύνουν τη συνολική ρύθμιση των οφειλών τους προς τις τράπεζες και το Δημόσιο, έτσι ώστε να προκύπτει ένα βιώσιμο σχήμα αποπληρωμής τους.
Για δε τις μικρές επιχειρήσεις (με τζίρο κάτω από 1 εκατ. ευρώ κατά μέσο όρο την τελευταία τριετία), αλλά και για τους ιδιώτες με στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια που δεν έχουν εμπορική ιδιότητα θα εφαρμόζεται ο Κώδικας Δεοντολογίας , ο οποίος αφορά τις σχέσεις μεταξύ τραπεζών και δανειοληπτών, έτσι ώστε να επιχειρείται βιώσιμη ρύθμιση των οφειλών.
Βιώσιμη ρύθμιση ή πλειστηριασμός
Η λέξη-κλειδί για όλα τα δάνεια πλέον είναι ο όρος «βιώσιμο», που σημαίνει ότι οποιαδήποτε αναδιάρθρωση ή ρύθμιση θα πρέπει να καταλήγει σε διευθέτηση την οποία αφενός ο δανειολήπτης (επιχείρηση ή ιδιώτης) θα έχει τη δυνατότητα να εξυπηρετήσει, ενώ και η τράπεζα δεν θα οδηγείται σε περαιτέρω ζημίες.
Στόχος είναι να μη συνεχιστεί η πρακτική που εφαρμοζόταν σε πολλές περιπτώσεις μέχρι σήμερα, όπου οι τράπεζες κρατούσαν «ζωντανά», πολλές φορές εικονικά, προβληματικά δάνεια είτε με επαναχρηματοδοτήσεις, είτε με ανανέωση προβληματικών ρυθμίσεων, διότι με τον τρόπο αυτό ο αριθμός των κόκκινων δανείων αυξανόταν διαρκώς επιβαρύνοντας τις κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών. Με λίγα λόγια, εάν ο δανειολήπτης δεν μπορεί να εξυπηρετήσει μια ρύθμιση που θα καταλήγει σε βιώσιμη αποπληρωμή του δανείου, είτε επειδή τα εισοδήματά του δεν επαρκούν είτε επειδή το επιχειρηματικό σχέδιο της επιχείρησης δεν βγαίνει, η τράπεζα θα οδηγείται σε δικαστική είσπραξη των οφειλών.
Στο πλαίσιο αυτό, οι τράπεζες θα έχουν συγκεκριμένους στόχους για τη μείωση των κόκκινων δανείων, τους οποίους θα παρακολουθεί ανά τρίμηνο η Τράπεζα της Ελλάδος εκδίδοντας κατευθυντήριες γραμμές και αναπροσαρμόζοντας τους στόχους. Στον πυρήνα των αλλαγών βρίσκεται η αντίληψη ότι την ευθύνη για την αξιολόγηση της βιωσιμότητας και τις αποφάσεις σχετικά με τα κόκκινα δάνεια την έχουν οι τράπεζες, καθώς αυτές φέρουν και το βάρος υλοποίησης των επιχειρηματικών σχεδίων τα οποία έχουν υποβάλει στον SSM.
Χιλιάδες εταιρείες και ακίνητα θα αλλάξουν χέρια
Με τα δεδομένα που επικρατούν σήμερα στην αγορά είναι φανερό ότι μεγάλος αριθμός εταιρειών θα αλλάξει χέρια και αρκετές θα οδηγηθούν σε εκκαθάριση, ενώ το ίδιο θα συμβεί και με τα ακίνητα όσων έχουν στεγαστικά δάνεια για τα οποία δεν θα καταφέρουν να καταλήξουν σε βιώσιμη ρύθμιση.
