Προκειμένου να καθυστερήσουν την εμπορία του γενόσημου του αντικαταθλιπτικού citalopram
Το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επικύρωσε πρόστιμα ύψους περίπου 150 εκατομμυρίων ευρώ που επιβλήθηκαν σε διάφορες επιχειρήσεις στο
πλαίσιο συμπράξεως προκειμένου να καθυστερήσει η εμπορία του γενόσημου του αντικαταθλιπτικού citalopram.
Η Lundbeck, μία δανική εταιρεία η οποία είχε αναπτύξει και κατοχυρώσει με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας το αντικαταθλιπτικό φάρμακο που περιέχει τη δραστική ουσία με το όνομα «citalopram», συνήψε, το 2002, 6 συμφωνίες με αντικείμενο το citalopram με 4 επιχειρήσεις δραστηριοποιούμενες στην παραγωγή γενοσήμων φαρμάκων, ήτοι την Generics (UK), την Alpharma, την Arrow και την Ranbaxy.
Σε αντάλλαγμα της δεσμεύσεως των εταιριών παραγωγής γενοσήμων να μην εισέλθουν στην αγορά του citalopram, η Lundbeck τους κατέβαλε σημαντικά ποσά, αγόρασε αποθέματα γενοσήμων προϊόντων με μοναδικό σκοπό να τα καταστρέψει και τους προσέφερε εγγυημένα κέρδη στο πλαίσιο συμφωνίας διανομής.
Εξετάζοντας την υπόθεση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επέβαλε πρόστιμο συνολικού ύψους 93,7 εκατομμυρίων ευρώ στην Lundbeck και 52,2 εκατομμυρίων ευρώ στους παραγωγούς γενοσήμων, πρόστιμα τα οποία επικύρωσε το Γενικό Δικαστήριο με τις πρόσφατες αποφάσεις του.
Ιστορικό
Η Lundbeck είναι δανική εταιρία ειδικευμένη στην έρευνα και την εμπορία νέων φαρμάκων για την καταπολέμηση μεταξύ άλλων της κατάθλιψης. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, η Lundbeck ανέπτυξε και κατοχύρωσε με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας το αντικαταθλιπτικό φάρμακο που περιέχει τη δραστική ουσία με το όνομα «citalopram».
Κατά τη λήξη του κύριου διπλώματός της ευρεσιτεχνίας citalopram, η Lundbeck κατείχε ορισμένο μόνον αριθμό διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που της παρείχαν πιο περιορισμένη προστασία. Ειδικότερα, η Lundbeck είχε καταθέσει δίπλωμα ευρεσιτεχνίας σχετικά με τη διαδικασία παραγωγής του citalopram (δίπλωμα ευρεσιτεχνίας σχετικά με την κρυστάλλωση των αλάτων). Επομένως, παραγωγοί γενοσήμων, λιγότερων ακριβών, του citalopram μπορούσαν να εξετάσουν το ενδεχόμενο της εισόδου τους στην αγορά.
Το 2002, η Lundbeck συνήψε 6 συμφωνίες με αντικείμενο το citalopram με 4 επιχειρήσεις δραστηριοποιούμενες στην παραγωγή γενοσήμων φαρμάκων, ήτοι την Generics (UK), την Alpharma, την Arrow και την Ranbaxy.
Εις αντάλλαγμα της δεσμεύσεως των εταιριών παραγωγής γενοσήμων να μην εισέλθουν στην αγορά του citalopram, η Lundbeck τους κατέβαλε σημαντικά ποσά και τους παρέσχε και άλλα κίνητρα. Ειδικότερα, η Lundbeck κατέβαλε σημαντικά ποσά κατ’ αποκοπήν, αγόρασε αποθέματα γενοσήμων προϊόντων με μοναδικό σκοπό να τα καταστρέψει και τους προσέφερε εγγυημένα κέρδη στο πλαίσιο συμφωνίας διανομής. Οι συμφωνίες αυτές της έδωσαν τη βεβαιότητα ότι οι εταιρίες παραγωγής γενοσήμων θα παρέμεναν εκτός της αγοράς καθ’ όλο το διάστημα των συμφωνιών.
Τον Οκτώβριο 2003, η Επιτροπή ενημερώθηκε από την Konkurrence-og Forbrugerstyrelsen (KFST, δανική αρχή για τον ανταγωνισμό και τους καταναλωτές) σχετικά με την ύπαρξη των εν λόγω συμφωνιών. Με το πέρας της έρευνάς της, η Επιτροπή έκρινε, με απόφαση της 19ης Ιουνίου 2013, ότι η Lundbeck και οι εταιρίες παραγωγής γενοσήμων ήταν τουλάχιστον πιθανοί ανταγωνιστές και ότι οι επίμαχες συμφωνίες αποτελούσαν περιορισμούς του ανταγωνισμού εξ αντικειμένου, δεδομένου ότι τα ποσά που είχε καταβάλει η Lundbeck προκειμένου να εμποδίσει τους παραγωγούς αυτούς να εισέλθουν στην αγορά του citalopram αντιστοιχούσαν περίπου στα κέρδη που θα μπορούσαν να έχουν επιτύχει εάν εισέρχονταν επιτυχώς στην αγορά. Η Επιτροπή επέβαλε έτσι πρόστιμο συνολικού ύψους 93,7 εκατομμυρίων ευρώ στην Lundbeck και 52,2 εκατομμυρίων ευρώ στους παραγωγούς γενοσήμων.
