σύμβουλος του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών Έσπεν Μπαρθ Άιντε.
Ειδικότερα σε ερώτηση αν είναι ρεαλιστική η αισιοδοξία που διατύπωσε προχθές ο Μπαν Κι-μουν για επίλυση του Κυπριακού έως το τέλος της θητείας του, στο τέλος του 2016, ο κ. Άιντε απάντησε: “Όντως ο γραμματέας Μπαν Κι-μουν έκανε αυτή τη δήλωση. Αλλά αρκετό καιρό πριν το πει ο ίδιος, την ίδια δήλωση είχαν κάνει οι ηγέτες των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο, Νίκος Αναστασιάδης και Μουσταφά Ακιντζί. Είχαν δηλώσει ότι ο στόχος τους ήταν να έρθουν σε μια συμφωνία κατά τη διάρκεια του 2016. Πρώτα το είπαν μαζί στο Νταβός τον Ιανουάριο και στην κοινή δήλωση την 15η Μαΐου, με την οποία χαιρέτισαν τον πρώτο γύρο των διαπραγματεύσεων καθώς και σε συνεντεύξεις τους. Δεν είναι δική μου ή του Μπαν Κι-μουν εκτίμηση, αλλά των ίδιων των ηγετών”. Συνεχίζοντας στο μήκος κύματος, είπε ότι πιστεύει πως είναι εφικτό να επιλυθεί το Κυπριακό, αν και φιλόδοξο, σημειώνοντας πως “εάν πρέπει να επιτευχθεί ο στόχος, πρέπει και δουλέψουμε σκληρά γιατί έχουμε μακροχρόνια ζητήματα”. “Πιστεύω ότι θα υπάρξει μια συμφωνία για να γεφυρωθούν τα κενά” υπογράμμισε, αναγνωρίζοντας παράλληλα πως πρόκειται για πάρα πολύ δύσκολα ζητήματα.
Όσον αφορά το περιουσιακό, είπε πως “έχουμε διανύσει πολύ δρόμο μπροστά” και υποστήριξε πως “έχουμε μια συμφωνία επί της αρχής, αλλά ακόμη συζητάμε μια σημαντική πτυχή για το πώς αυτές οι αρχές θα γίνουν πράξη”. “Δεν είναι μια μικρή διαφορά, αλλά δεν είναι και μια διαφορά σε θέματα αρχών” επισήμανε.
Για το εδαφικό, διατύπωσε την άποψη πως στο τέλος θα ξεπεραστεί η διαφορά και θα υπάρξει συμφωνία.
Σε ό,τι αφορά τα ζητήματα της ασφάλειας και των εγγυήσεων παραδέχτηκε πως υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στις δύο πλευρές, σημειώνοντας ωστόσο πως έχουν ξεκινήσει συζητήσεις με διάθεση να λυθούν οι διαφορές.
Ιδιαίτερη έμφαση έκανε στη δημιουργία του αισθήματος κοινής ασφάλειας στο νησί. Παραδέχτηκε ότι είναι δύσκολο, σημειώνοντας όμως ότι έχει συμβεί σε πολλές άλλες κοινότητες. “Πρέπει να καταλάβουμε γιατί ιστορικά οι δύο κοινότητες φοβόντουσαν η μία την άλλη και η τουρκοκυπριακή κοινότητα πρέπει να καταλάβει πως η παρουσία των τουρκικών στρατευμάτων και η συνολική κατάσταση αποτελεί μια συνεχή πρόκληση στην αίσθηση ασφάλειας για την ελληνοκυπριακή κοινότητα. Οι Έλληνες πρέπει να καταλάβουν πως οι εμπειρίες από το 1960 μέχρι το 1974, συμπεριλαμβανομένου του στρατιωτικού πραξικοπήματος έχει δημιουργήσει υπαρξιακό φόβο στην τουρκοκυπριακή κοινότητα. Και αυτό δεν είναι αφορά ποιος έχει δίκιο και ποιος έχει άδικο, αλλά πώς αυτοί οι δύο φόβοι μπορούν να εξαλειφθούν. Το ζήτημα δεν είναι αν αυτοί οι φόβοι έχουν βάση σήμερα, αλλά ότι συνεχίζουν να υπάρχουν στην πραγματικότητα, και για να ξεπεραστούν πρέπει να δημιουργηθεί ένα αίσθημα κοινής ασφάλειας στο νησί” σημείωσε.