Με βάση στοιχεία του τέλους του 2015, υπήρχαν 16.743 δάνεια μεγάλων εταιρειών, που υπολογίζεται ότι αφορούν γύρω στις 9.000 επιχειρήσεις (πολλές έχουν περισσότερα από ένα δάνειο), 71.000 δάνεια μικρομεσαίων επιχειρήσεων (51.000 επιχειρήσεις) και 239.500 δάνεια μικρών και ατομικών επιχειρήσεων (περίπου 198.000 αυτοαπασχολούμενοι), με συνολικές «κόκκινες» οφειλές γύρω στα 60 δισ. ευρώ. Αντίστοιχα, περί τα 413.000 κόκκινα στεγαστικά δάνεια ανήκουν σε περίπου 272.000 δανειολήπτες (πολλοί έχουν περισσότερα του ενός δάνεια), αξίας γύρω στα 30 δισ. ευρώ, ενώ περί το 1,9 εκατομμύρια καταναλωτικά βαρύνουν 1,3 εκατομμύρια δανειολήπτες.
Από μελέτη της PricewaterhouseCoopers που έγινε σε δείγμα 2.824 μεγάλων εταιρειών -με τζίρο άνω των 10 εκατ. ευρώ- την περίοδο 2008-2013, προέκυψε ότι οι 464 από αυτές δεν έχουν περιθώρια ανάκαμψης (μάλιστα χαρακτηρίστηκαν «ζόμπι») και θα πρέπει να οδηγηθούν σε εκκαθάριση. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να κλείσουν και να εκποιηθούν τα περιουσιακά τους στοιχεία με τη διαδικασία του πλειστηριασμού. Στις εταιρείες αυτές εργάζονται περίπου 70.000 άνθρωποι, σύμφωνα με τα στοιχεία της PwC.
Η μελέτη κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι στο δείγμα υπάρχουν και άλλες 1.133 εταιρείες με κακή χρηματοοικονομική εικόνα και μεγάλες δυσκολίες στην αποπληρωμή των δανείων τους, αλλά οι περισσότερες από αυτές μπορούν να εξυγιανθούν εάν γίνει αναδιάρθρωση των δανείων τους (ενδεχομένως και κούρεμα) και της λειτουργίας τους με την είσοδο νέων κεφαλαίων και νέων μετόχων. Στις εταιρείες αυτές εργάζονται 224.000 άνθρωποι. Τα στοιχεία προέρχονται από την έρευνα με τίτλο «Αστέρια και Ζόμπι – Οι ελληνικές μεγάλες επιχειρήσεις βγαίνουν από την κρίση» που έγινε το 2015 από την PwC. Συνολικά, δηλαδή, στις εταιρείες που θα «ματώσουν» από την αναδιάρθρωση των δανείων απασχολούνται περίπου 300.000 εργαζόμενοι.
Ο Κώδικας Δεοντολογίας
Ο αναθεωρημένος Κώδικας Δεοντολογίας για τις διαδικασίες διευθέτησης δανείων που αφορούν φυσικά πρόσωπα ή μικρές επιχειρήσεις απευθύνεται αποκλειστικά στις τράπεζες και έχει σκοπό να θεσπίσει διαδικασίες χειρισμού δανειοληπτών έτσι ώστε τα δάνειά τους να εμφανίζονται «υπό έλεγχο», με αποτέλεσμα να μην επισύρουν μεγαλύτερες ζημίες για τις τράπεζες. Ο κώδικας προβλέπει διάφορα εργαλεία ρύθμισης των δανείων, τα οποία ξεκινούν από την προσωρινή ρύθμιση με χαμηλή δόση και μια περίοδο χάριτος και φτάνουν μέχρι το κούρεμα ή την παραχώρηση του ακινήτου στην τράπεζα για να μη διεκδικήσει αυτή τις απαιτήσεις που δεν καλύπτονται από την αξία του σπιτιού.
