Αριθμός 1161/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E’ Ποιν. Τμήμα – ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου (κωλυομένης της Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Βιολέττας Κυτέα, σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 38/2016 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αγγελική Αλειφεροπούλου – Εισηγήτρια και Δημήτριο Χονδρογιάννη, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαΐδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 15 Απριλίου 2016, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως του υπ’ αριθμ. 16/2016 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με αιτούντες τους: 1. Α. Β. του Ε., κάτοικο …. 2. Ε. Μ. του Θ., κάτοικο …. 3. Κ. Μ. του Δ., κάτοικο … και 4. Μ. Φ. του Α., κάτοικο ….
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαΐδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 15 Απριλίου 2016, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως του υπ’ αριθμ. 16/2016 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με αιτούντες τους: 1. Α. Β. του Ε., κάτοικο …. 2. Ε. Μ. του Θ., κάτοικο …. 3. Κ. Μ. του Δ., κάτοικο … και 4. Μ. Φ. του Α., κάτοικο ….
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτό και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με ημερομηνία 2 Μαρτίου 2016 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 274/2016.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνος Παρασκευαΐδης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρότασή του με αριθμό 57/24-3-2016, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: “Εισάγω στο Συμβούλιο Σας, σύμφωνα με το άρθ. 485 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., την υπ’ αριθ. 13/2.3.2016 αίτηση αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με την οποία ζητά να αναιρεθεί για τους ειδικότερους λόγους της απόλυτης ακυρότητας και της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας (άρθ. 484 παρ.1 στοιχ. α,δ, σε συνδυασμό με 171 παρ. 1 στοιχ. δ ΚΠΔ, το υπ’ αριθ. 16/2016 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο απέρριψε ως αβάσιμες α) την από 23-07-2015 αίτηση των: 1) Α. Β. του Ε. κατοίκου …, 2) Ε. Μ. του Θ., κατοίκου ομοίως και 3) Μ. Φ. του Α., κατοίκου …, με την οποία ζητούν να μην παρασχεθεί από την Ελληνική Δημοκρατία στην Κυπριακή Δημοκρατία η δικαστική συνδρομή που ζητείται από την τελευταία με το από 20-04-2015 αίτημα δικαστικής συνδρομής του Αρχηγού της Αστυνομίας της Κυπριακής Δημοκρατίας και την από 14-09-2015 (και κατατεθείσα στις 15-09-2015) αίτηση των: Ε. Μ. του Θ., κατοίκου … και 2) Κ. Μ. του Δ., κατοίκου ομοίως, με την οποία ζητούν να μην παρασχεθεί από την Ελληνική Δημοκρατία στην Κυπριακή Δημοκρατία η δικαστική συνδρομή που ζητείται από την τελευταία με το από 25-05-2015 αίτημα δικαστικής συνδρομής του Αρχηγού της Αστυνομίας της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς και τα περιλαμβανόμενα στα ανωτέρω υπομνήματά τους ίδια αιτήματα και που αποφαίνεται ότι δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση μη εκτέλεσης των ανωτέρω από 20-04-2015 και 25-05-2015 αιτημάτων δικαστικής συνδρομής των αρμοδίων αρχών της Δημοκρατίας της Κύπρου, υπό τη μορφή της μη αποστολής σ’ αυτές του ήδη συλλεγέντος ανακριτικού υλικού από την 10η Ειδική Ανακρίτρια του Πρωτοδικείου Αθηνών, σε εκτέλεση των αιτημάτων, η οποία (αίτηση αναιρέσεως) επειδή είναι παραδεκτή, πρέπει να γίνει δεκτή στην ουσία της για όσους λόγους αναφέρονται σ’ αυτή (αίτηση) στους οποίους και αναφέρομαι. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Α) Να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή η υπ’ αριθ. 13/2016 αίτηση αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά του υπ’ αριθ. 16/2016 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και Β) Να αναιρεθεί το βούλευμα αυτό και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από αυτούς που έλαβαν μέρος προηγουμένως. Αθήνα 24 Μαρτίου 2016 Ο Αντεισαγγελέας, του Αρείου Πάγου Κωνστάντιος Παρασκευαΐδης”.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνος Παρασκευαΐδης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρότασή του με αριθμό 57/24-3-2016, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: “Εισάγω στο Συμβούλιο Σας, σύμφωνα με το άρθ. 485 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., την υπ’ αριθ. 13/2.3.2016 αίτηση αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με την οποία ζητά να αναιρεθεί για τους ειδικότερους λόγους της απόλυτης ακυρότητας και της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας (άρθ. 484 παρ.1 στοιχ. α,δ, σε συνδυασμό με 171 παρ. 1 στοιχ. δ ΚΠΔ, το υπ’ αριθ. 16/2016 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο απέρριψε ως αβάσιμες α) την από 23-07-2015 αίτηση των: 1) Α. Β. του Ε. κατοίκου …, 2) Ε. Μ. του Θ., κατοίκου ομοίως και 3) Μ. Φ. του Α., κατοίκου …, με την οποία ζητούν να μην παρασχεθεί από την Ελληνική Δημοκρατία στην Κυπριακή Δημοκρατία η δικαστική συνδρομή που ζητείται από την τελευταία με το από 20-04-2015 αίτημα δικαστικής συνδρομής του Αρχηγού της Αστυνομίας της Κυπριακής Δημοκρατίας και την από 14-09-2015 (και κατατεθείσα στις 15-09-2015) αίτηση των: Ε. Μ. του Θ., κατοίκου … και 2) Κ. Μ. του Δ., κατοίκου ομοίως, με την οποία ζητούν να μην παρασχεθεί από την Ελληνική Δημοκρατία στην Κυπριακή Δημοκρατία η δικαστική συνδρομή που ζητείται από την τελευταία με το από 25-05-2015 αίτημα δικαστικής συνδρομής του Αρχηγού της Αστυνομίας της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς και τα περιλαμβανόμενα στα ανωτέρω υπομνήματά τους ίδια αιτήματα και που αποφαίνεται ότι δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση μη εκτέλεσης των ανωτέρω από 20-04-2015 και 25-05-2015 αιτημάτων δικαστικής συνδρομής των αρμοδίων αρχών της Δημοκρατίας της Κύπρου, υπό τη μορφή της μη αποστολής σ’ αυτές του ήδη συλλεγέντος ανακριτικού υλικού από την 10η Ειδική Ανακρίτρια του Πρωτοδικείου Αθηνών, σε εκτέλεση των αιτημάτων, η οποία (αίτηση αναιρέσεως) επειδή είναι παραδεκτή, πρέπει να γίνει δεκτή στην ουσία της για όσους λόγους αναφέρονται σ’ αυτή (αίτηση) στους οποίους και αναφέρομαι. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Α) Να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή η υπ’ αριθ. 13/2016 αίτηση αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά του υπ’ αριθ. 16/2016 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και Β) Να αναιρεθεί το βούλευμα αυτό και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από αυτούς που έλαβαν μέρος προηγουμένως. Αθήνα 24 Μαρτίου 2016 Ο Αντεισαγγελέας, του Αρείου Πάγου Κωνστάντιος Παρασκευαΐδης”.
Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 483 παρ. 3 εδ. α’ Κ.Ποιν.Δ. (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρ. 25 παρ. 2 Ν. 3904/2010), “ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος με σχετική δήλωση στον γραμματέα του Αρείου Πάγου μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479, το δεύτερο εδάφιο του οποίου εφαρμόζεται και σε αυτήν την περίπτωση”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος, είτε οριστικού είτε προδικαστικού ή παρεμπίπτοντος, μέσα σε προθεσμία ενός μήνα από την έκδοσή του και για οιοδήποτε λόγο από εκείνους που προβλέπονται στο άρθρο 484 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., όπως για απόλυτη ακυρότητα (άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. α’ Κ.Ποιν.Δ.) και για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το άρθρο 139 του ίδιου Κώδικα (άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. δ’ Κ.Ποιν.Δ.), η οποία απαιτείται, άλλωστε, και σύμφωνα με άρθρ. 93 παρ. 3 του Συντάγματος. Εν προκειμένω, η με αριθμό 13/2-3-2016 αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κατά του υπ’ αριθ. 16/2016 βουλεύματος (αποφάσεως) του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που δημοσιεύθηκε στις 3-2-2016 και απέρριψε, ως αβάσιμες, α) την από 23-7-2015 αίτηση των 1) Α. Β. του Ε., κατοίκου …, 2) Ε. Μ. του Θ., κατοίκου ομοίως και 3) Μ. Φ. του Α., κατοίκου …, με την οποία ζητούν να μην παρασχεθεί από την Ελληνική Δημοκρατία στην Κυπριακή Δημοκρατία η δικαστική συνδρομή, που ζητείται από την τελευταία με το από 20-4-2015 αίτημα δικαστικής συνδρομής του Αρχηγού της Αστυνομίας της Κυπριακής Δημοκρατίας και β) την από 14-9-2015 (κατατεθείσα στις 15-9-2015) αίτηση των 1) Ε. Μ. του Θ., κατοίκου ως άνω και 2) Κ. Μ. του Δ., κατοίκου …, με την οποία ζητούν να μην παρασχεθεί από την Ελληνική Δημοκρατία στην Κυπριακή Δημοκρατία η δικαστική συνδρομή, που ζητείται από την τελευταία με το από 25-5-2015 αίτημα δικαστικής συνδρομής του Αρχηγού της Αστυνομίας της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς και γ) τα περιλαμβανόμενα στα σχετικά υπομνήματά τους ίδια αιτήματα και που αποφάνθηκε, ότι δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση μη εκτέλεσης των ανωτέρω από 20-4-2015 και 25-5-2015 αιτημάτων δικαστικής συνδρομής των αρμόδιων αρχών της Δημοκρατίας της Κύπρου, υπό τη μορφή της μη αποστολής σε αυτές του ήδη συλλεγέντος ανακριτικού υλικού από τη 10η Ειδική Ανακρίτρια του Πρωτοδικείου Αθηνών σε εκτέλεση των αιτημάτων αυτών, ασκήθηκε νομοτύπως με δήλωσή του στο Γραμματέα του Αρείου Πάγου και εμπροθέσμως (άρθρ. 483 παρ. 3 σε συνδ. με άρθρ. 479 Κ.Ποιν.Δ.), περιέχει δε ως λόγους αναιρέσεως την απόλυτη ακυρότητα (άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. α’, 171 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.) και την έλλειψη αιτιολογίας που επιβάλλει το άρθρο 139 Κ.Ποιν.Δ. (άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. δ’ Κ.Ποιν.Δ.), κατά τα εκτιθέμενα ειδικότερα στην κρινόμενη αίτηση. Επομένως, η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω.
Κατά το άρθρο 458 παρ. 1 εδ. α’ Κ.Ποιν.Δ., οι αιτήσεις ξένων δικαστικών αρχών για τη διενέργεια ανακριτικής πράξεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 457 παρ. 1 (εξέταση μαρτύρων και κατηγορουμένων, ενέργεια αυτοψίας και πραγματογνωμοσύνης, κατάσχεση πειστηρίων), διαβιβάζονται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και εκτελούνται με παραγγελία του αρμόδιου εισαγγελέα εφετών από τον ανακριτή, στην περιφέρεια του οποίου πρόκειται να διεξαχθεί η ανακριτική πράξη, εκτός αν αυτή αντιβαίνει στις διατάξεις του κώδικα ή του οργανισμού δικαστηρίων. Εξάλλου, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 εδ. α’ του Συντάγματος, οι γενικά παραδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, καθώς και οι διεθνείς συμβάσεις, από την επικύρωσή τους με νόμο και τη θέση τους σε ισχύ σύμφωνα με τους όρους καθεμιάς, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου. Τέτοια σύμβαση, την οποία έχουν κυρώσει η Ελλάδα με το Ν.Δ. 4218/1961, καθώς και η Κύπρος με το Ν. 2(ΙΙΙ)/2000, είναι η από 20-4-1959 Ευρωπαϊκή Σύμβαση “περί αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής επί ποινικών υποθέσεων”, που υπογράφηκε στο Στρασβούργο και διέπει το δίκαιο της δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις μεταξύ των κρατών τούτων, έχει δε αυξημένη τυπική ισχύ, σύμφωνα με το προαναφερόμενο άρθρ. 28 παρ. 1 εδ. α’ του Συντάγματος. Ειδικότερα, στο άρθρο 1 παρ. 1 της εν λόγω Συμβάσεως ορίζεται, ότι “Τα Συμβαλλόμενα Μέρη υποχρεούνται όπως παράσχωσιν αλλήλοις, κατά τους ορισμούς της παρούσης Συμβάσεως, την ευρυτέραν δυνατήν δικαστικήν συνδρομήν εν πάση διαδικασία αφορώση παραβάσεις ων η καταστολή τυγχάνει αναγκαία, καθ` ην στιγμήν εξαιρείται η βοήθεια της αρμοδιότητος των δικαστικών αρχών του αιτούντος Μέρους”. Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 της Συμβάσεως αυτής, “Το προς ο η αίτησις Μέρος θέλει μεριμνήσει ίνα εκτελεσθούν, κατά τους υπό της νομοθεσίας αυτού προβλεπομένους τύπους, αι αφορώσαι ποινικήν υπόθεσιν δικαστικαί παραγγελίαι αι απευθυνόμεναι προς αυτό υπό των δικαστικών αρχών του αιτούντος Μέρους και αποσκοπούσαι εις την εκτέλεσιν ανακριτικών πράξεων ή την διαβίβασιν πειστηρίων δικογράφων ή εγγράφων”. Κατά δε το άρθρο 24 της ίδιας Συμβάσεως, “Παν Συμβαλλόμενον Μέρος δύναται, κατά την υπογραφήν της παρούσης Συμβάσεως ή την κατάθεσιν της πράξεως κυρώσεως ή προσχωρήσεως αυτού, διά δηλώσεως απευθυνομένης προς τον Γενικόν Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης, να προσδιορίση ποίας Αρχάς θέλει τούτο θεωρήσει ως δικαστικάς τοιαύτας εν σχέσει προς την εφαρμογήν της παρούσης Συμβάσεως”. Κατ’ εφαρμογή της τελευταίας αυτής διατάξεως, η Κυπριακή Δημοκρατία προσδιόρισε, ως δικαστική – εισαγγελική αρχή, μεταξύ άλλων, και τον Αρχηγό της Αστυνομίας της Κύπρου, ο οποίος έχει αρμοδιότητα να διατυπώνει και διαβιβάζει αιτήματα δικαστικής συνδρομής της Δημοκρατίας της Κύπρου (παρ. 1, 2 περ. ζ Ν. 23(1)/2001 της Δημοκρατίας της Κύπρου “περί διεθνούς συνεργασίας σε ποινικά θέματα”). Από τις ανωτέρω διατάξεις της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις προκύπτει, ότι η αίτηση προς εκτέλεση ανακριτικών πράξεων από συμβαλλόμενο μέρος (κράτος), παρά του οποίου ζητείται, υποβάλλεται, διότι τις αιτούμενες ανακριτικές πράξεις δεν μπορούν να ενεργήσουν οι δικαστικές αρχές του αιτούντος κράτους στο έδαφος του κράτους, από το οποίο ζητείται η παροχή δικαστικής συνδρομής, ενόψει της εθνικής κυριαρχίας του τελευταίου, οι δικαστικές αρχές του οποίου κατά την εκτέλεσή τους πρέπει να τηρήσουν τους υπό της νομοθεσίας τούτου προβλεπόμενους τύπους, που αφορούν αυτές, έχοντας την υποχρέωση παροχής της ευρύτερης δυνατής τέτοιου είδους συνδρομής. Στην έννοια της, προβλεπόμενης από το άρθρ. 3 παρ. 1 της ανωτέρω Συμβάσεως, εκτελέσεως ανακριτικών πράξεων στα πλαίσια αιτήσεως δικαστικής συνδρομής, περιλαμβάνονται και οι αιτήσεις προκαταρκτικής εξετάσεως, όπως σαφώς προκύπτει από την παρ. 4 του άρθρου 15 της ίδιας Συμβάσεως, με την οποία ορίζεται, ότι τέτοιες αιτήσεις (προκαταρκτικής εξετάσεως) “δύνανται να διαβιβασθούν απ’ ευθείας μεταξύ των δικαστικών αρχών”. Οι κυριότερες διατάξεις, που προβλέπουν τους τύπους, οι οποίοι πρέπει να τηρούνται σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία κατά την εκτέλεση με ευρεία έννοια ανακριτικών πράξεων, είναι το άρθρ. 31 Κ.Ποιν.Δ., όσον αφορά την προκαταρκτική εξέταση και οι διατάξεις των άρθρων 101 παρ. 1 και 273 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, όσον αφορά την κυρία ανάκριση. Έτσι, κατά το άρθρο 31 Κ.Ποιν.Δ., “1. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών έχει δικαίωμα να ενεργεί: α) προκαταρκτική εξέταση, για να κρίνει αν υπάρχει περίπτωση ποινικής δίωξης β)….. Μπορεί ακόμα να παρευρίσκεται ο ίδιος ή ένας από τους αντιεισαγγελείς που υπάγονται σ` αυτόν κατά την ενέργεια κάθε ανακριτικής πράξης και να ενημερώνεται οποτεδήποτε ως προς τα έγγραφα που αφορούν την ανάκριση. 2. Η προκαταρκτική εξέταση ενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 240 και 241. Αν αυτή γίνεται ύστερα από μήνυση ή έγκληση κατά ορισμένου προσώπου ή αν κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο η τέλεση αξιόποινης πράξης, το πρόσωπο αυτό καλείται πριν από σαράντα οκτώ ώρες για παροχή εξηγήσεων και εξετάζεται ανωμοτί. Έχει δικαίωμα να παρίσταται με συνήγορο, να αρνηθεί εν όλω ή εν μέρει την παροχή εξηγήσεων και να λάβει προθεσμία μέχρι σαράντα οκτώ ώρες για την παροχή τους, η οποία μπορεί να παραταθεί από εκείνον που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση. Επίσης, έχει δικαίωμα να ζητήσει να του χορηγηθούν αντίγραφα της δικογραφίας, να προτείνει μάρτυρες προς εξέταση και να προσαγάγει άλλα αποδεικτικά μέσα προς αντίκρουση των καταγγελλομένων σε βάρος του. Τα ως άνω δικαιώματά του μπορεί να ασκήσει είτε αυτοπροσώπως, είτε εκπροσωπούμενος από συνήγορο που διορίζεται κατά το άρθρο 96 παρ. 2, εκτός αν θεωρείται αναγκαία η αυτοπρόσωπη εμφάνισή του, κατά την κρίση εκείνου που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση. Αυτός που ενεργεί την προκαταρκτική εξέταση υποχρεούται να ενημερώσει προηγουμένως τον εξεταζόμενο για τα παραπάνω δικαιώματά του. Οι διατάξεις του άρθρου 273 παρ. 1 περιπτώσεις γ`, δ` και ε` εφαρμόζονται αναλόγως. Προηγούμενη έγγραφη εξέταση του προσώπου αυτού που έγινε ενόρκως ή χωρίς τη δυνατότητα παράστασης με συνήγορο δεν μπορεί να αποτελέσει μέρος της δικογραφίας, αλλά παραμένει στο αρχείο της εισαγγελίας. Εφόσον ο μηνυόμενος ή εγκαλούμενος ή εκείνος κατά του οποίου στρέφονται οι υποψίες κλητεύτηκε νόμιμα και δεν εμφανίστηκε, η προκαταρκτική εξέταση περατώνεται και χωρίς την εξέτασή του.” Εξάλλου, κατά το άρθρο 101 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ., “Ο ανακριτής, μόλις μετά την κλήτευσή του εμφανισθεί ή οδηγηθεί σ` αυτόν ο κατηγορούμενος για να απολογηθεί, του ανακοινώνει το περιεχόμενο του κατηγορητηρίου και των άλλων εγγράφων της ανάκρισης. Επιτρέπεται επίσης στον κατηγορούμενο να μελετήσει ο ίδιος ή ο συνήγορός του το κατηγορητήριο και τα έγγραφα της ανάκρισης. Με γραπτή αίτηση του κατηγορουμένου και με δαπάνη του, χορηγούνται σε αυτόν αντίγραφα του κατηγορητηρίου και των εγγράφων της ανάκρισης”. Κατά δε το άρθρο 273 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, “Αφού εξακριβωθεί η ταυτότητα του κατηγορουμένου και του εξηγηθούν τα δικαιώματά του, σύμφωνα με το άρθρο 103, εκείνος που ενεργεί την εξέτασή του εκθέτει με πληρότητα και σαφήνεια την πράξη για την οποία κατηγορείται και τον προσκαλεί να απολογηθεί και να υποδείξει τα μέσα της υπεράσπισής του. Ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να αρνηθεί να απαντήσει. Επίσης έχει δικαίωμα να παραδώσει την απολογία του γραπτή. Σε αυτήν την περίπτωση όποιος ενεργεί την ανάκριση απευθύνει στον κατηγορούμενο τις απαραίτητες ερωτήσεις για να αποσαφηνιστεί το περιεχόμενο της έγγραφης απολογίας. Οι ερωτήσεις πρέπει να αναγράφονται ρητά στην έκθεση”. Ακόμη, κατά το άρθρο 6 παρ. 1 εδ. α’ της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ κατά το άρθρ. 28 παρ. 1 του Συντάγματος, “Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως”, σύμφωνα δε με το άρθρο 14 παρ. 1 εδ. β’ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (Δ.Σ.Α.Π.Δ.), που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 2462/1997, “Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεσή του να δικαστεί δίκαια και δημόσια από αρμόδιο ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει συσταθεί με νόμο, το οποίο θα αποφασίσει για το βάσιμο κάθε κατηγορίας σχετικά με ποινικό αδίκημα, η οποία έχει απαγγελθεί εναντίον του, καθώς και για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα”. Η αρχή της “δίκαιης δίκης”, που καθιερώνεται με τις παραπάνω, υπερνομοθετικής ισχύος, διατάξεις της Ε.Σ.Δ.Α. και του Δ.Σ.Α.Π.Δ., επαναλαμβάνεται και στο άρθρο 47 εδ. β’ του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που κυρώθηκε με το άρθρο τέταρτο παρ. 3 του Ν. 3671/2008, ενώ με το άρθρ. 48 παρ. 2 του Χάρτη αυτού “διασφαλίζεται ο σεβασμός των δικαιωμάτων της υπεράσπισης σε κάθε κατηγορούμενο”. Τέλος, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ’ Κ.Ποιν.Δ., “Ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται: Αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν: α)… β)… γ)… δ) την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα”. Ο όρος “υπεράσπιση”, που περιέχεται στο τελευταίο αυτό άρθρο, έχει ιδιαίτερα μεγάλη έκταση και περικλείονται σ’ αυτόν όλες οι διατάξεις, που με οποιονδήποτε τρόπο συμβάλλουν στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου. Έτσι, ανακύπτει απόλυτη ακυρότητα της προδικασίας, ως και της διαδικασίας ενώπιον των δικαστικών συμβουλίων, λόγω μη ανακοινώσεως από τον ανακριτή στον εμφανισθέντα κατηγορούμενο των δικαιωμάτων του, που ορίζονται από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του Κ.Ποιν.Δ. και τις συνδυαζόμενες με αυτές διατάξεις της Ε.Σ.Δ.Α. και του Δ.Σ.Α.Π.Δ.-
Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Με τα από 20-4-2015 και 25-5-2015 δύο έγγραφα αιτήματα δικαστικής συνδρομής, που διατυπώθηκαν από τον Αρχηγό της Κυπριακής Αστυνομίας, ο οποίος ενήργησε ως επιλεγείσα, κατά τις προπαρατεθείσες διατάξεις, δικαστική αρχή της Δημοκρατίας της Κύπρου και διαβιβάστηκαν στις ελληνικές δικαστικές αρχές, ζητείται από τις τελευταίες η εκτέλεση των ακόλουθων ανακριτικών πράξεων και δη, α) δια του πρώτου, ως εξ αυτού προκύπτει, ενόψει του ότι διεξάγεται ανακριτική έρευνα από τις αρμόδιες αρχές της Κύπρου για τη διακρίβωση ενδεχόμενης διαπράξεως οικονομικών εγκλημάτων, να ληφθούν γραπτές καταθέσεις, μεταξύ άλλων, και των Α. Β., Ε. Μ. και Μ. Φ., ως υπόπτων τελέσεως των ακόλουθων αξιόποινων, κατά το κυπριακό δίκαιο, πράξεων, ήτοι 1) συνωμοσίας προς καταδολίευση, άρθρο 302 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, 2) συνωμοσίας για διάπραξη κακουργήματος, άρθρο 371 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, 3) άρθρου 19, ως εξειδικεύεται από τα άρθρα 20 1(γ) και 23 του Νόμου περί των πράξεων προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και των πράξεων χειραγώγησης της αγοράς Ν. 116(Ι)2005 και 4) κυρώσεων για ψευδή, παραπλανητικά στοιχεία και απόκρυψη του περί των προϋποθέσεων διαφάνειας (κινητές αξίες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά), Νόμος του 2007, άρθρο 40 (1, 3-6) Ν. 190(Ι)/2007 και να απαντήσουν επί των τιθεμένων δι’ αυτού για τον καθένα ερωτήσεων, παρατιθεμένης και της σχετικής ποινικής νομοθεσίας της Κύπρου και β) δια του δευτέρου αιτήματος, στο οποίο αναφέρεται ότι αποτελεί συμπληρωματικό του από 17-4-2014 προηγηθέντος και εκτελεσθέντος από την Ανακρίτρια του 1ου Ειδικού Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών αιτήματος των κυπριακών δικαστικών αρχών, αντίγραφο του οποίου επισυνάπτεται, ως παράρτημα 1, στο εν λόγω αίτημα, ως εξ αυτού προκύπτει, ενόψει καταθέσεως μάρτυρα που εξασφαλίστηκε κατά την εκτέλεση του προηγούμενου από 17-4-2014 αιτήματος των ίδιων αρχών (κυπριακών) και άλλων περαιτέρω εξετάσεων που ακολούθησαν, ζητείται να εντοπισθούν οι Κ. Μ. και Ε. Μ., να θεωρηθούν ως ύποπτοι για ενδεχόμενη διάπραξη των υπό διερεύνηση ποινικών αδικημάτων, που χαρακτηρίζονται, κατά το κυπριακό δίκαιο, ως 1) συνωμοσία προς καταδολίευση, άρθρο 302 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, 2) δόλια ιδιοποίηση ή τήρηση ψευδών λογαριασμών ή παραποίηση βιβλίων ή λογαριασμών από διευθυντές αξιωματούχους οργανισμών ή εταιριών, άρθρο 311(β)(iii) Κεφ. 154, 3) πρόκληση εγγράφου με ψευδείς παραστάσεις, άρθρο 341 Κεφ. 154, 4) Περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμοι του 1996 (61) (Ι)/1996 και να ληφθούν ανακριτικές καταθέσεις τους, δι’ απαντήσεως επί των τιθεμένων δι’ αυτού για τον καθένα ερωτήσεων, παρατιθεμένης και της σχετικής ποινικής νομοθεσίας της Κύπρου. Σε αμφότερα τα ανωτέρω αιτήματα δικαστικής συνδρομής, εκτίθεται το ιστορικό των υπό διερεύνηση ως άνω ποινικών αδικημάτων. Ο αρμόδιος επί ζητημάτων δικαστικής συνδρομής Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών, δια των