Σε ερώτηση για το πιο είναι το πιο σημαντικό εμπόδιο για την επίλυση του Κυπριακού, ο κ. Άιντε απάντησε πως τα ζητήματα της διακυβέρνησης, της περιουσίας και της ασφάλειας είναι πολύ δύσκολα, προσθέτοντας παράλληλα πως έχουμε ξεπεράσει και πάρα πολύ δύσκολα ζητήματα, αναφερόμενος στο ζήτημα της σύνθεσης του πληθυσμού, για το οποίο, όπως είπε, υπάρχει κατανόηση. “Έχουμε αποδείξει ότι λύνουμε τα δύσκολα ζητήματα, και ένας τρόπος για να λύνεις τα δύσκολα ζητήματα είναι να δημιουργείς ένα κλίμα αμοιβαίας κατανόησης” συμπλήρωσε και ανέφερε για παράδειγμα: “Αν η μία πλευρά θέλει το α και η άλλη το β, ενδεχομένως η λύση να είναι το γ, και κανένας από τους δύο να μην το είχε σκεφτεί πριν”.
Αναφερόμενος στις συζητήσεις που είχε χθες και σήμερα στην Αθήνα, με τον υπουργό Εξωτερικών Νίκο Κοτζιά και τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα αντίστοιχα, εξέφρασε την ικανοποίησή του και τις χαρακτήρισε πλούσιες και εποικοδομητικές. Ανέφερε πως συζήτησε κυρίως για το θέμα της ασφάλειας και των εγγυήσεων και πώς θα συμμετάσχουν οι εγγυήτριες δυνάμεις, επισημαίνοντας: “Είχαμε δύο πολύωρες και καλά προετοιμασμένες συναντήσεις και ήμασταν αφοσιωμένοι να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον. Και ήταν όλοι πρόθυμοι να συμμετέχουμε σε ουσιαστικές συζητήσεις, για να καλυφθούν τα κενά σε αυτά τα ζητήματα”.
Επισήμανε, επίσης, πως η Ελλάδα αποτελεί μια εγγυήτρια χώρα που είναι αφοσιωμένη στην επίλυση του Κυπριακού και πως θέλει να βοηθήσει και τις δύο κοινότητες να ξεπεράσουν τα προβλήματά τους.
Χαρακτήρισε, ακόμα, τη διαίρεση της Κύπρου ως μια τραγωδία για τους Κυπρίους που είχε πολλές επιπτώσεις στην περιοχή και τόνισε τη σημασία της επίλυσης του Κυπριακού για την ευρύτερη ανατολική Μεσόγειο. “Η επίλυση του κυπριακού ζητήματος δεν είναι μόνο καλό για τους Κύπριους, αλλά επίσης βελτιώνει τις σχέσεις στη γύρω περιοχή, όπως μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας, στην Ανατολική Μεσόγειο, δημιουργώντας μελλοντικές δυνατότητες εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στη Μεσόγειο” ανέφερε χαρακτηριστικά.
Σε ό,τι αφορά την αυριανή συνάντηση του Κύπριου Προέδρου Νίκου Αναστασιάδη και του ηγέτη των τουρκοκυπρίων Μουσταφά Ακιντζί, με την οποία ολοκληρώνεται η διαδικασία των εντατικών διαπραγματεύσεων των δύο πλευρών, ο κ. Άιντε είπε πως οι δύο ηγέτες θα εκδώσουν μια κοινή δήλωση για το πού βρίσκεται η διαδικασία. Δεν πρόκειται για συμφωνία, ξεκαθάρισε, εμμένοντας στην έννοια της δήλωσης αντί της διακήρυξης.
