ύψους 1.326.729,23 ευρώ.
Όπως έγραψε η «δημοκρατική» κατά τους μήνες Φεβρουάριο και Μάρτιο, του έτους 2011, διενεργήθηκε έλεγχος από το ΣΔΟΕ Νοτίου Αιγαίου, κατόπιν καταγγελιών, στις φορολογικές δηλώσεις, που υποβλήθηκαν από αλλοδαπά πρόσωπα, τα οποία είχαν προβεί στην αγορά ακινήτων στην Ελλάδα και διαπιστώθηκε μεταξύ των άλλων ότι το τίμημα που δηλώθηκε για την αγοραπωλησία των ακινήτων υπολείπονταν από το ποσό του δανείου, που έλαβαν για το συγκεκριμένο σκοπό.
Μεταξύ των πωλητών ακινήτων στους συγκεκριμένους αλλοδαπούς ήταν και η ατομική επιχείρηση του αιρετού.
Κατόπιν τούτων εκδόθηκε εντολή ελέγχου από το ΣΔΟΕ προκειμένου να διερευνηθεί αν τυχόν ποσά (προερχόμενα κυρίως από δάνεια) πέραν της δηλωθείσας αξίας των συμβολαίων, κατέληξαν στην επιχείρησή του.
Από τον έλεγχο φέρεται να διαπιστώθηκε ότι προέβη στην πώληση πλήθους οριζόντιων ιδιοκτησιών με άδεια οικοδομής σε αλλοδαπούς πελάτες. Οι πωλήσεις αυτές δεν δηλώθηκαν ως ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης αλλά ως μεταβιβάσεις ακινήτων από ιδιώτη.
Περαιτέρω, εκδόθηκαν φορολογικά στοιχεία προς τα ίδια πρόσωπα – αγοραστές των ακινήτων, για χωματουργικές και οικοδομικές εργασίες, που παρασχέθηκαν από την επιχείρησή του, στις εν λόγω νεόδμητες οικοδομές.
Επιπλέον, ζητήθηκαν από επιχείρησή του τα βιβλία και στοιχεία των ετών από 2007 έως 2011, οι δηλώσεις ΦΠΑ και εισοδήματος, τα τυχόν συναφθέντα ιδιωτικά συμφωνητικά, τα συναφθέντα συμβόλαια αγοραπωλησίας ακινήτων καθώς και των παραστατικών εξόφλησης αυτών.
Περαιτέρω, ελέγχθηκαv οι φορολογικές δηλώσεις των αγοραστών των ακινήτων μετά από σχετικό έγγραφο στη Δ.Ο.Υ. Ρόδου και διαπιστώθηκε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις δηλώθηκαν ποσά δανείου και εμβασμάτων από το εξωτερικό, μεγαλύτερα από τα αναγραφόμενα στα συμβόλαια τιμήματα.
Στο πλαίσια του ελέγχου, το αρμόδιο συνεργείο προέβη μεταξύ άλλων στην αποστολή εγγράφων σε δύο τράπεζες με τα οποία ζητήθηκαν στοιχεία για τις συναλλαγές που είχε ο αιρετός.
Από την επεξεργασία των εγγράφων των τραπεζών και των συνημμένων τους σε συνδυασμό με τα δεδομένα των βιβλίων και στοιχείων της επιχείρησής του διαπιστώθηκε, από τον έλεγχο, καταρχήν ότι δεν εκδόθηκαν φορολογικά στοιχεία συνολικής αξίας 1.914.028,79 ευρώ για οικοδομικές εργασίες που παρασχέθηκαν σε 17 νεόδμητες οικοδομές πελατών οι οποίοι του είχαν καταβάλει ισόποσο ποσό πέραν της αξίας των συναφθέντων συμβολαίων και εκδοθέντων φορολογικών στοιχείων.
Το συνολικό ποσό που εισπράχθηκε χωρίς να εκδοθούν φορολογικά στοιχεία, κατατέθηκε σε τραπεζικούς λογαριασμούς του.
Ο αιρετός αρνείται τα όσα του καταλογίζονται και ισχυρίζεται μεταξύ των άλλων ότι η φορολογική αρχή δεν διευκρινίζει ποια ακριβώς παροχή παρασχέθηκε για την οποία θα έπρεπε να εκδοθεί και το αντίστοιχο φορολογικό στοιχείο.
Η έκθεση ελέγχου ΚΒΣ αναφέρει μάλιστα ότι δέχεται ότι τα προσκομισθέντα φορολογικά στοιχεία, που εκδόθηκαν προς τους πελάτες του, θα πρέπει να αφαιρεθούν από το εργολαβικό αντάλλαγμα, το οποίο εν προκειμένω, όπως υποστηρίζει, δεν υφίσταται.
Ισχυρίζεται παραπέρα ότι η αναφορά στις ΑΕΠ ΚΒΣ «εκτέλεση οικοδομικών εργασιών» είναι εντελώς αόριστη καθόσον η έννοια της οικοδομικής εργασίας είναι πολύ ευρεία και περιλαμβάνει πολλά είδη εργασιών τα οποία είναι εντελώς διακριτά και όχι παρεμφερή.