Οι κατάλληλες λύσεις διακρίνονται σε: (α) ήπιες ή απλώς ρυθμιστικές. Πρόκειται για βραχυπρόθεσμες – μακροπρόθεσμες προτάσεις ρύθμισης όπως: παράταση διάρκειας πάνω από δύο χρόνια, περίοδος χάριτος, μερική διαγραφή οφειλής, αποπληρωμή μόνο των τόκων. Και (β) ραγδαίες ή οριστικές, που ενδεχομένως να μεταβάλουν την περιουσιακή κατάσταση του δανειολήπτη. Ο λόγος για προτάσεις οριστικής διευθέτησης, όπως η εθελοντική μεταβίβαση ενυπόθηκου ακινήτου, εθελοντική εκποίηση ενυπόθηκου ακινήτου κ.ο.κ. Οι λύσεις ρύθμισης είναι σαφώς ευνοϊκότερες για τον δανειολήπτη από τις λύσεις οριστικής διευθέτησης. Ο νέος κώδικας έχει ορισμένες βελτιώσεις, αλλά δεν πέρασαν τελικά δεσμευτικές διαδικασίες για το πότε και με ποιους όρους και προϋποθέσεις θα πρέπει να γίνεται η κάθε ρύθμιση, με αποτέλεσμα η τελική ευθύνη για το περιεχόμενο της πρότασης ρύθμισης να ανήκει στην τράπεζα. Προβλέπονται μεν ορισμένες δεσμεύσεις, όπως το να λαμβάνεται υπόψη η οικονομική κατάσταση του δανειολήπτη και οι λεγόμενες «εύλογες δαπάνες διαβίωσης», αλλά δεν ορίζονται συγκεκριμένα όρια και περιπτώσεις. Θεσπίστηκε πάντως η δυνατότητα του δανειολήπτη να υποβάλει αντιπρόταση ρύθμισης εάν εκείνη της τράπεζας δεν είναι ικανοποιητική, ενώ μπορεί να υποβάλει και ένσταση, η οποία πάντως εξετάζεται από επιτροπή της τράπεζας.
Το πρόβλημα που επισημαίνουν εκπρόσωποι καταναλωτικών οργανώσεων είναι ότι σε αρκετές περιπτώσεις οι δανειολήπτες δεν μπορούν να ανταποκριθούν στην πρόταση ρύθμισης που κάνουν οι τράπεζες, με αποτέλεσμα να μην επιλύεται το πρόβλημα, ενώ δεν υπάρχει και ανεξάρτητη αρχή η οποία να ελέγχει τις ενστάσεις και την εφαρμογή του κώδικα. Από το οικονομικό επιτελείο, πάντως, ελπίζουν ότι την κατάσταση θα βελτιώσουν τα 30 συμβουλευτικά γραφεία τα οποία θα δημιουργήσει το νεοσυσταθέν Κυβερνητικό Συμβούλιο Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους.
Οπως λένε στελέχη του οικονομικού επιτελείου, αρχικά υπήρξαν σκέψεις να τεθούν συγκεκριμένα όρια για τις τράπεζες, αλλά τα σχέδια αυτά δεν προχώρησαν καθώς δεν τα δέχονται οι δανειστές και ο SSM, οι οποίοι επιμένουν να μην υπάρχει ανάμειξη του Δημοσίου στη διαδικασία και τα ζητήματα να επιλύονται με όρους αγοράς. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, υπήρξαν βελτιώσεις στον κώδικα, όπως η απλοποίηση της τυποποιημένης οικονομικής κατάστασης που πρέπει να υποβάλουν οι δανειολήπτες, η επέκταση δικαιώματος υποβολής ενστάσεων σε όλα τα φυσικά πρόσωπα και όχι μόνο σε αυτά των οποίων διακυβεύεται η κατοικία, η εισαγωγή των «εύλογων δαπανών διαβίωσης» ως βάση για την έναρξη της διαπραγμάτευσης με τον οφειλέτη, αλλά και η εισαγωγή ειδικού κεφαλαίου για δανειολήπτες που ανήκουν σε κοινωνικά ευπαθείς ομάδες, υποχρεώνοντας τις τράπεζες να θεσπίζουν ειδική πολιτική επικοινωνίας για οικονομικά αδύναμους (απουσία λοιπής ακίνητης περιουσίας πλην της κατοικίας, χαμηλό οικογενειακό διαθέσιμο εισόδημα και αντικειμενική αξία κατοικίας <140.000 ευρώ). Επίσης, η διαδικασία της υποβολής προτάσεων από την τράπεζα κατ’ ουσία διπλασιάζεται υπέρ του δανειολήπτη, καθώς υποβάλλονται δύο προτάσεις, η πρώτη ηπιότερη από τη δεύτερη, και η απάντηση του δανειολήπτη αποκτά βαρύτητα αφού η τράπεζα καλείται να τη συμπεριλάβει και να την προσαρμόσει στην τελική πρόταση.