υπ’ αριθ. πρωτ. α) … από 7-5-2015 και β) … από 4-6-2015 παραγγελιών του, παρήγγειλε, αντίστοιχα, την εκτέλεση των δύο τούτων αιτημάτων δικαστικής συνδρομής από τη 10η Ειδική Ανακρίτρια του Πρωτοδικείου Αθηνών, κρίνοντας προδήλως, κατ’ αρχήν, τα αιτήματα αυτά, ως νόμιμα (ήτοι ως μη προσκρούοντα στο Σύνταγμα, στις διεθνείς συμβάσεις που έχουν κυρωθεί από την Ελλάδα με νόμο ή στο ελληνικό δίκαιο) και σαφή, αφού σε αντίθετη περίπτωση δεν θα είχε προβεί στις εν λόγω παραγγελίες. Στη συνέχεια, προς εκτέλεση των άνω δύο αιτημάτων δικαστικής συνδρομής, η πιο πάνω Ανακρίτρια κλήτευσε τους προμνημονευόμενους Α. Β., Ε. Μ., Μ. Φ. και Κ. Μ. δια των, αντίστοιχων, ……/2015 κλήσεών της, ως κατηγορουμένους, για να απολογηθούν για τις αναφερόμενες στην καθεμία από αυτές ως άνω πράξεις, που διαλαμβάνονται στα άνω αιτήματα, επικαλούμενη, μάλιστα, ότι τους καλεί σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 270 και 271 του Κ.Π.Δ., που αφορούν κλήση του κατηγορουμένου. Οι εκ των ανωτέρω Α. Β. και Ε. Μ. προσήλθαν ενώπιον της άνω Ανακρίτριας στις 25-6-2015, οι δε Μ. Φ. και Κ. Μ. στις 30-6-2015 και συντάχθηκαν οι υπό τις άνω ημεροχρονολογίες εκθέσεις έγγραφων εξηγήσεων, από την επισκόπηση των οποίων προκύπτει, ότι η Ανακρίτρια γνώρισε στους Α. Β. και Ε. Μ., ότι είναι κατηγορούμενοι για τα διαλαμβανόμενα στις άνω εκθέσεις ποινικά αδικήματα, που αναφέρονται για τον καθένα στα υποβληθέντα κατά τα άνω αιτήματα δικαστικής συνδρομής, στους δε Μ. Φ. και Κ. Μ., ότι είναι ύποπτοι για τα διαλαμβανόμενα στις αντίστοιχες εκθέσεις και αναφερόμενα στα ανωτέρω αιτήματα ποινικά αδικήματα, στη συνέχεια δε των εκθέσεων αυτών γίνεται μνεία, ότι η Ανακρίτρια εξήγησε με σαφήνεια τα δικαιώματά τους σύμφωνα με τα άρθρα 100, 101 (όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4236/2014), 102 και 103 του Κ.Ποιν.Δ. και συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται κατά λέξη στις παραπάνω εκθέσεις, ότι έκαστος “δικαιούται να παρίσταται με το συνήγορό του στην απολογία του και σε κάθε εξέτασή του, ότι δικαιούται να λάβει γνώση ο ίδιος ή ο συνήγορός του όλων των εγγράφων της ανάκρισης που διενεργείται δυνάμει του ως άνω αιτήματος από εμάς, ότι μετά από γραπτή αίτησή του και με δική του δαπάνη, του χορηγούνται αντίγραφα των εγγράφων αυτών και ότι δικαιούται να ζητήσει προθεσμία 48 ωρών, πριν από την παρέλευση της οποίας δεν είναι υποχρεωμένος να απολογηθεί, καθώς επίσης να ζητήσει και νέα προθεσμία κλπ….”. Οι ανωτέρω ζήτησαν προθεσμία, για να προετοιμάσουν την απολογία τους, την οποία και έλαβαν, διόρισαν δε τους αναφερόμενους στις άνω εκθέσεις ο καθένας τους συνηγόρους. Κατά τη νέα εμφάνισή τους ενώπιον της Ανακρίτριας, και δη των Α. Β. και Ε. Μ. στις 7-9-2015 (με την παρουσία εκπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας), του Μ. Φ. στις 8-9-2015 (με την παρουσία εκπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας) και του Κ. Μ. στις 15-9-2015, η ανωτέρω Ανακρίτρια ανακοίνωσε και στους τέσσερις εξεταζομένους, ότι είναι ύποπτοι στην Κύπρο για τις προαναφερθείσες πράξεις έκαστος, ενώ προηγουμένως όλοι δήλωσαν, ότι έλαβαν γνώση των εγγράφων της δικογραφίας, που η Ανακρίτρια είχε σχετικά με την εκτέλεση των άνω αιτημάτων δικαστικής συνδρομής και, ακολούθως, αφού έλαβε γνώση έκαστος του σχετικού “λεκτικού”, χορηγηθέντος στην Ανακρίτρια από τις κυπριακές δικαστικές αρχές κατόπιν σχετικού αιτήματός της προς χορήγηση σ’ αυτήν κατηγορητηρίου για τον καθένα, που περιέχει το ιστορικό των ερευνωμένων αξιόποινων πράξεων και τις υποβληθείσες από τις κυπριακές αρχές ερωτήσεις, οι οποίες περιλαμβάνονται στα δύο αιτήματα δικαστικής συνδρομής, οι ανωτέρω εξεταζόμενοι απάντησαν, ότι επιφυλάσσονται να δώσουν τις καταθέσεις τους μετά την έκδοση της αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών επί των ενώπιον εκείνου απευθυνομένων από 23-7-2015 και 14-9-2015 αιτήσεών τους μετά των σχετικών υπομνημάτων, που αναφέρθηκαν στην αρχή, δια των οποίων ζήτησαν, όπως προεκτέθηκε, να μην παρασχεθεί από την Ελληνική Δημοκρατία στην Κυπριακή Δημοκρατία η αιτούμενη δικαστική συνδρομή και, σε περίπτωση απορρίψεως τούτων, ζήτησαν να τους καθοριστεί νεότερη ημερομηνία, για να προβούν στις αιτηθείσες καταθέσεις. Επί των αιτήσεων αυτών, εκδόθηκε το προσβαλλόμενο με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, υπ’ αριθ. 16/2016, βούλευμα (απόφαση) του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, δι’ αναφοράς τούτου εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη σ’ αυτό εισαγγελική πρόταση, με το οποίο απορρίφθηκαν, ως αβάσιμες, οι άνω αιτήσεις, αποφάνθηκε δε, ότι δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση μη εκτέλεσης των ανωτέρω από 20-4-2015 και 25-5-2015 αιτημάτων δικαστικής συνδρομής των αρμόδιων αρχών της Δημοκρατίας της Κύπρου, υπό τη μορφή της μη αποστολής σε αυτές του ήδη συλλεγέντος ανακριτικού υλικού από τη 10η Ειδική Ανακρίτρια του Πρωτοδικείου Αθηνών σε εκτέλεση των αιτημάτων αυτών. Σημειωτέον, ότι, μετά την έκδοση του βουλεύματος τούτου, κατά νεότερη παραγγελία του αρμόδιου Εισαγγελέα Εφετών προς εκτέλεση από την ίδια Ανακρίτρια των άνω αιτημάτων δικαστικής συνδρομής, η τελευταία εξέδωσε νέες κλήσεις των ανωτέρω προσώπων, προκειμένου να εξετασθούν για τις άνω πράξεις, σύμφωνα πλέον με τις διατάξεις του άρθρου 31 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ., ήτοι στα πλαίσια προκαταρκτικής εξετάσεως.
Με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, αποδίδονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα οι πλημμέλειες της απόλυτης ακυρότητας, λόγω παραβιάσεως των δικαιωμάτων των άνω αιτούντων, ως κατηγορουμένων και μη τηρήσεως της αρχής της “δίκαιης δίκης”, καθώς και της ελλείψεως αιτιολογίας, συνισταμένων ειδικότερα στο ότι: α) Ενώ με τις άνω αρχικές κλήσεις κατηγορουμένου, που εξέδωσε η Ανακρίτρια, προσδόθηκε στα ανωτέρω πρόσωπα η ιδιότητα του κατηγορουμένου, αναφερομένων σ’ αυτές και των άρθρων 270 και 271 Κ.Ποιν.Δ., με συνέπεια οι ανωτέρω κληθέντες ως κατηγορούμενοι να αποκτήσουν πλέον όλα τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, μεταξύ των οποίων να λάβουν γνώση επακριβώς των εις βάρος τους κατηγοριών, ως και όλων των εγγράφων της ανάκρισης, αυτοί στερήθηκαν των δικαιωμάτων τους τούτων, αφού δεν απαγγέλθηκε κατ’ αυτών κατηγορία για επακριβώς καθορισμένες για τον καθένα τους πράξεις, ούτε χορηγήθηκε σ’ αυτούς γραπτό κατηγορητήριο, ούτε κατόπιν γραπτών αιτήσεών τους αντίγραφα του εκτελεσθέντος αρχικού από 17-4-2014 αιτήματος δικαστικής συνδρομής και των καταθέσεων των αναφερόμενων 12 μαρτύρων που εξετάσθηκαν σε εκτέλεση του αιτήματος εκείνου (από 17-4-2014), το οποίο αποτέλεσε παράρτημα του δεύτερου από τα άνω αιτήματα, ουδέ ανακοινώθηκε σ’ αυτούς το περιεχόμενο τούτων, με αποτέλεσμα να προκληθεί απόλυτη ακυρότητα της προδικασίας και συνακόλουθα του προσβαλλόμενου βουλεύματος, το οποίο έκρινε ότι τα πρόσωπα αυτά δεν έφεραν την ιδιότητα του κατηγορουμένου και, ως εκ τούτου, δεν δικαιούνται των δικαιωμάτων που απορρέουν από τις σχετικές για τον κατηγορούμενο διατάξεις, αλλά ότι στην προκειμένη περίπτωση κατά την ανάκριση ενώπιον ανακριτή πρωτοδίκη εφαρμόζεται η περί προκαταρκτικής εξετάσεως διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ., καθώς και ότι ικανοποιήθηκαν πλήρως τα δικαιώματά τους να λάβουν γνώση των εγγράφων, που απαρτίζουν τα άνω δύο αιτήματα, μολονότι, προς ικανοποίηση της αρχής της “δίκαιης δίκης”, έπρεπε να λάβουν γνώση γραπτώς και επακριβώς των εις βάρος τους κατηγοριών και όλων των σχετικών εγγράφων, περαιτέρω δε β) προβάλλεται η πλημμέλεια της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας του προσβαλλόμενου βουλεύματος, ενόψει του ότι κρίθηκε με αυτό, ότι η ανακρίτρια πρωτοδίκης ενήργησε προκαταρκτική εξέταση, ενώ δεν είχε τέτοια αρμοδιότητα, αφού, κατά το άρθρ. 31 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ., αυτή ανήκει μόνο στον εισαγγελέα πρωτοδικών.
