Αλλαγές με στόχο την ελάφρυνση των χαμηλοϊδιοκτητών
Ξεκινά η αντίστροφη μέτρηση για τις αλλαγές στη φορολογία των ακινήτων καθώς οι υπηρεσιακοί του υπουργείου Οικονομικών μέσα στην εβδομάδα θα παραδώσουν το σχέδιο του νέου ΕΝΦΙΑ που θα εφαρμοστεί από το 2017 στους θεσμούς.
Από τις 15 Σεπτεμβρίου και μετά θα ξεκινήσουν οι συζητήσεις με τους θεσμούς για τις αλλαγές, με ένα δεδομένο. Το ποσό που θα αναγράφει ο κρατικός προϋπολογισμός δεν θα υπολείπεται ούτε μισό ευρώ από αυτό που ίσχυε για τα προηγούμενα χρόνια, δηλαδή το Δημόσιο θα συνεχίσει να εισπράττει ετησίως από τους ιδιοκτήτες 2,65 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με αποκλειστικές πληροφορίες του «Βήματος», η πρόταση που θα αποτελέσει τη βάση της συζήτησης με τους θεσμούς θα περιλαμβάνει μεταξύ άλλων ένα αφορολόγητο για όλους τους ιδιοκτήτες και από εκεί και πάνω θα εφαρμοστούν κλιμακωτοί συντελεστές επί του συνόλου της αντικειμενικής αξίας της περιουσίας του κάθε φορολογουμένου.
Οπως αναφέρει αρμόδιος παράγοντας στόχος είναι από τις αλλαγές στον νέο φόρο ακινήτων ένα μεγάλο ποσοστό χαμηλοϊδιοκτητών να βρίσκεται κοντά στο νέο αφορολόγητο όριο και όσοι διαθέτουν μεγάλη ακίνητη περιουσία να πληρώσουν πολλά περισσότερα σε σύγκριση με το ό,τι ισχύει σήμερα.
Τα ίδια όρια
Επίσης, με βάση τα ισχύοντα εφαρμόζονται μία σειρά εκπτώσεων και απαλλαγών από τον ΕΝΦΙΑ για ορισμένες κατηγορίες φορολογουμένων, όπως είναι οι τρίτεκνοι, τα χαμηλά εισοδήματα, τα άτομα με ειδικές ανάγκες κ.τ.λ.Με τον καθορισμό ενός ενιαίου αφορολογήτου είναι πολύ πιθανό να αυξηθεί ο αριθμός εκείνων που απολαμβάνουν φοροαπαλλαγές. Ωστόσο, αυτό προϋποθέτει ότι στο υπουργείο Οικονομικών θα διατηρήσουν στα σημερινά επίπεδα τα εισοδηματικά και τα περιουσιακά όρια. Αν όμως τα όρια αυτά μειωθούν τότε είναι σχεδόν βέβαιο ότι κάποιος που σήμερα δεν επιβαρύνεται με ΕΝΦΙΑ ή έχει έκπτωση 50% τελικά από το νέο έτος να πληρώσει τον φόρο στο ακέραιο.
Στις προθέσεις του υπουργείου είναι να καθοριστεί ένα αφορολόγητο όριο περίπου στις 50.000 ευρώ αντικειμενική αξία ατομικής περιουσίας. Ομως, πλέον για τον υπολογισμό της αξίας των ακινήτων θα ληφθεί υπόψη και η αξία των εκτός σχεδίου πόλεως αγροτεμαχίων. Ολες οι αξίες θα αθροίζονται και μετά θα μπαίνουν στη νέα κλίμακα.
Δεν θα υπάρχει ο διπλός υπολογισμός που ισχύει σήμερα για τον ΕΝΦΙΑ, δηλαδή ξεχωριστή φορολογία για κάθε κατοικία και συμπληρωματικός φόρος.
Οι αντικειμενικές αξίες
Στο υπουργείο Οικονομικών, ενώ φαίνεται να έχουν καταλήξει στο αφορολόγητο δεν ισχύει το ίδιο και για τους συντελεστές φορολογίας και αυτό γιατί θα συνδυαστούν με την τελική πρόταση που θα γίνει για τις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων. Και εφόσον το δεδομένο σε κάθε περίπτωση είναι το τελικό ποσό είσπραξης να μην πέσει κάτω από 2,65 δισ. ευρώ, είναι προφανές ότι θα πληγούν περισσότερο οι μεσαίες και μεγάλης αξίας περιουσίες.
Στο υπουργείο Οικονομικών θα ήταν ικανοποιημένοι αν σε συνεργασία με τους θεσμούς έχουν καταλήξει στο τελικό κείμενο του νομοσχεδίου έως το πρώτο δίμηνο του 2017 ενώ οι νέες αντικειμενικές αξίες αναμένεται να είναι έτοιμες έως τα τέλη του τρέχοντος έτους ώστε να εφαρμοστούν από την 1η Ιανουαρίου 2017. Εφόσον συμβεί αυτό τότε ο νέος φόρος ακινήτων θα «τρέξει» με βάση τις νέες αξίες.
Αποδείξεις και ακατάσχετος λογαριασμός
Το νομοσχέδιο για το πλαστικό χρήμα είναι έτοιμο και από αύριο Δευτέρα θα συζητηθούν οι τελευταίες λεπτομέρειες στις συναντήσεις με τα κλιμάκιο των θεσμών. Το μεγάλο αγκάθι παραμένει ο ακατάσχετος λογαριασμός των επαγγελματιών που θα καταλήγουν οι εισπράξεις των συναλλαγών με πλαστικό χρήμα.
Η ελληνική πλευρά αρχικά ζητούσε να είναι 100% ακατάσχετος ο λογαριασμός ενώ οι θεσμοί επέμεναν να είναι 80%.
Η νέα ελληνική πρόταση που θα κατατεθεί αύριο και ίσως ξεμπλοκάρει το νομοσχέδιο είναι η εξής:
Από το σύνολο του μηνιαίου τζίρου της επιχείρησης που θα εμφανίζεται στον επαγγελματικό λογαριασμό που θα έχει δηλώσει ο επιχειρηματίας θα μπορεί να κατασχεθεί ένα ποσοστό επί των συνολικών οφειλών και όχι επί του συνολικού τζίρου.
Για παράδειγμα, έστω μία επιχείρηση χρωστά στο Δημόσιο 100.000 ευρώ και την ίδια στιγμή έχει μηνιαία είσπραξη 20.000 ευρώ. Με την πρόταση των θεσμών το 80% των εισπράξεων θα ήταν ακατάσχετα, δηλαδή τα 16.000 ευρώ και τα υπόλοιπα 4.000 θα μπορούσαν να κατασχεθούν.
ΒΗΜΑ