υποθέσεις που αφορούν δύο μηνύσεις, που υπέβαλε ένα ανδρόγυνο από το Παραδείσι, σε ποινές κάθειρξης 10 και 11 ετών με ανασταλτικό ως προς την έφεση αποτέλεσμα υπό τους περιοριστικούς όρους της καταβολής χρηματικής εγγύησης ύψους 1000 ευρώ, της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα και της εμφάνισης του μια φορά κάθε μήνα στο αστυνομικό τμήμα του τόπου κατοικίας του.
Ο ασφαλιστικός σύμβουλος κρίθηκε συγκεκριμένα ένοχος κακουργηματικής πλαστογραφίας και υπεξαίρεσης, ενώ σε ποινή φυλάκισης 4 και 5 ετών αντιστοίχως με αναστολή, καταδικάστηκε συγγενικό του πρόσωπο, τραπεζικός υπάλληλος, που κρίθηκε ένοχος άμεσης συνέργειας σε εξακολουθητική υπεξαίρεση.
Η Εισαγγελέας της έδρας είχε εισηγηθεί στο δικαστήριο την απαλλαγή του πρώτου από το αδίκημα της πλαστογραφίας κάνοντας ειδική αναφορά σε πόρισμα γραφολογικής εξέτασης με το οποίο δεν του αποδίδονται ευθύνες και την ενοχή του για πλημμεληματική υπεξαίρεση. Εισηγήθηκε ακόμη και την απαλλαγή του τραπεζικού υπαλλήλου.
Ο ασφαλιστικός σύµβουλος βρέθηκε αντιμέτωπος με τις ως άνω βαρύτατες κατηγορίες μετά από μήνυση μιας κατοίκου του Παραδεισίου και του συζύγου της.
Σύμφωνα με τις μηνύσεις των πολιτικώς εναγόντων η σύζυγος του εγκαλούντος από το έτος 1997 είχε επενδύσει σε αμοιβαία κεφάλαια, έχοντας ανοίξει διάφορους λογαριασμούς μητρώου σε ασφαλιστική εταιρεία καταβάλλοντας σημαντικά ποσά για επένδυση.
Φέρεται παραπέρα, έχοντας κερδίσει την πλήρη εμπιστοσύνη του ανδρός της, ο οποίος δεν είχε γνώσεις χρηματοοικονομικών, ότι άρχισε να του καταβάλλει από το έτος 2000 διάφορα χρηματικά ποσά για να επενδυθούν σε αμοιβαία κεφάλαια.
Επιπλέον, ο μηνυτής ισχυρίζεται ότι για να μην ταλαιπωρείται σε ουρές στην τράπεζα του είχε συστήσει ο ασφαλιστής να εξυπηρετείται από τον συγγενή του. Φέρεται να μην επένδυσε όμως τα χρήματα, που του είχε εμπιστευθεί σε επενδυτικά προγράμματα, αλλά πλαστογραφώντας την υπογραφή του να συνέταξε αιτήσεις για ασφάλεια ζωής στην ασφαλιστική εταιρεία.
Στη συνέχεια φέρεται να συνέτασσε αιτήσεις εξαγοράς των ασφαλειών ζωής και να εισέπραττε ο ίδιος το τίμημα. Φέρεται ακόμη να πλαστογραφούσε την υπογραφή του εγκαλούντος στα εντάλματα πληρωμής της τράπεζας, όπου τηρούσε λογαριασμό η ασφαλιστική, προκειμένου να προβαίνει σε κατάθεση ποσού που αντιστοιχούσε στην αντίστοιχη ασφάλεια ζωής.
Συνολικά κατηγορείται για 34 τέτοιες συναλλαγές και το ύψος της βλάβης που φέρεται να προκάλεσε υπολογίζεται σε 181.247,9 ευρώ.
