υπηρεσίας, όσον αφορά την αυτόματη, ενδιάμεση και προσωρινή αποθήκευση των πληροφοριών, η οποία γίνεται με αποκλειστικά σκοπό να καταστεί αποτελεσματικότερη η μεταγενέστερη μετάδοση των πληροφοριών προς άλλους αποδέκτες της υπηρεσίας, κατ’ αίτησή τους, υπό τους όρους ότι ο φορέας παροχής υπηρεσιών: (α) δεν τροποποιεί τις πληροφορίες, (β) τηρεί τους όρους πρόσβασης στις πληροφορίες, (γ) τηρεί τους κανόνες που αφορούν την ενημέρωση των πληροφοριών, οι οποίοι καθορίζονται κατά ευρέως αναγνωρισμένο τρόπο και χρησιμοποιούνται από τον κλάδο, (δ) δεν παρεμποδίζει τη νόμιμη χρήση της τεχνολογίας, η οποία αναγνωρίζεται και χρησιμοποιείται ευρέως από τον κλάδο, προκειμένου να αποκτήσει δεδομένα σχετικά με τη χρησιμοποίηση των πληροφοριών, και (ε) ενεργεί άμεσα προκειμένου να αποσύρει τις πληροφορίες που αποθήκευσε ή να καταστήσει την πρόσβαση σε αυτές αδύνατη, μόλις αντιληφθεί ότι οι πληροφορίες έχουν αποσυρθεί από το σημείο του δικτύου στο οποίο βρίσκονταν αρχικά ή η πρόσβαση στις πληροφορίες κατέστη αδύνατη ή μια δικαστική ή διοικητική αρχή διέταξε την απόσυρση των πληροφοριών ή απαγόρευσε την πρόσβαση σε αυτές. 2. Το παρόν άρθρο δεν θίγει την δυνατότητα να επιβληθεί δικαστικά ή διοικητικά στο φορέα παροχής υπηρεσιών η παύση ή η πρόληψη της παράβασης», (άρθρο 13) «Φιλοξενία 1. Σε περίπτωση παροχής μιας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας συνισταμένης στην αποθήκευση πληροφοριών παρεχομένων από ένα ^ αποδέκτη υπηρεσίας, δεν υφίσταται ευθύνη του φορέα παροχής της υπηρεσίας για τις πληροφορίες που αποθηκεύονται μετά από αίτηση αποδέκτη της υπηρεσίας, υπό τους όρους ότι: (α) ο φορέας παροχής της υπηρεσίας δεν γνωρίζει πραγματικά ότι πρόκειται για παράνομη δραστηριότητα ή πληροφορία και ότι, σε ό,τι αφορά αξιώσεις αποζημιώσεως, δεν γνωρίζει τα γεγονότα ή τις περιστάσεις από τις οποίες προκύπτει η παράνομη δραστηριότητα ή πληροφορία, ή (β) ο φορέας παροχής της υπηρεσίας, μόλις αντιληφθεί τα προαναφερθέντα, αποσύρει ταχέως τις πληροφορίες ή καθιστά την πρόσβαση σε αυτές αδύνατη. 2. Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται όταν ο αποδέκτης της υπηρεσίας ενεργεί υπό την εξουσία ή υπό τον έλεγχο του φορέα παροχής της υπηρεσίας. 3. Το παρόν άρθρο δεν θίγει τη δυνατότητα να επιβληθεί δικαστικά ή διοικητικά στο φορέα παροχής υπηρεσιών η παύση ή η πρόληψη της παράβασης», (άρθρο 14 παρ. 1) «Απουσία γενικής υποχρέωσης ελέγχου 1. Οι φορείς παροχής υπηρεσιών δεν έχουν, για την παροχή υπηρεσιών που αναφέρονται στα άρθρα 10, 11 και 12 του παρόντος γενική υποχρέωση ελέγχου των πληροφοριών που μεταδίδουν ή αποθηκεύουν ούτε γενική υποχρέωση δραστήριας αναζήτησης γεγονότων ή περιστάσεων που δείχνουν ότι πρόκειται για παράνομες δραστηριότητες». Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 17 του ιδίου πδ 131/2003, «εφόσον πιθανολογείται προσβολή δικαιωμάτων από τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας, το Μονομελές Πρωτοδικείο διατάσσει ως ασφαλιστικό μέτρο οποιοδήποτε πρόσφορο μέτρο…Στην περίπτωση αυτή χορηγείται υποχρεωτικώς προσωρινή διαταγή κατά το άρθρο 691 παρ. 2 του ΚΠολΔ» (ΕφΘρ 91/2012 ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΠειρ 4980/2009 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, οι μεσάζοντες παροχής υπηρεσιών διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στη λειτουργία του, γιατί η δράση τους είναι απαραίτητη για την παρουσίαση και διάδοση των πληροφοριών στο internet. Ο δε συνταγματικός νομοθέτης, τους επεφύλαξε ειδική μεταχείριση, αφού το άρθρο 5Α του Συντάγματος προβλέπει ρητά την ελευθερία συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας, κατοχυρώνοντας παράλληλα υποχρέωση του κράτους περί διευκόλυνσης της πρόσβασης στις πληροφορίες που διακινούνται ηλεκτρονικά, καθώς και της παραγωγής, ανταλλαγής και διάδοσής τους (βλ. Κ. Χριστοδούλου, Προστασία της προσωπικότητας και της συμβατικής ελευθερίας στα κοινωφελή δίκτυα, σελ. 29 επ.). Πολλές φορές, όμως, οι πληροφορίες αυτές έχουν παράνομο περιεχόμενο και προσβάλλουν έννομα αγαθά τρίτων. Το παράνομο (του περιεχομένου) σχετίζεται με μια πληθώρα ζητημάτων όπως η διακίνηση πορνογραφικού υλικού ανηλίκων, η συκοφαντική δυσφήμηση, η παραβίαση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, η παραβίαση της νομοθεσίας περί προσωπικών δεδομένων κτλ. Με τον όρο πάροχος υπηρεσιών internet αναφερόμαστε στην επιχείρηση που παρέχει στους απλούς χρήστες πρόσβαση σε διάφορες υπηρεσίες τουinternet, συνήθως έναντι συνδρομής. Εκτός από πρόσβαση οι εταιρίες αυτές παρέχουν επίσης και πρόσθετες υπηρεσίες, όπως διατήρηση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, φιλοξενία προσωπικών ιστοσελίδων, κλπ. Η τεχνολογία και λειτουργία του διαδικτύου καθιστά απαραίτητη τη διαμεσολάβηση των παροχών υπηρεσιών πρόσβασης για τη διενέργεια των συναλλαγών. Το internet αποτελεί ένα παγκόσμιο δίκτυο διασυνδεδεμένων υπολογιστών, όπου οι ψηφιακές πληροφορίες μεταφέρονται από τον έναν υπολογιστή στον άλλο, μέχρι να φτάσουν στον τελικό αποδέκτη. Η μεταφορά αυτή διενεργείται με την αντιγραφή των ψηφιακών πληροφοριών από υπολογιστή σε υπολογιστή. Ωστόσο, προβληματική και δυσχερής είναι η απόπειρα καταλογισμού ευθύνης στους παρόχους ακόμα και σε περιπτώσεις όπου έχουν δυνατότητα επέμβασης, έστω και περιορισμένη, στις πληροφορίες που διακινούν. Τούτο διότι για να επέμβουν πρέπει κατ’ αρχάς να λάβουν γνώση της ύπαρξης παράνομου υλικού και για να λάβουν γνώση θα πρέπει να