Διατείνεται παραπέρα ότι ο καταλογισμός προστίμου ΚΒΣ για μη έκδοση φορολογικού στοιχείου με βάση τα ευρήματα από τους τραπεζικούς λογαριασμούς είναι νομικά αβάσιμος και αστήρικτος.
Υποστηρίζει ακόμη ότι από καμία διάταξη νόμου δεν προβλέπεται ότι κάθε κατάθεση (δάνειο) σε ατομικό τραπεζικό λογαριασμό αποτελεί ακαθάριστο έσοδο επιχείρησης ή εισόδημα (αφού δεν πρόκειται για επαγγελματικούς λογαριασμούς), όπως το ΣΔΟΕ εσφαλμένα ισχυρίζεται.
Εκθέτει παραπέρα ότι η άποψη του ελέγχου για τον καταλογισμό παραβάσεων ΚΒΣ είναι αναιτιολόγητη διότι τα αποδεικτικά στοιχεία δεν μπορούν να χαρακτηριστούν αντέγγραφα.
Ο αιρετός εκθέτει παραπέρα ότι ο έλεγχος, καταλογίζει ως παράβαση ΚΒΣ τη διαφορά μεταξύ του δανείου που έλαβαν οι πελάτες του, των εξόδων που διενήργησε για λογαριασμό τους και της αξίας που αναγράφηκε στα συμβόλαια αγοραπωλησίας.
Η άποψη αυτή, όπως ισχυρίζεται, είναι εντελώς αναιτιολόγητη διότι δεν στηρίζεται σε έγγραφα είτε δικά του είτε των πελατών του.
Ουσιαστικά η άποψη του ελέγχου για δήθεν παραβάσεις από μέρους του παραβλέπει τα συμβόλαια αγοραπωλησίας και τα προσκομισθέντα φορολογικά στοιχεία τα οποία και αποτελούν τα μοναδικά στοιχεία που θα πρέπει να λάβει υπόψη του ο έλεγχος προκειμένου να προσδιορίσει τα έσοδά του.
Σχετική με το ζήτημα της απόδειξης για την καταβολή «εικονικών» τιμημάτων στις αγοραπωλησίες ακινήτων και των κυρώσεων επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι ο έλεγχος δεν επικαλείται κανένα αντέγγραφο, ώστε να αιτιολογήσει την άποψή του ότι για τα επιπλέον ποσά που βρέθηκαν σε τραπεζικό του λογαριασμό θα έπρεπε να έχει εκδώσει αντίστοιχο φορολογικό στοιχείο.
Προσκόμισε, όπως τονίζει, ήδη ενώπιον του ελέγχου ιδιωτικά συμφωνητικά με τους πελάτες του με τα οποία και ανελάμβανε την πληρωμή των εργασιών για την ανέγερση των κατοικιών, που θα τους πουλούσε.
Στα ιδιωτικά αυτά συμφωνητικά προβλεπόταν ότι όλα τα έξοδα για την ανέγερση της οικοδομής θα κατατίθενται είτε εξ ιδίων χρημάτων των ιδιοκτητών, είτε μέσω δανείου τράπεζας, δια της πληρεξούσιας δικηγόρου τους η οποία είναι εξουσιοδοτημένη ειδικά για το σκοπό αυτό, σε λογαριασμό του (ως πωλητή του οικοπέδου) για να πληρώνει στο όνομα και για λογαριασμό τους όλα τα έξοδα για την αγορά των υλικών που θα χρειαστούν (μπετόν, σίδερα, πλακάκια κ.λ.π.) και το εργατοτεχνικό προσωπικό που θα χρειαστεί για την ανέγερση της οικοδομής.
Ανελάμβανε δε την υποχρέωση αυτή αποκλειστικά και μόνο προς εξυπηρέτησή τους, καθότι οι πελάτες του θα απουσίαζαν για μεγάλα χρονικά διαστήματα στο εξωτερικό και δε θα ήταν δυνατή η συνεχής παρουσία τους κατά το χρόνο που θα γίνονται οι διάφορες εργασίες στην οικοδομή, ώστε να επιβλέπουν τις εργασίες και να προβαίνουν στις απαραίτητες δαπάνες.
Η έκθεση ελέγχου, όπως υποστηρίζει, κάνει λόγο, αβάσιμα, για εργολαβικό αντάλλαγμα, το οποίο εν προκειμένω δεν υφίσταται.
Επιπλέον, υποστηρίζει ότι η φορολογική αρχή δεν μπορούσε να προβεί σε έλεγχο για τις χρήσεις 2008 και 2009, διότι αυτές ήταν περαιωμένες με το Ν. 3888/2010 ενώ περαιτέρω αναλυτικά εκθέτει ότι υφίσταται έλλειψη αιτιολογίας των ΑΕΠ ΚΒΣ ως προς τον καταλογισμό παράβασης για μη έκδοση φορολογικού στοιχείου λόγω μη προσδιορισμού, της παροχής που δήθεν παρασχέθηκε.
Πηγή:www.dimokratiki.gr