Η Lundbeck και οι εταιρίες παραγωγής γενοσήμων προσέφυγαν στο Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να ακυρώσουν την απόφαση της Επιτροπής και το πρόστιμο που τους είχε επιβληθεί.
Απόφαση
Με τις σημερινές του αποφάσεις, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει τις προσφυγές της Lundbeck και των εταιριών παραγωγής γενοσήμων και επικυρώνει τα πρόστιμα που είχαν επιβληθεί σε αυτές από την Επιτροπή.
Το Γενικό Δικαστήριο φρονεί κατ’ αρχάς, όπως και η Επιτροπή, ότι η Lundbeck και οι οικείες εταιρίες παραγωγής γενοσήμων ήταν όντως πιθανές ανταγωνίστριες κατά τον χρόνο συνάψεως των επίμαχων συμφωνιών. Συναφώς, υπενθυμίζει ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν μια συμφωνία περιορίζει τον δυνητικό ανταγωνισμό, πρέπει οι ανταγωνιστές να είχαν πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες να εισέλθουν στην αγορά στην περίπτωση που δεν είχε συναφθεί η συμφωνία. Το Γενικό Δικαστήριο φρονεί ότι η Επιτροπή προέβη σε ενδελεχή έλεγχο, για εκάστη των οικείων εταιριών παραγωγής γενοσήμων, των πραγματικών και συγκεκριμένων δυνατοτήτων που είχαν να εισέλθουν στην αγορά, στηριζόμενη σε αντικειμενικά στοιχεία όπως οι ήδη πραγματοποιηθείσες επενδύσεις, τα γενόμενα διαβήματα προκειμένου να λάβουν άδεια εμπορίας στην αγορά και οι συμβάσεις προμήθειας που συνήψαν με τους προμηθευτές δραστικών φαρμακευτικών ουσιών. Περαιτέρω, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι υφίσταντο, εν γένει, πολλές και συγκεκριμένες δυνατότητες εισόδου στην αγορά για τις εταιρίες παραγωγής γενοσήμων κατά τον χρόνο συνάψεως των επίμαχων συμφωνιών. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται, ιδίως, η έναρξη της διαθέσεως του γενόσημου προϊόντος, με το ενδεχόμενο να υποχρεωθούν να αντιμετωπίσουν τη Lundbeck στο πλαίσιο πιθανών δικών λόγω απομίμησης/παραποίησης.
Το Γενικό Δικαστήριο φρονεί εξάλλου ότι ορθώς η Επιτροπή συνήγαγε ότι οι επίμαχες συμφωνίες συνιστούσαν εξ αντικειμένου περιορισμό του ανταγωνισμού.
Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο φρονεί ότι η Lundbeck δεν απέδειξε ότι οι περιορισμοί που επήλθαν δυνάμει των επίμαχων συμφωνιών ήταν αντικειμενικώς αναγκαίοι για την προστασία των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας και, μεταξύ άλλων, του διπλώματός της ευρεσιτεχνίας σχετικά με την κρυστάλλωση. Αφενός η Lundbeck θα μπορούσε να προστατεύσει αυτά τα δικαιώματα ασκώντας αγωγές ενώπιον των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων σε περίπτωση παραβάσεως. Αφετέρου, υπάρχουν πολλοί τρόποι συμβιβαστικής επιλύσεως των διαφορών για ζητήματα ευρεσιτεχνίας, χωρίς εντούτοις να τίθενται περιορισμοί σχετικά με την είσοδο γενοσήμων στην αγορά. Τέλος, υφίστατο αβεβαιότητα ως προς το κατά πόσον το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας της Lundbeck σχετικά με την κρυστάλλωση της έδινε τη δυνατότητα να παρεμποδίσει πάσα μορφή εισόδου των εταιριών παραγωγής γενοσήμων στην αγορά, με αποτέλεσμα αυτές να διαθέτουν πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες επενδύσεως στην αγορά κατά τον χρόνο συνάψεως των επίμαχων συμφωνιών. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή μπορούσε νομίμως να συναγάγει ότι υπήρχε εξ αντικειμένου περιορισμός του ανταγωνισμού.
Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει περαιτέρω ότι η Επιτροπή υποχρεούνταν μόνον να αποδείξει ότι οι επίμαχες συμφωνίες ήταν αρκούντως βλαπτικές για τον ανταγωνισμό, λαμβανομένων υπόψη των όρων τους, των σκοπών που επεδίωκαν, καθώς και του οικονομικού και νομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσονταν. Αντιθέτως, δεν ήταν υποχρεωμένη να αποδείξει τα αποτελέσματά τους ούτε την κατάσταση που θα είχε διαμορφωθεί ελλείψει αυτών.
Κατά το Γενικό Δικαστήριο, αυτό που έχει σημασία είναι ότι οι εταιρίες παραγωγής γενοσήμων είχαν πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες εισόδου στην αγορά κατά τον χρόνο συνάψεως των επίμαχων συμφωνιών με τη Lundbeck, οπότε ασκούσαν ανταγωνιστική πίεση επ’ αυτής. Αυτή η ανταγωνιστική πίεση ήρθη όμως κατά τη διάρκεια ισχύος των επίμαχων συμφωνιών, πράγμα που συνιστά, καθαυτό, εξ αντικειμένου περιορισμό του ανταγωνισμού.
Δείτε τις σχετικές αποφάσεις στους παρακάτω συνδέσμους:
T-460/13(link is external), T- 467/13(link is external), T-469/13(link is external), T-470/13(link is external), T-471/13(link is external) και T-472/13
Lawspot