ελέγξουν τις πληροφορίες που διακινούν. Ωστόσο, δεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί βάσιμα η επιβολή στους παρόχους υποχρέωσης ελέγχου του συνόλου των πληροφοριών που διακινούν ή ακόμα και αυτών που φιλοξενούν, των οποίων ο έλεγχος εκ πρώτης όψεως, ενδεχομένως να φαντάζει πιο εύκολος. Η υποχρέωση αυτή, πέραν του ότι θα τους επιβάρυνε με ένα πρόσθετο τεράστιο οικονομικό βάρος, είναι και πρακτικώς αδύνατο να εκπληρωθεί, δεδομένου του όγκου των πληροφοριών που διαχειρίζεται ένας πάροχος. Περαιτέρω, εάν εναποτίθετο το βάρος αυτό στους παρόχους, θα περιοριζόταν σημαντικά η ελεύθερη διακίνηση των ιδεών στο internet, το οποίο θεωρείται το πλέον αδέσμευτο και πιο εξελιγμένο παγκόσμιο επικοινωνιακό μέσο. Εξάλλου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ως άνω πδ, η απαλλαγή από την ευθύνη που προβλέπεται στα άρθρο 11 και 12 για τις δραστηριότητες της «απλής μετάδοσης» ή«αποθήκευσης σε κρυφή μνήμη» δεν ισχύει στην περίπτωση όπου ένας φορέας παροχής υπηρεσιών συνεργάζεται σκόπιμα με κάποιον από τους αποδέκτες της υπηρεσίας του με σκοπό τη διάπραξη παράνομων πράξεων. Η τελευταία εξαίρεση αναφέρεται στην περίπτωση της φιλοξενίας, ήτοι στην ευθύνη ενός φορέα παροχής υπηρεσιών για τις πληροφορίες που αποθηκεύονται κατόπιν αίτησης του αποδέκτη της υπηρεσίας. Οι προϋποθέσεις απαλλαγής του φορέα από την ευθύνη σε αυτή την τρίτη περίπτωση είναι δύο: (α) ο φορέας παροχής της υπηρεσίας να μην γνωρίζει πραγματικά ότι πρόκειται για παράνομη δραστηριότητα ή πληροφορία και σε ότι αφορά αξιώσεις αποζημίωσης, να μην γνωρίζει τα γεγονότα ή τις περιστάσεις από τις οποίες προκύπτει η παράνομη δραστηριότητα ή πληροφορία, (β) μόλις αντιληφθεί τα προαναφερθέντα, να αποσύρει ταχέως τις πληροφορίες ή να καθιστά την πρόσβαση σε αυτές αδύνατη. Σύμφωνα δε με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, ο φορέας δεν απαλλάσσεται από την ευθύνη, ακόμα και όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου αυτού, εάν ο αποδέκτης της υπηρεσίας λειτουργεί υπό την εξουσία ή υπό τον έλεγχο του φορέα παροχής της υπηρεσίας. Η ρύθμιση αυτή είναι αυτονόητη καθώς σε μία τέτοια περίπτωση δύσκολα μπορεί ο φορέας παροχής να επικαλεστεί άγνοια του παράνομου περιεχομένου των αποθηκευμένων ή εν πάση περιπτώσει, εφόσον ο αποδέκτης τελεί υπό τον έλεγχο του, όφειλε να γνωρίζει το περιεχόμενο αυτό. Κατά δε τη γενική διατύπωση του άρθρου 14 του πδ, οι φορείς παροχής υπηρεσιών δεν έχουν, για την παροχή των υπηρεσιών που αναφέρονται στα άρθρα 11, 12 και 13, γενική υποχρέωση ελέγχου των αποθηκευμένων ή μεταδιδομένων από αυτούς πληροφοριών, ούτε υποχρέωση δραστήριας αναζήτησης γεγονότων ή περιστάσεων που δείχνουν ότι πρόκειται για παράνομες δραστηριότητες. Ωστόσο στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου θεμελιώνεται υποχρέωση οι πάροχοι υπηρεσιών να ενημερώνουν πάραυτα τις αρμόδιες κρατικές αρχές για τυχόν υπόνοιες περί χορηγουμένων παράνομων πληροφοριών ή δραστηριοτήτων που επιχειρούν αποδέκτες των υπηρεσιών τους καθώς και να ανακοινώνουν στις αρμόδιες αρχές, κατ’ αίτηση τους, πληροφορίες, οι οποίες διευκολύνουν την εντόπιση αποδεκτών της υπηρεσίας τους, με τους οποίους έχουν συμφωνίες αποθήκευσης. Η εν λόγω διάταξη ισχύει μόνο για χρήστες με τους οποίους οι πάροχοι έχουν συμφωνίες αποθήκευσης και όχι για τρίτους χρήστες. Ο σκοπός της διάταξης αυτής είναι προφανής και αφορά στην προστασία των φορέων παροχής υπηρεσιών από την υποχρέωση διαρκούς ελέγχου και επαγρύπνησης προκειμένου να επωφεληθούν των απαλλαγών από την ευθύνη που προβλέπονται από τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων. Η διάταξη δε αυτή θεμελιώνει νόμιμο λόγο απαλλαγής από την ευθύνη και όχι νόμιμο λόγο ευθύνης (βλ. Ε. Διαμαντή, Ευθύνη των μεσαζόντων παροχής υπηρεσιών στο διαδίκτυο κατά το πδ 131/2003, ΔΕΕ 2004.86 επ., Φ. Κατσανάκη, Ευθύνη παροχών υπηρεσιών internet κατά τη διαμεσολάβηση στη διακίνηση παράνομου υλικού, ΧρΙΔ 2008.271 επ.). Ο νόμιμος λόγος απαλλαγής (των παρόχων πρόσβασης) αφορά κάθε ευθύνη για συμπεριφορά που υπάγεται σε οποιαδήποτε απαγορευτική διάταξη νόμου, ανεξαρτήτως αν αυτή υπάγεται στο ποινικό ή το αστικό δίκαιο, το δίκαιο ανταγωνισμού ή το δίκαιο της πνευματικής ή/και βιομηχανικής ιδιοκτησίας. Η ιδιότυπη όμως αυτή «ασυλία» των φορέων παροχής πρόσβοσης δεν είναι απόλυτη, καθώς ρητώς προβλέπεται ότι είναι δυνατή σε αυτούς η επιβολή με δικαστική απόφαση ή διοικητική πράξη για την παύση ή την πρόληψη τυχόν παραβάσεων σε σχέση με τη διαδικτυακά διακινούμενη πληροφορία. Τέτοια παύση δια της δικαστικής ή της διοικητικής οδού συγκεκριμένων και ειδικώς ορισμένων παραβάσεων αποτελεί σε σχέση με τους παρόχους πρόσβασης η απομάκρυνση παράνομων πληροφοριών, τις οποίες φιλοξενούν στα δίκτυά τους, ή η απενεργοποίηση της πρόσβασης σ’αυτές, εφόσον φιλοξενούνται σε άλλα δίκτυα. Ενώ, όμως, η δικαστική ή διοικητική επιβολή υποχρέωσης των παρόχων πρόσβασης για την παύση με δικές τους ενέργειες συγκεκριμένων παραβάσεων, που τελούνται στο διαδίκτυο, είναι απόλυτα σαφής στο νόμο, αντιθέτως δυσερμήνευτη είναι η έννοια της πρόληψης και στο τι μπορεί να συνίσταται αυτή στην πράξη. Η έννοια της πρόληψης παραπέμπει εννοιολογικά στην εφαρμογή τεχνολογικών μέτρων σχετικά με την αποτροπή παράνομων δραστηριοτήτων, όπως λόγου χάρη τεχνολογιών «φιλτραρίσματος» της διαμετακομιζόμενης πληροφορίας για την αποτροπή παράνομων πράξεων. Εντούτοις, η ρύθμιση του άρθρου 14 του πδ 131/2003 αποκλείει την, είτε