Ο μηνυτής διατείνεται ότι είχε λάβει διαβεβαιώσεις ότι τα προτεινόμενα επενδυτικά προϊόντα ήταν συνεδεδεμένα με μεγάλα επενδυτικά σχήματα και εταιρείες του εξωτερικού, που έχαιραν μεγάλης αναγνώρισης, με αποτέλεσμα να ξεκινήσουν μια συνεργασία μαζί του από το έτος 1997.
Υποστηρίζει ότι από το έτος 2000 περίπου άρχισε να του καταβάλλει σταδιακά, διάφορα ποσά σε μετρητά, όταν τον επισκεπτόταν στο γραφείο του, προκειμένου να τα επενδύσει σε αμοιβαία κεφάλαια της ασφαλιστικής εταιρείας, όπου εργαζόταν, για λογαριασμό του, αγοράζοντας μερίδια στο όνομά του. Ισχυρίζεται ότι έγιναν καταθέσεις μέσω τραπεζικού υπαλλήλου χωρίς να γραφεί το όνομά του ως καταθέτη, ότι δεν ελάμβανε όλα τα αντίγραφα των καταθετηρίων και ότι συνολικά τα χρήματα που κατέβαλε στον ασφαλιστικό σύμβουλο ανέρχονται σε 200.000 ευρώ. Αναγκάστηκε την 8η Οκτωβρίου 2009 να του ζητήσει, όπως λέει, να προβεί στην εξαγορά των μεριδίων του, από τη δική του επένδυση, που εκείνη τη στιγμή, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, θα του απέδιδαν το ποσό των 369.0000 ευρώ. Υπέβαλε αίτηση εξαγοράς μεριδίων αλλά ουδέποτε έλαβε τα χρήματα. Στην πορεία διαπίστωσε ότι δεν φαίνεται πουθενά στην εταιρεία ως πελάτης της σε επενδυτικά προγράμματα, αλλά σε συμβόλαια ζωής, τα οποία, όπως υποστηρίζει, ουδέποτε υπέγραψε, επισημαίνοντας ότι η υπογραφή του σ’ αυτά έχει πλαστογραφηθεί.
Ο ασφαλιστικός σύμβουλος αρνείται κατηγορηματικά τα όσα του αποδίδει το ζευγάρι από το Παραδείσι, υποστηρίζοντας ότι ήταν πλήρως ενήμεροι για την πορεία των επενδύσεων και των ασφαλιστηρίων συμβολαίων τους. Ο τραπεζικός υπάλληλος τόνισε ότι ο ασφαλιστής ήταν μεγάλος πελάτης για την τράπεζα και είχε συναλλαγές με σχεδόν όλα τα τμήματα της τράπεζας και κυρίως στην καταναλωτική και στεγαστική πίστη στο πλαίσιο της προσέλκυσης πελατείας μέσω διαμεσολάβησης. Αρνήθηκε δε ότι ο μηνυτής του παρέδωσε σε 4 περιπτώσεις το χρηματικό ποσό των 50.100 ευρώ, προκειμένου να το καταθέσει σε λογαριασμό της ασφαλιστικής εταιρείας.
Υποστήριξε επίσης ότι δανείστηκε τοκογλυφικώς χρήματα από τον μηνυτή και ισχυρίστηκε ότι έχει και στους δύο καταβάλλει το σύνολο των χρημάτων των επενδύσεων τους.
Σημειώνεται μάλιστα ότι μετά την Εισαγγελική πρόταση και κατά την διακοπή της διαδικασίας υπήρξε ένταση στο δικαστήριο με τον πρώτο κατηγορούμενο να καταφέρεται κατά του μηνυτή για τα όσα επιβαρυντικά ισχυρίστηκε σε βάρος του.
Σημειώνεται μάλιστα ότι την περασμένη εβδομάδα ο πρώτος κατηγορούμενος υπέβαλε μήνυση σε βάρος των πολιτικώς εναγόντων.
Πηγή: