Παρά την πολεμική κατά της ποσοτικής χαλάρωσης, η γερμανική ηγεσία συζητάει τώρα αλλαγή στους κανόνες της προκειμένου να επιλέγονται ακόμη περισσότερα γερμανικά ομόλογα- Σταθερή η εξαίρεση του παρία της Ευρωζώνης, της Ελλάδας Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου Οι αριθμοί είναι ιλιγγιώδεις: από τις αρχές του καλοκαιριού τρείς από τις μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες του κόσμου, η ΕΚΤ, η ιαπωνική BoJ και η Τράπεζα της Αγγλίας, ρίχνουν κάθε μήνα στους ποταμούς της ποσοτικής χαλάρωσης περίπου 200 δισ. ευρώ. Μόλις προχθές, η Τράπεζα της Αγγλίας πρόσθεσε σε αυτόν τον μηχανισμό πάμφθηνης ρευστότητας αφενός τη μείωση των επιτοκίων της στερλίνας, για πρώτη φορά εδώ και 7 χρόνια, και αφετέρου μερικά ακόμη δισεκατομμύρια μηνιαίων αγορών κρατικών και εταιρικών ομολόγων. Πού πηγαίνει όλο αυτό το ρευστό; Θεωρητικά, προορισμός του είναι να τονώσει την ισχνή παγκόσμια ανάπτυξη και να αποτρέψει τον αποπληθωρισμό, μέσω της παροχής φθηνού χρήματος στην παραγωγική δραστηριότητα. Στην πράξη, αφού αναπόφευκτος διαμεσολαβητής αυτού του μηχανισμού είναι το χρηματοπιστωτικό σύστημα, το μεγαλύτερο μέρος αυτού του πάμφθηνου χρήματος λιμνάζει στις «αποθήκες» ρευστότητας των τραπεζών, των επενδυτικών κεφαλαίων και των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων. Στην πράξη, η ποσοτική χαλάρωση πλουτίζει αυτούς που έχουν ήδη χρήματα και περιουσιακά στοιχεία, όπως τα ομόλογα. Παρόλα αυτά, έστω κι έτσι, ένα μέρος της ποσοτικής χαλάρωσης των κεντρικών τραπεζών εξυπηρετεί τους διακηρυγμένους αλλά και τους ανομολόγητους του στόχους της. Το πρόγραμμα της ΕΚΤ, που ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2013 και έχει διαθέσει μέχρι στιγμής πάνω από 1 τρισ. ευρώ σε αγορές ομολόγων, εμμέσως προκαλεί μια de facto ελάφρυνση του χρέους των χωρών της Ευρωζώνης των οποίων τα κρατικά ομόλογα είναι επιλέξιμα. Επίσης, με την επέκταση της ποσοτικής χαλάρωσης και στα εταιρικά ομόλογα αποκαλύφθηκε ότι το ενδιαφέρον της ΕΚΤ μονοπωλεί το ιδιωτικό χρέος των μεγαλύτερων γερμανικών και γαλλικών επιχειρηματικών ομίλων. Και συνολικά μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι αν η ΕΚΤ δεν είχε ξεκινήσει την επιθετική νομισματική της πολιτική, η ισχνή ανάπτυξη της Ευρωζώνης θα ήταν καθαρή ύφεση και ο επικίνδυνα χαμηλός πληθωρισμός θα ήταν καθαρός αποπληθωρισμός. Οι ωφελούμενοι και οι εξαιρούμενοι Η επεκτατική νομισματική πολιτική της ΕΚΤ και των άλλων κεντρικών τραπεζών αμφισβητείται για την αποτελεσματικότητά της, αλλά ελλείψει άλλων εργαλείων- κι αφού ειδικά στην Ευρωζώνη η δημοσιονομική επέκταση απαγορεύεται και τιμωρείται-, όποιος μπορεί σπεύδει να επωφεληθεί απ’ αυτήν. Πρώτη ωφελούμενη είναι φυσικά η Γερμανία, η μόνη χώρα της Ευρωζώνης που δανείζεται πλέον με αρνητικό επιτόκιο, όπως συνέβη για τα δεκαετή της ομόλογα τον προηγούμενο μήνα. Μικρότερα, αλλά μετρήσιμα οφέλη έχουν κι άλλες 16 χώρες της Ευρωζώνης. Δηλαδή, όλες πλην της Ελλάδας, της μόνης εξαιρούμενης από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Και όπως φαίνεται η κατάσταση εξαίρεσης δεν πρόκειται να αρθεί πριν από το τέλος του έτους, αφού κατά την ΕΚΤ απαιτείται πρώτα μια έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους (αλλά η Φρανκφούρτη δεν φαίνεται να βιάζεται να την συντάξει) κι έπειτα δεν πρέπει να βρίσκεται σε εξέλιξη αξιολόγηση του Μνημονίου. Επομένως, πριν από τον Νοέμβριο αποκλείεται τα ελληνικά κρατικά ομόλογα να τύχουν των έστω μικρών οφελών της ένταξης στην ποσοτική χαλάρωση. Ωστόσο, αν για τον παρία της Ευρωζώνης, την Ελλάδα, οι κανόνες της ΕΚΤ είναι άκαμπτοι, για τον αληθινό ηγεμόνα του ευρώ, τη Γερμανία, οι κανόνες μπορεί να αλλάξουν, αν χρειαστεί. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι η γερμανική πολιτική και τραπεζική ελίτ πολέμησε με κάθε τρόπο την πολιτική Ντράγκι, με αλλεπάλληλες προσφυγές στο συνταγματικό δικαστήριο της χώρας. Μη επιλέξιμα τα γερμανικά ομόλογα Ο επικεφαλής της Bundesbank Γενς Βάιντμαν δήλωσε προ ημερών ότι μπορεί να υπάρξει προσαρμογή του προγράμματος αγοράς ομολόγων από την ΕΚΤ, ώστε να μην εκτροχιαστεί το πρόγραμμα λόγω έλλειψης επιλέξιμων ομολόγων. Τι συνέβη και ξαφνικά ο Βάιντμαν, σταθερός πολέμιος της ποσοτικής χαλάρωσης, ξαφνικά μιλά για το ενδεχόμενο όχι της διακοπής της, αλλά ουσιαστικά της επέκτασής της; Συνέβη το γεγονός ότι πάνω από τα μισά γερμανικά κρατικά ομόλογα δεν είναι πλέον επιλέξιμα για ένταξη στο πρόγραμμα της ΕΚΤ. Διότι προσκρούουν σε ένα βασικό κριτήριο επιλεξιμότητας: οι αποδόσεις τους είναι χαμηλότερες από το επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ που αποτελεί το κατώτατο όριο για αγορές στο πλαίσιο του QE. Συν τοις άλλοις, ένας ακόμη κανόνας της ΕΚΤ ορίζει ότι οι αγορές ομολόγων δεν μπορούν να υπερβούν το 1/3 του εμπορεύσιμου χρέους κάθε χώρας της Ευρωζώνης. Έτσι, το QE της ΕΚΤ ύψους 1,7 τρισ. ευρώ μέχρι τον Μάρτιο του 2017 (αν δεν επεκταθεί και πέραν αυτού), κινδυνεύει να πέσει θύμα της «επιτυχίας» του. Υπολογίζεται ότι σχεδόν το 1/3 των κρατικών ομολόγων ύψους 7,4 τρισ. που βρίσκονται στο ευρωσύστημα έχουν πλέον το ελάττωμα της χαμηλής απόδοσης. Η δεξαμενή στερεύει, πρωτίστως από τα περιζήτητα γερμανικά ομόλογα, αλλά και από ομόλογα άλλων χωρών που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο αγοράς από την ΕΚΤ. Αλλαγή κανόνων αλά γερμανικά Η προφανής απάντηση σε αυτό το πρόβλημα θα ήταν ότι το καλάθι των αγορών της ΕΚΤ θα μπορούσε να περιλάβει ομόλογα των πιο υπερχρεωμένων χωρών, που έχουν και τις υψηλότερες αποδόσεις, όπως τα ελληνικά. Αλλά αυτά είναι εξ ορισμού αποκλεισμένα. Μήπως θα μπορούσε να συμβεί το ίδιο με τα ιταλικά, που έχουν επίσης τσιμπημένες αποδόσεις; Ούτε να το σκέφτεστε, είναι η απάντηση του Βάιντμαν, που επισημαίνει ότι «μια αύξηση στις αγορές ομολόγων από χώρες με ιδιαίτερα υψηλό χρέος ή κακές πιστοληπτικές αξιολογήσεις μπορεί να απομακρύνουν ακόμα περισσότερο την ΕΚΤ από την βασική εντολή της». Ως συνήθως, η γερμανική ελίτ τα θέλει μονά ζυγά δικά της. Αν πράγματι το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης «στομώσει», λόγω έλλειψης… καλών κρατικών ομολόγων, θα αλλάξουμε τους κανόνες επιλογής τους, ώστε η ΕΚΤ να αγοράσει κι άλλα γερμανικά ομόλογα. Γιατί όχι ακόμη και το 50% του γερμανικού χρέους. Και μόνο η Ελλάδα, η πιο υπερχρεωμένη χώρα της Ευρωζώνης, θα μένει για μήνες στον θάλαμο αναμονής για να προλάβει τα ελάχιστα ψίχουλα που θα μείνουν στο τραπέζι της ποσοτικής χαλάρωσης.
www.dikaiologitika.gr
www.dikaiologitika.gr