με εθνικό νόμο είτε με δικαστική απόφαση ή διοικητική πράξη, επιβολή υποχρέωσης προς τους παρόχους πρόσβασης για την γενικευμένη εφαρμογή τέτοιων τεχνολογιών «φιλτραρίσματος». Μία τέτοια άλλωστε υποχρέωση θα ήταν ασύμβατη με βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, όπως η ελευθερία έκφρασης αλλά και το δικαίωμα πρόσβασης στην κοινωνία της πληροφορίας, που θεμελιώνονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Έτσι, γίνεται δεκτό ότι υποχρεώσεις – προληπτικού μεταξύ άλλων – ελέγχου για τους παρόχους πρόσβασης είναι δυνατές, μόνο αν αυτές αφορούν σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και όχι αν εισάγουν γενικευμένο «φιλτράρισμα» πληροφοριών. Η θέση των παρόχων πρόσβασης στη λειτουργία του διαδικτύου είναι κεντρική, καθώς οι φορείς αυτοί εξασφαλίζουν τεχνικά την πρόσβαση των τελικών χρηστών στο διαδικτυακό περιβάλλον και αναλαμβάνουν τη διαμετακομιδή των ψηφιοποιημένων δεδομένων από και προς αυτούς. Ουσιαστικά, οι πάροχοι πρόσβασης παρέχουν μία κοινωφελή υπηρεσία ιδιαίτερης σπουδαιότητας τόσο για τα μεμονωμένα άτομα όσο και ευρύτερα για το κοινωνικό σύνολο, η παροχή της οποίας κρίνεται απαραίτητη όχι μόνο για την κάλυψη ατομικών αναγκών αλλά και για την κοινωνική πρόοδο (βλ. σχετ. Α. Μπρούμα, Ο Ρόλος των Παροχών Πρόσβασης στο Διαδίκτυο σε σχέση με την Εφαρμογή του Δικαίου Πνευματικής Ιδιοκτησίας, ΔΙΜΕΕ 2009.491, Γ. Γιαννόπουλο, Η ευθύνη των μηχανισμών αναζήτησης για τις υπηρεσίες υπόδειξης και αυτόματης συμπλήρωσης , ΔΙΜΕΕ 13/168, Φ. Κατσανάκη, Ευθύνη παρόχων υπηρεσιών internet κατά τη διαμεσολάβηση στη διακίνηση παράνομου υλικού, ΧρΙΔ 2008.271, Ε. Διαμαντή, Ευθύνη των μεσαζόντων παροχής υπηρεσιών στο διαδίκτυο κατά το ΠΔ 131/2003. Ενσωμάτωση της Οδηγίας 2000/31 για το ηλεκτρονικό εμπόριο στο εθνικό δίκαιο, ΔΕΕ 2004.986, Κ. Χριστοδούλου, Ευθύνη του παρόχου δικτύου για προσβολές της ιδιωτικής σφαίρας, ΔΙΜΕΕ 2010.328). Επιπλέον, από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων των όρθρων 57, 59, 914, 932 ΑΚ και των άρθρων 361, 362, 363 και 367 ΠΚ συνάγεται ότι εκείνος του οποίου προσβάλλεται η προσωπικότητα α) με τη διατύπωση γι’ αυτόν, γραπτά ή προφορικό, λέξεων ή φράσεων που κατά την κοινή αντίληψη περιέχουν είτε αμφισβήτηση της ηθικής και κοινωνικής αξίας του, είτε περιφρόνηση για το πρόσωπό του από το δράστη, ο οποίος γνωρίζει ότι με τέτοια οικειοθελή ενέργειά του προσβάλλεται η τιμή του άλλου και β) με ισχυρισμό ή διάδοση δυσφημιστικού γεγονότος, δηλαδή συμβάντος ή περιστατικού του παρόντος ή του παρελθόντος που υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, το οποίο (δυσφημιστικό γεγονός) μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, δικαιούται, εκτός άλλων, και την καταδίκη του υπαιτίου της δυσφημιστικής διάδοσης ή του εξυβριστικού ισχυρισμού στην καταβολή χρηματικού ποσού προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την προσβολή. Οταν ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες για αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη (ΑΠ 271/2012 ΝΟΜΟΣ). Τέτοιου είδους προσβολές μπορούν να προκληθούν και από δημοσίευμα στον τύπο ή από δηλώσεις σε ραδιοφωνική ή τηλεοπτική εκπομπή ή από αναρτήσεις στο διαδίκτυο, μέσω ηλεκτρονικών ιστοσελίδων ή άλλων ιστοτόπων, που λειτουργούν ως διεθνές μέσο διακίνησης πληροφοριών, με μεγάλη εμβέλεια δράσης, και μάλιστα παγκόσμια, και συνακόλουθα με αριθμό αποδεκτών όσων δια αυτού διαδίδονται, που μεγεθύνει την προβολή εκείνου που θίγεται από την διάδοση συκοφαντικών, δυσφημιστικών ή εξυβριστικών ισχυρισμών (ΕφΔωδ 220/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 36/2011 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 680/2009 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑΘ 8962/2006 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 26 ΑΚ οι ενοχές από αδίκημα διέπονται από το δίκαιο της πολιτείας όπου διαπράχθηκε το αδίκημα. Τόπος τέλεσης του αδικήματος – και ως τέτοιο εννοείται η αδικοπραξία υπό ευρεία έννοια – είναι τόσο ο τόπος που ενήργησε ή παρέλειψε να ενεργήσει ο υπαίτιος της αδικοπραξίας όσο και ο τόπος στον οποίο επήλθε η ζημία. Στην περίπτωση δε που τα πραγματικά περιστατικά που υλοποιούν την αδικοπραξία, μεταξύ των οποίων και η επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος, συντελούνται στο έδαφος περισσοτέρων πολιτειών, στον ζημιωθέντα απόκειται η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου (ΑΠ 903/2010 ΝΟΜΟΣ). Έτσι, με τη δημοσίευση πληροφοριών μέσω ιστοσελίδας του διαδικτύου, τόπος τέλεσης της αδικοπραξίας είναι και κάθε τόπος όπου υπάρχει ή υπήρξε πρόσβαση στο επίμαχο δημοσίευμα που αναρτήθηκε στο διαδίκτυο και επήλθε η ζημία, ο τόπος δε της συνήθους διαμονής του προσβληθέντος είναι ο τόπος στον οποίο κατά κύριο λόγο επήλθε η ζημία. Κατά το δίκαιο δε που ορίζει η διάταξη αυτή κρίνονται, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα ζητήματα: Αν η συγκεκριμένη πράξη αποτελεί αδίκημα, αν η υπαιτιότητα αποτελεί προϋπόθεση του αδικήματος και της υποχρεώσεως για αποζημίωση, αν και βάσει ποίων προϋποθέσεων θεμελιώνεται αντικειμενική ευθύνη σε βάρος κάποιου άλλου, ποια είναι το είδος και η έκταση της οφειλόμενης αποζημίωσης (άρθρα 914, 297, 298 για την περιουσιακή ζημία και 932 ΑΚ για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης), πότε η πράξη είναι παράνομη, ποιος βαθμός υπαιτιότητας απαιτείται για τη θεμελίωση υποχρέωσης προς αποζημίωση, αν μεταξύ της πράξης και της ζημίας απαιτείται αιτιώδης συνάφεια, ποιες οι συνέπειες του συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος, πότε παραγράφεται η σχετική αξίωση (ΑΠ 711/2011 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, για την εφαρμογή των διατάξεων του πδ τίθεται ως προϋπόθεση, σύμφωνα με την αρχή του κράτους προέλευσης, ο φορέας παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας να είναι εγκατεστημένος στην Ελλάδα. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του πδ 131/2003, το εν λόγω προεδρικό διάταγμα εφαρμόζεται μόνον εφόσον ο φορέας παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας είναι εγκατεστημένος στην Ελλάδα. Σύμφωνα δε με το ως άνω πδ, ως εγκατεστημένος φορέας παροχής υπηρεσιών ορίζεται ο φορέας, ο οποίος ασκεί ουσιαστικώς μια οικονομική δραστηριότητα μέσω μιας μόνιμης εγκατάστασης για αόριστη χρονική διάρκεια, ενώ η απλή παρουσία και η χρήση των τεχνικών μέσων και των τεχνολογιών που απαιτούνται για την παροχή της υπηρεσίας δεν συνιστούν εγκατάσταση του φορέα (βλ. Κ. Χριστοδούλου, Ευθύνη του παρόχου δικτύου για προσβολές της ιδιωτικής σφαίρας, ΔΙΜΕΕ 2010.328, Χ. Αποστολόπουλο, Η ερμηνεία της αρχής της χώρας προέλευσης στην οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο ως κανόνας σύγκρουσης του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, ΔΕΕ 2004.266).
Με την υπό κρίση αγωγή, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι τον … του 2012 αναρτήθηκε από αγνώστους στον ίδιο και μη δυνάμενους να εντοπισθούν διαχειριστές ιστολογίου ένα κείμενο με τίτλο … με παράπλευρη φωτογραφία του ιδίου σε συγκεκριμένο ιστολόγιο (blog), όπου περιέχονται ψευδείς και συκοφαντικοί ισχυρισμοί εναντίον του ιδίου και της οικογένειάς του, τους οποίους οι συντάκτες του κειμένου δημοσίευσαν εν γνώσει της αναληθείας τους με σκοπό να πλήξουν την τιμή και την υπόληψή του και να προσβάλλουν την προσωπικότητά του. Ότι για το λόγο αυτό στις …2012 επέδωσε στην εναγομένη, η οποία είναι πάροχος διαδικτυακών υπηρεσιών, μεταξύ των οποίων και η παροχή σε χρήστες διαδικτύου της υπηρεσίας εκείνης, δια της οποίας οι τελευταίοι δημιουργούν και διαχειρίζονται ιστολόγια, δηλαδή διαδικτυακά ημερολόγια με καταχωρήσεις απόψεων, και τα οποία συνδέονται με άλλους ιστότοπους και επιτρέπουν στους αναγνώστες τους να καταχωρήσουν δικά τους σχόλια, ανώνυμα ή επώνυμα, τα οποία είναι αναγνώσιμα, εξώδικη δήλωση – πρόσκληση, με την οποία την ενημέρωσε για το παράνομο περιεχόμενο του εκεί αναφερόμενου κειμένου, το οποίο είχε αναρτηθεί σε blog, τις υπηρεσίες του οποίου παρέχει η ίδια στους διαχειριστές του, καλώντας την να προβεί στις κατάλληλες εκείνες ενέργειες προκειμένου το ως άνω συκοφαντικό κείμενο να αποσυρθεί από το blog στο οποίο αναρτήθηκε και από κάθε άλλο blog και ιστοσελίδα, στα οποία αναρτήθηκε. Ότι κατόπιν αδράνειας της εναγομένης, υπέβαλε αίτηση λήψης προσωρινών μέτρων προστασίας της προσωπικότητάς του από την προσβολή που επαγόταν η παραμονή του ως άνω κειμένου στο ιστολόγιο που είχε αναρτηθεί, την οποία το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών έκανε δεκτή, υποχρεώνοντας την εναγομένη να προβεί σε διαγραφή από το blog … του κειμένου με το ως άνω περιεχόμενο συνοδευόμενο από τη φωτογραφία του ενάγοντος και να καταργήσει αντίγραφα αρχείων/σελίδων που περιλαμβάνουν το ως άνω κείμενο, καθώς είχε επακολουθήσει αναπαραγωγή του από άλλους αποδέκτες υπηρεσιών της. Ότι απόσπασμα της ως άνω απόφασης επέδωσε στην πληρεξούσια δικηγόρο και νόμιμη αντίκλητο της εναγομένης, ώστε να λάβει αυτή γνώση και να συμμορφωθεί στο διατακτικό της ως άνω απόφασης. Ότι η εναγομένη δεν συμμορφώθηκε στις επιταγές της ως άνω δικαστικής απόφασης κατά παράβαση των επιτακτικών διατάξεων του πδ 131/2003, όπου προβλέπεται υποχρέωση του παρόχου υπηρεσιών διαδικτύου, μόλις πληροφορηθεί παράνομη δραστηριότητα ή πληροφορία, να άρει την προσβολή, καθώς δεν απέσυρε ή και δεν κατέστησε ανέφικτη την πρόσβαση στο ως άνω κείμενο και τα αντίγραφα αυτού, με αποτέλεσμα από την υπαίτια και παράνομη αυτή συμπεριφορά της (τη διατήρηση δηλαδή της ανάρτησης του επίμαχου δημοσιεύματος), να υποστεί ο ίδιος μη περιουσιακή ζημία από την εξακολουθούμενη συκοφάντησή του και τη συνεχιζόμενη προσβολή της προσωπικότητάς του. Με βάση το ιστορικό αυτό, μετά και το νομότυπο περιορισμό του αιτήματός του αναφορικά με το κονδύλι της ηθικής βλάβης, το οποίο περιορίζει στο ποσό του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) ευρώ, να υποχρεωθεί η εναγόμενη, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή 1) να απομακρύνει οριστικά το επίμαχο συκοφαντικό κείμενο από το ιστολόγιο στο οποίο έχει αναρτηθεί καθώς και από κάθε άλλο blog που φιλοξενεί στο δίκτυό της ή άλλο διαδικτυακό τόπο που φιλοξενεί ή στο οποίο παρέχει πρόσβαση και στο οποίο έχει αναπαραχθεί το κείμενο και να υποχρεωθεί να απενεργοποιήσει την πρόσβαση σε αυτό, εφόσον φιλοξενείται σε άλλα δίκτυα που δεν της ανήκουν ή δεν τα διαχειρίζεται, 2) να παρεμποδίζει μελλοντικά κάθε μελλοντική ανάρτηση ομοίου περιεχομένου με το επίμαχο δημοσίευμα και να απαγορευθεί να απονέμει σε αυτό νέα διεύθυνση «url», 3) να καταργήσει τα αποθηκευμένα αντίγραφα αρχείων/σελίδων που περιέχουν το επίμαχο συκοφαντικό κείμενο, υπό την απειλή χρηματικής ποινής 50.000 ευρώ για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσής της προς το διατακτικό της απόφασης, 4) να καταχωρήσει στο ιστολόγιο (blog) όπου έχει αναρτηθεί το συκοφαντικό κείμενο το περιεχόμενο της παρούσας απόφασης, υπό την απειλή χρηματικής ποινής 50.000 ευρώ για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσής της προς το διατακτικό της απόφασης, 5) να δημοσιεύσει με δικές της δαπάνες την απόφαση που θα εκδοθεί επί της αγωγής του σε δύο ημερήσιες και σε δύο οικονομικές εφημερίδες των Αθηνών, 6) να του καταβάλει το ποσό του 1.000.000 ευρώ για τη χρηματική του ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη συνεπεία της διατήρησης της ανάρτησης του επίμαχου δημοσιεύματος και να καταδικαστεί αυτή στη δικαστική του δαπάνη.
Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο έχει δικαιοδοσία, καθώς από την μη προβολή σχετικής ένστασης από την παρισταμένη στη δίκη εναγόμενη, συνάγεται ύπαρξη σιωπηρής δικονομικής συμφωνίας δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων και είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 3, 7, 9 εδ. α’, 10, 18 παρ. 1 ΚΠολΔ) κατά την τακτική διαδικασία. Είναι δε ορισμένη (άρθρο 216 ΚΠολΔ), πλην του αιτήματος που αφορά στην υποχρέωση της εναγομένης να απομακρύνει το κείμενο με τίτλο από κάθε άλλο blog που φιλοξενεί στο δίκτυό της ή άλλο διαδικτυακό τόπο που φιλοξενεί ή στο οποίο παρέχει πρόσβαση και στο οποίο έχει αναπαραχθεί το ως άνω κείμενο, καθώς και να απενεργοποιήσει την πρόσβαση σε αυτό, εφόσον φιλοξενείται σε άλλα δίκτυα που δεν της ανήκουν ή δεν τα διαχειρίζεται, το οποίο κρίνεται απορριπτέο ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, γενομένου δεκτού και του σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης. Και τούτο διότι κάθε αναρτημένο στο διαδίκτυο κείμενο προσδιορίζεται και εξειδικεύεται από μία συγκεκριμένη διεύθυνση, από ένα συγκεκριμένο«url», το οποίο είναι μοναδικό. Έτσι, όταν ένα κείμενο εμφανίζεται περισσότερες από μία φορές στο διαδίκτυο, αυτό πραγματώνεται με διαφορετικές διευθύνσεις, ήτοι διαφορετικά «urls». Προκειμένου δε ο φορέας παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας να απομακρύνει ένα κείμενο με παράνομο περιεχόμενο, πρέπει αυτό να είναι ειδικά και συγκεκριμένα προσδιορισμένο, και δη να προσδιορίζεται η ακριβής διεύθυνση με την οποία έχει αναρτηθεί στο διαδίκτυο. Ειδικότερα, όταν ζητείται η διακοπή πρόσβασης ή η απομάκρυνση συγκεκριμένης ανάρτησης στο διαδίκτυο, πρέπει αυτή να εξειδικεύεται ως προς τη διεύθυνση με την οποία εμφανίζεται στο διαδίκτυο, ήτοι να αναφέρεται η συγκεκριμένη διεύθυνση διαδικτύου ή/και οι διαδικτυακοί τόποι με συγκεκριμένα ονόματα, των οποίων ζητείται η διακοπή πρόσβασης ή η απομάκρυνση, ώστε, μεταξύ άλλων, να αποφεύγεται ο κίνδυνος να απομακρυνθεί και ανάρτηση, της οποίας το περιεχόμενο δεν έχει κριθεί παράνομο. Διαφορετικά, ο φορέας παροχής υπηρεσιών θα ήταν υποχρεωμένος να προβεί σε ενεργή αναζήτηση στο σύνολο των πληροφοριών που έχουν αποθηκεύσει στους υπολογιστές της υπηρεσίας κοινωνικής δικτύωσης οι χρήστες, ώστε να εντοπίσει το συγκεκριμένο κείμενο και να το απομονώσει. Εν προκειμένω, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι καθίσταται τεχνικά δυνατό στην εναγομένη να εντοπίσει τους διαδικτυακούς τόπους όπου ευρίσκεται καταχωρημένο το επίμαχο δημοσίευμα και να το απομακρύνει ή να απενεργοποιήσει την πρόσβαση σε αυτό, χρησιμοποιώντας την μηχανή αναζήτησης που η ίδια διαθέτει και πληκτρολογώντας τον τίτλο του εν λόγω δημοσιεύματος. Η εναγόμενη από την άλλη πλευρά, προβάλει τη λειτουργική της αδυναμία να πράξει τα ανωτέρω προτεινόμενα, μη αρνούμενη την τεχνική της δυνατότητα προς τούτο. Ωστόσο, μία ενεργή δραστηριοποίηση της εναγομένης προς αυτή την κατεύθυνση, θα κατέληγε στο να επωμίζεται η τελευταία το βάρος μίας γενικευμένης, εν τέλει, παρακολούθησης όλων των μεταδιδόμενων πληροφοριών και να πραγματοποιεί έλεγχοαυτών (των μεταδιδόμενων πληροφοριών), με παρέμβαση ανθρώπινου παράγοντα, προκειμένου να διαπιστώσει εάν το επίμαχο δημοσίευμα έχει αναρτηθεί είτε στο σύνολό του, είτε απόσπασμα αυτού, είτε με τον προαναφερόμενο τίτλο, είτε χωρίς αυτόν, είτε με διάφορο τίτλο και να προβεί στην απομάκρυνση αυτού ή την απαγόρευση πρόσβασης σε αυτό. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν γίνεται αποδεκτό, δεδομένου και του σκοπού του προαναφερόμενου πδ, και συνεπώς, προκειμένου μία δικαστική απόφαση να υποχρεώσει έναν πάροχο πρόσβασης στο διαδίκτυο να απομακρύνει συγκεκριμένο κείμενο, δια του οποίου τελούνται άδικες πράξεις, πρέπει να προσδιορίζονται οι εξατομικευμένοι διαδικτυακοί τόποι, οι εξατομικευμένες ιστοσελίδες κάποιου ιστότοπου ή ιστολογίου, στις οποίες εμπεριέχεται το παράνομο αυτό περιεχόμενο, είτε στο σύνολό του, είτε απόσπασμα αυτού, ανεξάρτητα από την τεχνική δυνατότητα του φορέα παροχής υπηρεσιών διαδικτύου να το πράξει, καθώς θα τον υποχρέωνε να προβεί σε δραστήρια αναζήτηση, όχι μόνο των urls με τα οποία εντοπίζεται το επίμαχο κείμενο ως σύνολο και με βάση το συγκεκριμένο τίτλο, αλλά το σύνολο των διαδικτυακών τόπων όπου αυτό εμφανίζεται ως απόσπασμα και με διαφορετικό ή καθόλου τίτλο. Κατόπιν των ανωτέρω, ο ενάγων όφειλε, προκειμένου το αίτημά του περί απομάκρυνσης του φερόμενου ως συκοφαντικού και παράνομου κειμένου να κριθεί ορισμένο, να εξατομικεύσει τις διευθύνσεις «urls», όπου εκείνος θεωρεί ότι αυτό εντοπίζεται, είτε ως σύνολο, είτε ως απόσπασμα, προκειμένου η εναγόμενη να προβεί, μέσω του εγκατεστημένου συστήματός της, λειτουργώντας με αυτοματοποιημένο τρόπο, στη διαγραφή ή κατάργηση του κειμένου που εμφανίζεται στο διαδίκτυο υπό συγκεκριμένο«url» και