Ο αναιρετικός αυτός λόγος, από το άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. α’ και δ’ Κ.Ποιν.Δ., είναι αβάσιμος, ως προς αμφότερα τα σκέλη του, για τους εξής λόγους: 1) Εφόσον κατά το περιεχόμενο των άνω δύο γραπτών αιτημάτων δικαστικής συνδρομής, από 20-4-2015 και 25-5-2015 (του τελευταίου συμπληρωματικού του από 17-4-2014), γίνονται ανακριτικές ενέργειες από τις δικαστικές αρχές της Κύπρου προς διερεύνηση τελέσεως των αναφερόμενων σ’ αυτά αξιόποινων, κατά το κυπριακό δίκαιο, πράξεων, ήτοι, κατ’ ακριβολογία, στα πλαίσια ενδεχόμενης τελέσεως τούτων και ενόψει του ότι, κατά τα αιτήματα αυτά, τα ανωτέρω τέσσερα άτομα φέρονται ως ύποπτοι τελέσεως των εν λόγω ποινικών αδικημάτων, καθώς και του ότι ζητείται να ληφθούν καταθέσεις τούτων, σαφώς προκύπτει, ότι στα πλαίσια της αιτούμενης δικαστικής συνδρομής ζητείται η κατά το ελληνικό δίκαιο διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως, κατά τις διατάξεις των άρθρων 31 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ. και 15 παρ. 4 της άνω Ευρωπαϊκής Συμβάσεως, και όχι η διενέργεια ανακριτικών πράξεων που προσιδιάζουν σε κατηγορουμένους, αφού, μάλιστα, σύμφωνα με το περιεχόμενο των αιτημάτων αυτών, ούτε ποινική δίωξη έχει ασκηθεί εναντίον τους ούτε τα αιτήματα συνίστανται σε λήψη παρ’ αυτών απολογιών ως κατηγορουμένων. Έτσι, παρά την εκ προφανούς παραδρομής αρχική ως άνω κλήση αυτών ως κατηγορουμένων, οι ανωτέρω, εφόσον, κατά τις δικαστικές αρχές της Κύπρου, που είναι κυριαρχικά αρμόδιες για την άσκηση ποινικής διώξεως στην εν λόγω περίπτωση, δεν φέρονται ως κατηγορούμενοι αλλ’ απλώς ζητείται η λήψη καταθέσεων τούτων, δεν κατέστησαν κατηγορούμενοι με μόνη την κλήση τους από την άνω Ανακρίτρια, αφού αυτή δεν είχε προς εκτέλεση αίτημα των κυπριακών αρχών προς λήψη απολογιών τους, ούτε, άλλωστε, σχετική παραγγελία του αρμόδιου επί ζητημάτων δικαστικής συνδρομής (κατά το άρθρ. 458 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.) Εισαγγελέα Εφετών. Κατά συνέπεια, με βάση τα προεκτεθέντα, τα δικονομικά δικαιώματα τούτων θέλουν κριθεί στα πλαίσια του άρθρου 31 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ., στα οποία δεν περιλαμβάνεται η έκθεση από τον ανακρίνοντα με πληρότητα καισαφήνεια της πράξεως που αποδίδεται στον εξεταζόμενο. Και τούτο, διότι στην προκαταρκτική εξέταση η πράξη διερευνάται ακόμη και, συνακόλουθα, μόνο μετά το πέρας της και μετά την άσκηση της προσήκουσας ποινικής διώξεως νοείται εξειδίκευση με πληρότητα και σαφήνεια της κατηγορίας. Ακριβώς γι’ αυτούς τους λόγους, η παρ. 2 του άρθρου 31 Κ.Ποιν.Δ. ρητώς παραπέμπει για ανάλογη εφαρμογή στην προκαταρκτική εξέταση μόνο των διατάξεων του άρθρου 273 παρ. 1 περ. γ’, δ’ και ε’ του ίδιου Κώδικα και όχι της παρ. 2 του ίδιου άρθρου, που προβλέπει την υποχρέωση αυτού που λαμβάνει την απολογία του κατηγορουμένου να του εκθέσει με πληρότητα και σαφήνεια την πράξη, για την οποία κατηγορείται, υποχρέωση που δεν υφίσταται επί προκαταρκτικής εξετάσεως. Περαιτέρω, το δικαίωμα των αιτούντων (Α. Β., Ε. Μ., Μ. Φ. και Κ. Μ.), κατά το άρθρ. 31 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ., που αφορά στην πλήρη πρόσβαση αυτών στα έγγραφα, τα οποία απαρτίζουν τα δύο αιτήματα δικαστικής συνδρομής, ικανοποιήθηκε πλήρως από τη 10η Ειδική Ανακρίτρια του Πρωτοδικείου Αθηνών, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των προμνημονευόμενων εκθέσεων έγγραφων εξηγήσεων, που αποτελούν πλήρη απόδειξη, ως δημόσια έγγραφα, μη προσβληθέντα για πλαστότητα. Άλλα τυχόν υπάρχοντα έγγραφα της προκαταρκτικής εξετάσεως, που διενεργείται από τις δικαστικές αρχές της Κύπρου, τα οποία δεν διαβιβάστηκαν με τα επίμαχα αιτήματα δικαστικής συνδρομής στις αρμόδιες ελληνικές αρχές, ως μη κείμενα εντός των ορίων της αιτηθείσας δικαστικής συνδρομής, ήταν αντικειμενικά αδύνατο να τεθούν υπόψη των αιτούντων, εφόσον δε, γνωστοποιήθηκαν προς αυτούς όλα τα απαρτίζοντα τα εν λόγω αιτήματα δικαστικής συνδρομής έγγραφα, δεν καταστρατηγήθηκαν υπερασπιστικά τους δικαιώματα, κατά την έννοια του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ’ Κ.Ποιν.Δ., αφού αυτοί, κατά τα προεκτεθέντα, δεν είχαν προσλάβει την ιδιότητα των κατηγορουμένων, ενώ οι ελληνικές δικαστικές αρχές, σύμφωνα με το άρθρ. 1 παρ. 1 της προαναφερόμενης Συμβάσεως, έχουν τη διεθνή υποχρέωση να παράσχουν προς το συμβαλλόμενο μέρος της Δημοκρατίας της Κύπρου, που υπέβαλε τα σχετικά αιτήματα, την ευρύτερη δυνατή δικαστική συνδρομή. Εξάλλου, οι αιτούντες Ε. Μ. και Κ. Μ. έλαβαν γνώση και του από 17-4-2014 αιτήματος δικαστικής συνδρομής, που αφορά τους τελευταίους, αφού τέθηκε υπόψη τους ολόκληρο το δεύτερο από 25-5-2015 αίτημα, στο οποίο το προηγούμενο (από 17-4-2014 αίτημα) συνάπτεται ως παράρτημα, το δε υλικό, που συγκεντρώθηκε σε εκτέλεση του από 17-4-2014 αιτήματος, συνιστάμενο στις αναφερόμενες στο αναιρετήριο δώδεκα (12) μαρτυρικές καταθέσεις, των οποίων, κατά τον αναιρεσείοντα, οι αιτούντες δεν έλαβαν γνώση, αποτέλεσε αντικείμενο του πιο πάνω προηγούμενου από 17-4-2014 αιτήματος δικαστικής συνδρομής, που και κατά τους ισχυρισμούς των ιδίων στη σχετική (από 14-9-2015) αίτησή τους, έχει ήδη εκτελεσθεί και, επομένως, αλυσιτελώς γίνεται στην αίτηση αναιρέσεως επίκληση της μη γνωστοποιήσεως των εν λόγω καταθέσεων προς αυτούς, αφού δεν έχουν ληφθεί στα πλαίσια της εδώ εξεταζόμενης δικαστικής συνδρομής. Υπό τα ανωτέρω εκτεθέντα, δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα της προδικασίας ούτε του προσβαλλόμενου βουλεύματος, αφού όσα δικαιώματα των άνω προσώπων απορρέουν από το άρθρο 31 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ. ικανοποιήθηκαν, ενώ δεν παραβιάστηκε η αρχή της “δίκαιης δίκης” εκ μη γνώσεως κατηγοριών εναντίον τους, αφού, όπως προελέχθη, συγκεκριμένες κατηγορίες κατ’ αυτών δεν υφίσταντο σ’ εκείνο το στάδιο παροχής δικαστικής συνδρομής. 2) Περαιτέρω, ούτε από έλλειψη αιτιολογίας πάσχει το προσβαλλόμενο βούλευμα, το οποίο, παρά τα αντίθετα αβασίμως υποστηριζόμενα με το αναιρετήριο, ορθά και αιτιολογημένα έκρινε, ότι η πρωτοδίκης ανακρίτρια ενήργησε στα πλαίσια της διατάξεως του άρθρου 31 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ., περί προκαταρκτικής εξετάσεως, αφού η αρμοδιότητα του ανακριτή επί δικαστικής συνδρομής, παρά τη διατύπωση της παρ. 1 του άρθρου τούτου, κατά την οποία δικαίωμα διενέργειας προκαταρκτικής εξετάσεως έχει ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, καθιδρύεται από την ειδικότερη διάταξη του άρθρου 458 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ., στη συγκεκριμένη δε περίπτωση η 10η Ειδική Ανακρίτρια επελήφθη της υποθέσεως συννόμως, κατόπιν των προαναφερθεισών παραγγελιών του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, ανεξαρτήτως της μορφής της ανακριτικής διαδικασίας που ακολουθήθηκε, αφού μέσα στα όρια της δικαστικής συνδρομής περιλαμβάνεται και η προκαταρκτική εξέταση.