Παράλληλα, ξεκαθάρισε πως δεν υπάρχει κανένα σχέδιο διαιτησίας εκ μέρους του ΟΗΕ και επισήμανε ότι δεν το χρειαζόμαστε. Σημείωσε χαρακτηριστικά: “Νομίζω ότι έχουμε διδαχθεί ένα σκληρό μάθημα από το 2004, ότι η προσπάθεια επιβολής ενός σχεδίου δεν είναι καλή ιδέα και δεν λειτούργησε πολύ καλά. Και για τον λόγο αυτό είναι πολύ σημαντικό, και για τους δύο ηγέτες και για μας, να υπογραμμίσουμε ότι το σχέδιο είναι κυπριακής ιδιοκτησίας και έμπνευσης και να αποφασίσουν οι Κύπριοι με δημοψήφισμα. Και πιστεύω ότι οι ίδιοι Κύπριοι αποφασίζουν για τη μοίρα τους. Δεν υπάρχει κανένα σχέδιο διαιτησίας και ούτε πιστεύω ότι το χρειαζόμαστε γιατί τώρα οι κ.κ. Αναστασιάδης και Ακιντζί είναι δύο αφοσιωμένοι ηγέτες και γνωρίζουν ότι έχουν αναλάβει μια ιστορική ευθύνη και οφείλουν τη φέρουν εις πέρας”.
Στη συνέχεια κατέστησε σαφές ότι τάσσεται υπέρ της ομοσπονδιακής λύσης. “Σε όλες τις προηγούμενες διοικήσεις υπήρχαν συνομοσπονδιακές λύσεις, αλλά στην παρούσα διοίκηση πρόκειται για ομοσπονδιακή λύση και ολόκληρη η νομικη ομάδα, που οι περισσότεροι είναι ειδικοί σε θέματα συντάγματος και ομοσπονδιών, δηλώνουν ότι πρόκειται για μια στέρεα ομοσπονδιακή δομή, όπως στη Γερμανία, στις ΗΠΑ, στο Βέλγιο και στην Αυστρία” αποσαφήνισε.
Ειδική αναφορά έκανε στο ζήτημα των υδρογονανθράκων, αναφέροντας πως “αυτό που με κάνει χαρούμενο είναι ότι υπάρχει μια συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών ενόψει μιας συμφωνίας ομοσπονδιακής εκμετάλλευσης τους και ότι τα μελλοντικά έσοδα από αυτή την εκμετάλλευση θα είναι προς όφελος όλων των Κυπρίων”. Στο πλαίσιο αυτό, συμπλήρωσε πως κάθε κυρίαρχο κράτος έχει το δικαίωμα να εκμεταλλεύεται τους φυσικούς του πόρους, αναφέροντας ως παράδειγμα τη χώρα του, τη Νορβηγία και υπογράμμισε πως τα διδάγματα από τη νεότερη ιστορία έχουν δείξει ότι η σύγκρουση σε θέματα ενέργειας έχει άσχημα αποτελέσματα. “Ένα καλό επιχείρημα για την επίτευξη λύσης είναι η ειρηνική και μακροχρόνια και σταθερή εκμετάλλευση της ενέργειας” επισήμανε.
Τέλος, όσον αφορά την απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος στην Τουρκία, δήλωσε: “Όταν συνέβη ήμουν πολύ ανήσυχος ότι θα επηρέαζε τις διαπραγματεύσεις. Απέτυχε και δεν υπήρξε καμία αλλαγή στις διαπραγματεύσεις από καμία πλευρά, συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας”. Εξέφρασε την πεποίθηση πως το πρότερο κλίμα εξεύρεσης λύσης συνεχίζει να υπάρχει και τόνισε: “Η απόπειρα πραξικοπήματος μάς υπενθύμισε ότι πρόκειται για μια γειτονιά που δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη. Το καλύτερο είναι να λυθούν τα προβλήματα πριν συμβεί οτιδήποτε απρόοπτο”. Πόσω μάλλον, προσέθεσε, καθώς στην περιοχή της Ελλάδας και της Τουρκίας πολλά δραματικά γεγονότα συμβαίνουν, αναφέροντας την προσφυγική κρίση, την οποία χαρακτήρισε ως τη μεγαλύτερη στη νεότερη ιστορία, και τον πόλεμο της Συρίας. Όσο μεγαλύτερη είναι η σταθερότητα τόσο το καλύτερο για την περιοχή, διεμήνυσε.
Την πεποίθησή του πως έχει σημειωθεί πρόοδος και ότι είναι εφικτή, αν και φιλόδοξη, η επίλυση του Κυπριακού έως το τέλος του έτους, εξέφρασε σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο ειδικός
capitalgr