να μην προβεί σε έντονη και διαρκή δραστήρια αναζήτηση ιστοτόπων και ιστολογιών για τον εντοπισμό του. Κατά το μέρος δε που κρίθηκε ορισμένη, η υπό κρίση αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 71, 299, 914, 932 ΑΚ, 362, 363 ΠΚ, 1, 2, 11, 12, 13, 14 του πδ 131/2003, 176, 907, 908 παρ. 1, 947 ΚΠολΔ, έχοντος εφαρμογή του ελληνικού δικαίου ως προς την εναγόμενη εταιρία βάσει του άρθρου 26 ΑΚ, δοθέντος ότι, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, στην ελληνική επικράτεια, όπου κατοικεί ο ενάγων, επήλθε (κατά κύριο μάλιστα λόγο) η ζημία, δηλαδή η επικαλούμενη συκοφαντική του δυσφήμηση και προσβολή της προσωπικότητάς του από την επικαλούμενη παράλειψη της εναγομένης να ενεργήσει κατά τις επιταγές του ως άνω πδ, ώστε να αφαιρεθεί δημοσίευμα αποδέκτη των υπηρεσιών της, ως το δίκαιο του τόπου όπου επήλθε η επικαλούμενη από την αδικοπραξία ζημία, ενώ παράλληλα η εναγόμενη εταιρία παροχής υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο έχει και παρουσία στην ελληνική επικράτεια, όπου διατηρεί εγκατάσταση δραστηριότητας, με έδρα στην Αθήνα, Λεωφ. Μεσογείων αριθμ. 2-4, όπως προκύπτει από τη σχετική από … αίτηση ασφαλιστικών μέτρων που κατέθεσε ο ενάγων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 10202/2012 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου αντιμωλία των διαδίκων, καθώς και την από … εξώδικη δήλωση – πρόσκληση του ενάγοντος, και ασκεί οικονομική δραστηριότητα. Ωστόσο, απορριπτέο ως μη νόμιμο κρίνεται το αίτημα του ενάγοντος να υποχρεωθεί η εναγόμενη να παρεμποδίζει μελλοντικά κάθε μελλοντική ανάρτηση όμοιου περιεχομένου δημοσιεύματος και ειδικότερα να απαγορευθεί σε αυτή να απονέμει νέα διεύθυνση «url» στο επίμαχο αρχείο/κείμενο, δοθέντος ότι, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε ότι ο φορέας παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας θα έπρεπε να εφαρμόσει μία μέθοδο καθολικού φιλτραρίσματος, με σκοπό να εντοπίσει και να αποκλείσει την πρόσβαση στο περιεχόμενο των διαδικτυακών εκείνων τόπων, όπου θα ήταν αναρτημένο μέρος ή το σύνολο του επίμαχου δημοσιεύματος. Συγκεκριμένα, ο πάροχος θα ήταν υποχρεωμένος να εγκαταστήσει φίλτρο περιορισμού, προληπτικά, για απεριόριστο χρονικό διάστημα και με δικές του δαπάνες, παραβιάζοντας έτσι θεμελιώδη δικαιώματα όπως το δικαίωμα του παρόχου στην επιχειρηματικότητα και την ελευθερία διάδοσης πληροφοριών. Εν προκειμένω, ο ενάγων ζητεί να υποχρεωθεί η εναγόμενη να παρεμποδίζει μελλοντικά την ανάρτηση όμοιου περιεχομένου δημοσιεύματος, γεγονός, ωστόσο, που θα υποχρέωνε την τελευταία να θέσει σε λειτουργία, ως προαναφέρθηκε, σύστημα φιλτραρίσματος, ώστε να ελέγχει το σύνολο των πληροφοριών που έχουν αποθηκεύσει στους υπολογιστές της υπηρεσίας κοινωνικής δικτύωσης οι χρήστες, προληπτικά, με έξοδα που θα βάρυναν την ίδια, και χωρίς περιορισμό ως προς τη χρονική διάρκεια εφαρμογής του φίλτρου, γεγονός που θα ερχόταν σε αντίθεση με το σκοπό του ως άνω πδ, όπου τα μέτρα πρόληψης των προσβολών δεν πρέπει να είναι αδικαιολόγητα περίπλοκα και δαπανηρά. Επιπλέον, απορριπτέο ως μη νόμιμο κρίνεται και το αίτημα του ενάγοντος να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταχωρήσει στο ίδιο blog και με τα ίδια στοιχεία το περιεχόμενο της εκδοθησόμενης απόφασης, δοθέντος ότι, ως προκύπτει, η εναγόμενη δεν είναι η ίδια κάτοχος και διαχειριστής του εν λόγω ιστολογίου, στο οποίο αναρτήθηκε το επικαλούμενο παράνομο δημοσίευμα και, συνεπώς, δεν δύναται να διαταχθεί να καταχωρήσει η ίδια σε αυτό την παρούσα απόφαση. Συνεπώς, πρέπει η υπό κρίση αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ενός από κάθε πλευρά, που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο και περιέχονται στα υπ’ αριθμ. … πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου, από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τον ενάγοντα υπ’ αριθμ. … και … ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων του, …, αντίστοιχα, ληφθείσες ενώπιον …, που λήφθηκαν κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγομένης και του πληρεξουσίου δικηγόρου και αντικλήτου της (ΑΠ 319/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 229/2002 ΕΕργΔ 2003.1172, Μ. Μαργαρίτης, ΕρμΚΠολΔ I, εκδ. 2012, 270 αριθ. 18, για το παραδεκτό της κλήτευσης με τον τρόπο αυτό), όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες με επίκληση υπ’ αριθμ. … αντίστοιχα εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών…, από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την εναγομένη υπ’ αριθμ. … ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της, …, ληφθείσες ενώπιον του ασκούντος συμβολαιογραφικά καθήκοντα σε αναπλήρωση του Γενικού Προξένου της Ελλάδας στο Γενικό Προξενείο της Ελλάδας στον … της πολιτείας …των ΗΠΑ, …, και της διευθύνουσας το Προξενικό Γραφείο στην Πρεσβεία της Ελλάδος στην … και εκτελούσης συμβολαιογραφικά καθήκοντα, …, αντίστοιχα, που λήφθηκαν κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του πληρεξουσίου δικηγόρου και αντικλήτου του ενάγοντος που υπογράφει το δικόγραφο της αγωγής, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες με επίκληση υπ’ αριθμ. … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …, από το σύνολο των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα οι διάδικοι, μερικά από τα οποία μνημονεύονται παρακάτω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική εκτίμηση της διαφοράς, τα οποία εκτιμώνται και προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, με τη διευκρίνιση ότι τα κείμενα που έχουν συνταχθεί στα αγγλικά και προσκομίζονται από τους διαδίκους αμετάφραστα, συνιστούν μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα και λαμβάνονται υπόψη «συμπληρωματικά» κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 270 παρ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 949/2015 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 242/2012 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 884/2005 ΕλλΔνη 2006.1100), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : Στις …2012, αναρτήθηκε στο ιστολόγιο (blog) με την επωνυμία …, το οποίο φιλοξενείται από την εναγομένη εταιρία, η οποία είναι φορέας παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας και παρέχει στους χρήστες του διαδικτύου την υπηρεσία, δια της οποίας δύνανται να δημιουργήσουν και να διαχειρίζονται ιστολογία, ως το ανωτέρω, ένα κείμενο με τον τίτλο …, έχοντας παραπλεύρως αυτού τη φωτογραφία του ενάγοντος, ο οποίος είναι επιχειρηματίας δραστηριοποιούμενος, μαζί με τα μέλη της οικογένειάς του, στο χώρο των πετρελαιοειδών, της εμπορικής ναυτιλίας και σε άλλους χώρους, διαθέτοντας εταιρίες, οι οποίες στο σύνολό τους συγκροτούν τον «Όμιλο …». Στο ως άνω κείμενο αναφερόταν ότι … .
Ο ενάγων, μόλις διαπίστωσε την ανάρτηση του ως άνω δημοσιεύματος στον εν λόγω διαδικτυακό τόπο, επέδωσε την από …2012 εξώδικη δήλωση -πρόσκληση προς την εναγομένη, δυνάμει της οποίας την ενημέρωνε για το παράνομο περιεχόμενο του κειμένου, το οποίο είχε αναρτηθεί στο ιστολόγιο, τις υπηρεσίες του οποίου η τελευταία παρέχει στους διαχειριστές του, καλώντας την παράλληλα να προβεί στις κατάλληλες ενέργειες προκειμένου να αποσυρθεί από αυτό το συκοφαντικό και προσβλητικό για τον ίδιο ως άνω κείμενο, χωρίς, ωστόσο, η εναγόμενη να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια. Περαιτέρω, ο ενάγων κατέθεσε την από …2012 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, όπως αυτή συμπληρώθηκε με την από …2012 αίτησή του, ζητώντας την απομάκρυνση του κειμένου, την κατάργηση των αποθηκευμένων αντιγράφων αυτής και την απαγόρευση απονομής νέας διεύθυνσης (url) στο ως άνω κείμενο. Επί των ως άνω αιτήσεων εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 10202/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), όπου αναφέρεται ότι το ως άνω κείμενο προσέβαλε την προσωπικότητα του αιτούντος (ήδη ενάγοντος), υποχρεώνοντας την καθ’ ης η αίτηση (και ήδη εναγομένη) να διαγράψει από το blog … το επίμαχο κείμενο και να καταργήσει τα αντίγραφα αρχείων/σελίδων που το περιλαμβάνουν, επιβάλλοντας χρηματική ποινή ποσού 20.000 ευρώ σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με την απόφαση. Όπως δε προκύπτει από την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …, ακριβές αντίγραφο της ως άνω απόφασης επιδόθηκε στην …, πληρεξούσια δικηγόρο της εναγομένης κατά τη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων και νόμιμη αντίκλητό της (άρθρα 143 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ ΑΠ 205/2008 ΕΦΑΔ 2008.572, ΑΠ 909/2004 ΝΟΜΟΣ). Στη συνέχεια, η ως άνω απόφαση επιδόθηκε στην εναγομένη, δια του εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή, η οποία, παρελήφθη στις 7.12.2012. Τέλος, η ως άνω απόφαση επιδόθηκε στην εναγομένη και στις 9.11.2012, όπως προκύπτει από το από 12.11.2012 αποδεικτικό επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ, … , ημερομηνία παραλαβής, την οποία επιβεβαιώνει και η μάρτυρας αυτής, …, με την από … ένορκη βεβαίωσή της, απορριπτομένου του ισχυρισμού του ενάγοντος ότι η ίδια είχε λάβει γνώση από τις 9.9.2012. Περαιτέρω, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι το επίμαχο δημοσίευμα που περιήλθε σε γνώση των αναγνωστών – χρηστών του διαδικτύου, είναι ψευδές και συκοφαντικό στο σύνολό του, ο δε διαχειριστής του εν λόγω ιστολογίου προέβη στη δημοσίευσή του εν γνώσει της αναλήθειάς του, σκοπεύοντας στην επιχειρηματική και ηθική εξόντωσή του και με τον τρόπο αυτό από υπαιτιότητα προσέβαλε παράνομα την τιμή, την υπόληψη καθώς και την προσωπικότητά του. Ειδικότερα, στο ως άνω κείμενο αναφερόταν ότι η οικογένεια …, γεγονότα και ισχυρισμοί, οι οποίοι ουδόλως αποδεικνύονται και είναι ψευδείς. Εξάλλου, όπως αποδείχτηκε δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη στον ενάγοντα ή άλλο μέλος της οικογένειάς του για καμία από τις ανωτέρω αποδιδόμενες σε αυτούς αξιόποινες πράξεις, ούτε έχει κληθεί από τον αρμόδιο Εισαγγελέα για σχετικές εξηγήσεις. Όπως δε καταθέτει ο μάρτυρας του ενάγοντος, … , ο διαχειριστής του εν λόγω ιστολογίου ανήρτησε το κείμενο αυτό, έχοντας γνώση της αναληθείας του και προέβη στη δημοσίευση των φερόμενων ως αληθινών περιστατικών έχοντας ως σκοπό να τον δυσφημίσει και να βλάψει την τιμή, την υπόληψη και την προσωπικότητα του ενάγοντος. Η γνώση του διαχειριστή του ιστολογίου περί της αναλήθειας των υποστηριζόμενων στο επίμαχο δημοσίευμα επιρρωνύεται από το γεγονός ότι τα όσα αναφέρονται εμφανίζονται ως πραγματικές καταστάσεις και γεγονότα, όχι δηλαδή ως φήμες ή απόψεις που διαδίδονται από τρίτους. Συνοψίζοντας, το Δικαστήριο οδηγείται στην παραδοχή ότι όλα τα ανωτέρω γεγονότα και οι αναφορές που αποτελούσαν το περιεχόμενο του επίμαχου κειμένου, που περιήλθε σε γνώση των χρηστών του διαδικτύου, ήταν ικανά, κατά τα διδάγματα κοινής πείρας που το Δικαστήριο λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη του (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), να επιφέρουν και πράγματι επέφεραν στη συγκεκριμένη περίπτωση βαρεία προσβολή της τιμής, της υπόληψης και της προσωπικότητας του ενάγοντος. Το προσβλητικό χαρακτήρα του ως άνω κειμένου διαπίστωσε και η προαναφερόμενη απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων, δυνάμει της οποίας η εναγόμενη υποχρεώθηκε να διαγράψει το κείμενο από το συγκεκριμένο ιστολόγιο. Όπως δε αποδείχτηκε, η εναγόμενη, πληροφορούμενη τον παράνομο χαρακτήρα της εν λόγω ανάρτησης, στις 9.11.2012, όπως προκύπτει τόσο από τη σχετική έκθεση επίδοσης που προαναφέρθηκε όσο και από την κατάθεση της μάρτυρος της εναγομένης, συμμορφώθηκε εν μέρει με το περιεχόμενο της ως άνω απόφασης, και κατέστησε την εν λόγω ανάρτηση μη διαθέσιμη. Τούτο δε αποδεικνύεται τόσο από τις καταθέσεις των μαρτύρων της, όσο και από το προσκομιζόμενο με επίκληση έγγραφο, το οποίο συνιστά εκτύπωση από την αντίστοιχη σελίδα στο διαδίκτυο και από το οποίο προκύπτει ότι η εναγόμενη, ανταποκρινόμενη σε νομικό αίτημα που της υποβλήθηκε κατήργησε την συγκεκριμένη κοινότητα. Πράγματι, η εναγόμενη, μόλις έλαβε γνώση της προαναφερόμενης απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων που έκρινε ως παράνομο το περιεχόμενο της ανάρτησης και την υποχρέωνε να το απομακρύνει, το έπραξε εντός ευλόγου χρόνου, απορριπτομένου του σχετικού περί του αντιθέτου ισχυρισμού του ενάγοντος. Ειδικότερα, αποδείχτηκε ότι η εναγόμενη, μόλις πληροφορήθηκε την ως άνω απόφαση, δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της και αντικλήτου, προέβη στην απομάκρυνση αυτού εντός 17 ημερών, χρόνος ο οποίος κρίνεται, ενόψει όλων των συνθηκών, εύλογος, σε κάθε δε περίπτωση, όταν της επιδόθηκε η ως άνω απόφαση δια δικαστικού επιμελητή στην έδρα της στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ, στις 9.11.2012, απομάκρυνε την εν λόγω ανάρτηση αυθημερόν. Το γεγονός δε της μερικής κατάργησης της επίμαχης σελίδας του ιστολογίου συνομολογείται και από τον ενάγοντα με τις προτάσεις του. Επιπλέον, η εναγόμενη, στις 12.5.2014, προέβη σε αποκλεισμό του επίμαχου δημοσιεύματος και από τρεις άλλες διευθύνσεις που της γνωστοποίησε ο ενάγων, ήτοι από τις …, όπως προκύπτει από τη σχετική ένορκη κατάθεση της μάρτυρος της εναγομένης. Ωστόσο, ουδόλως αποδείχτηκε ότι η εναγόμενη κατήργησε και τα αντίγραφα των αρχείων/σελίδων που περιλαμβάνουν το ανωτέρω κείμενο, απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού της ότι ο ενάγων για πρώτη φορά ζήτησε την κατάργηση του αντιγράφου της επίμαχης διεύθυνσης στις 8.5.2014, καθώς ήδη δυνάμει της ως άνω απόφασης ασφαλιστικών μέτρων η εναγόμενη είχε υποχρεωθεί να προβεί σε κατάργηση αυτών. Ειδικότερα, όπως αποδεικνύεται από τις από 16.11.2012, 17.11.2012, 5.12.2012, 19.12.2012, 8.1.2013, 3.3.2013, 24.8.2013, 17.9.2013 και 4.5.2015 εκτυπώσεις της επίμαχης ηλεκτρονικής σελίδας πράγματι η προσωρινά αποθηκευμένη σελίδα του εν λόγω ιστολογίου εμφανιζόταν στο διαδίκτυο, χωρίς να έχει καταργηθεί, ως διέτασσε η προαναφερόμενη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων. Σύμφωνα δε με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η εναγόμενη, ως πάροχος υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας, συνισταμένης στην αποθήκευση πληροφοριών παρεχομένων από ένα αποδέκτη υπηρεσίας, εν προκειμένω το διαχειριστή του ιστολογίου, ευθύς μόλις ενημερώθηκε για το παράνομο περιεχόμενο της ανάρτησης, όφειλε να απομακρύνει τόσο το επίμαχο κείμενο όσο και τα αντίγραφα αυτού, τα οποία το περιλαμβάνουν. Ειδικότερα, μόλις της γνωστοποιήθηκε η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων που διέτασσε τα ανωτέρω, όφειλε να διαγράψει όχι μόνο το ίδιο το κείμενο, όπως και έπραξε κατά τα προαναφερόμενα, αλλά και τα αποθηκευμένα αρχεία που το περιλαμβάνουν. Δοθέντος δε ότι η εναγόμενη δεν το έπραξε, καθώς ως αποδείχτηκε τα αποθηκευμένα αρχεία της εν λόγω ανάρτησης εντοπίστηκαν στο διαδίκτυο κατά τις προαναφερόμενες ημερομηνίες, ευθύνεται έναντι του ενάγοντος, η προσωπικότητα του οποίου επλήγη από την παράλειψη ενέργειας της εναγομένης προς αυτή την κατεύθυνση. Συνακόλουθα των ανωτέρω, δεδομένης της ως άνω αδράνειας της εναγομένης να αφαιρέσει το παράνομο δυσφημιστικό κείμενο, παρόλο που είχε λάβει πραγματική γνώση αυτού, η ίδια υπέχει έναντι του ενάγοντος ευθύνη, κατά το αναφερόμενο στη μείζονα σκέψη της παρούσας πδ, και συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη που αυτός υπέστη. Περαιτέρω, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη του το μέγεθος της προσβολής του ενάγοντος από τη δημοσίευση του επίμαχου δημοσιεύματος και τη διάδοση, μέσω αυτού, του ψευδούς περιεχομένου σε απροσδιόριστο αριθμό ατόμων, που έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο, τον βαθμό του πταίσματος που συντρέχει στο πρόσωπο της εναγομένης από την μη απομάκρυνση της ανάρτησης αφού η ίδια έλαβε γνώση του περιεχομένου της, το γεγονός ότι ο ενάγων δοκίμασε έντονη στενοχώρια και θλίψη, καθόσον δυσφημίστηκε και εκτέθηκε στον επαγγελματικό και κοινωνικό του περίγυρο, εξαναγκαζόμενος να υποβληθεί σε δικαστικούς αγώνες για την υπεράσπιση του προσώπου του καθώς και την κοινωνική και οικονομική θέση και κατάσταση των μερών κρίνει ότι εύλογο ποσό χρηματικής του ικανοποίησης, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την προμνησθείσα παράνομη και υπαίτια πράξη της εναγομένης είναι το ποσό των 100.000 ευρώ.