Με το δεύτερο και τελευταίο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως προβάλλεται η αιτίαση της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας του προσβαλλόμενου βουλεύματος, ως προς την απόρριψη του αιτήματος των ανωτέρω αιτούντων (Α. Β., Ε. Μ., Μ. Φ. και Κ. Μ.) να μην παρασχεθεί η επίμαχη δικαστική συνδρομή, διότι η Κυπριακή Δημοκρατία έχει επανειλημμένα αρνηθεί να παράσχει δικαστική συνδρομή σε αιτήματα των ελληνικών αρχών, κατά παραβίαση της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της αμοιβαιότητας, καθόσον, ειδικότερα, επί εγκλήσεως των αιτούντων κατά Κυπρίων υπηκόων για τις αναφερόμενες αξιόποινες πράξεις, οι αρμόδιες αρχές της Κύπρου αρνήθηκαν να εκτελέσουν το αίτημα δικαστικής συνδρομής των αρμόδιων ελληνικών αρχών για λήψη ανωμοτί καταθέσεων των εγκαλουμένων, καθώς και να εκτελέσουν το αίτημα δικαστικής συνδρομής των ελληνικών αρχών για την επίδοση κλητηρίων θεσπισμάτων και κλήσεων στους αναφερόμενους υπηκόους της Κυπριακής Δημοκρατίας για την πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως κατ’ εξακολούθηση δια του τύπου, κατόπιν εγκλήσεων των άνω αιτούντων. Στην προκειμένη περίπτωση, το προσβαλλόμενο βούλευμα διέλαβε σχετικώς την ακόλουθη αιτιολογία: <<Η αιτίαση αυτή των αιτούντων σε γενική θεώρησή της δεν είναι βάσιμη. Από υπηρεσιακή ενημέρωση και από έλεγχο των στοιχείων του Τμήματος Εκδόσεων και Δικαστικών Συνδρομών της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών συνάγεται ότι η Κυπριακή Δημοκρατία ανταποκρίνεται στα αιτήματα δικαστικής συνδρομής των αρμοδίων αρχών της Ελληνικής Δημοκρατίας και συνεπώς επιβεβαιώνεται η λειτουργία της αρχής αμοιβαιότητας. Εάν οι αιτούντες -όπως κάθε τρίτος- εντοπίζουν περιπτώσεις μη ικανοποιήσεως Ελληνικών αιτημάτων δικαστικής συνδρομής με επιζήμιες επιπτώσεις στα έννομα συμφέροντά τους, αυτές αποτελούν αντικείμενο, ενδεχομένως, άλλης διερεύνησης προς απόδοση τυχόν ευθυνών και δεν επηρεάζουν την κατά νόμο εκτέλεση – υλοποίηση των επίμαχων αιτημάτων της υπό κρίση παρούσης υπόθεσης>>. Με αυτά που δέχτηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα, κρίνοντας ότι η Κυπριακή Δημοκρατία ανταποκρίνεται στα αιτήματα δικαστικής συνδρομής των ελληνικών αρχών, επιβεβαιουμένης έτσι της λειτουργίας της “αρχής της αμοιβαιότητας”, με την επισήμανση, ότι η ύπαρξη κάποιων περιπτώσεων μη ικανοποιήσεως ελληνικών αιτημάτων, όπως τα επικαλούμενα από τους αιτούντες, δεν αρκεί για τη συναγωγή συμπεράσματος ότι παραβιάζεται η ανωτέρω αρχή εκ μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας, διέλαβε σαφή και επαρκή αιτιολογία σε σχέση με το παραπάνω ζήτημα. Άλλωστε, η τήρηση ή μη της αρχής της αμοιβαιότητας, ως κριτηρίου σκοπιμότητας, διαφεύγει το δικαστικό έλεγχο (πρβλ. επί εκδόσεως Α.Π. 83/2015), οπότε το δικαστικό Συμβούλιο, σε κάθε περίπτωση, δεν έχει την εξουσία να κρίνει, αν οι αρχές του αιτούντος κράτους καλώς ή κακώς αρνήθηκαν σε κάποιες περιπτώσεις να παράσχουν δικαστική συνδρομή (πρβλ. επί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης Α.Π. 725/2012). Επομένως, και ο αναιρετικός αυτός λόγος, από το άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. δ’ Κ.Ποιν.Δ., είναι αβάσιμος, ανεξαρτήτως της αοριστίας του, αφού ουδόλως προσδιορίζεται στο αναιρετήριο σε τί συνίσταται η έλλειψη της αιτιολογίας σε σχέση με το πληττόμενο κατά τα άνω κεφάλαιο του βουλεύματος.
Συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως είναι απορριπτέα στο σύνολό της.
Συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως είναι απορριπτέα στο σύνολό της.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ’ αριθ. 13/2-3-2006 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση του 16/2016 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαίου 2016. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαΐου 2016.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
==============
Σας στέλνουμε την υπ’ αριθμ. 1161/2016 απόφαση του ΑΠ (σε Συμβούλιο), που έκρινε το ζήτημα της γνωστοποίησης “εγγράφου κατηγορητηρίου” στον ύποπτο, στα πλαίσια προκαταρκτικής εξέτασης (άρθρου 31 παρ. 2 ΚΠοινΔ), κρίνοντας ότι αυτή δεν απαιτείται.-
Εκ πλαγίου, θεωρούμε ότι η ανωτέρω απόφαση, κρίνει (προφανώς) ότι η γνωστοποίηση, στον κατηγορούμενο, “εγγράφου κατηγορητηρίου”, στα πλαίσια προανακρίσεως, είναι επιβεβλημένη.-
dikastis.gr