Περίληψη
Από
τα άρθρα 914 και 932 του ΑΚ προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση για
ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος όταν
συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας.
Οι διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 1 του κ.ν. 551/1915,
κατά τις οποίες ο παθών σε εργατικό ατύχημα δικαιούται να εγείρει την
αγωγή του κοινού αστικού δικαίου και να ζητήσει πλήρη αποζημίωση μόνο
όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των
προστηθέντων του ή όταν επήλθε σε εργασία στην οποία δεν τηρήθηκαν οι
διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των
εργαζομένων και εξαιτίας της μη τηρήσεως των διατάξεων αυτών,
αναφέρονται στην επιδίκαση αποζημιώσεως για περιουσιακή ζημία και όχι
στη χρηματική ικανοποίηση, για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον
ανωτέρω νόμο και εφαρμόζονται γι’ αυτή μόνο οι γενικές διατάξεις.
Επομένως,
για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση
λόγω ηθικής βλάβης ή, σε περίπτωση θανάτου του, οι συγγενείς του
χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης, αρκεί να συντέλεσε στην
επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από
αυτόν, με την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει
οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια ως προς την
τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ. 1 του κ.ν. 551/1915 .
Πταίσμα
του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν μπορεί να θεμελιωθεί και στο
ότι δεν τηρήθηκαν απ’ αυτούς οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή
κανονισμών, που επιβάλλουν τους όρους ασφαλείας για τη διαφύλαξη της
υγείας, της σωματικής ακεραιότητας και της ζωής των εργαζομένων, σύμφωνα
με το άρθρο 662 Α.Κ.
ΑΠ 80/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε
από τους Δικαστές: Νικόλαο Πάσσο Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (λόγω μη
υπάρξεως Αντιπροέδρου στο τμήμα), Ασπασία Καρέλλου, Απόστολο
Παπαγεωργίου, Παναγιώτη Κατσιρούμπα και Δήμητρα Κοκοτίνη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε
δημόσια στο Κατάστημά του, στις 29 Σεπτεμβρίου 2015, με την παρουσία
και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση
μεταξύ:
Των
αναιρεσειόντων: 1)ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “…………” που
εδρεύει στο … Δήμου … και εκπροσωπείται νόμιμα, και 2)Ε. Τ. του Ε.,
κατοίκου …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο
τους Κωνσταντίνο Σαρρή, που κατέθεσε προτάσεις.
Των
αναιρεσιβλήτων: 1) Δ. Μ. του Χ., 2) Μ. συζ. Δ. Μ., το γένος Γ. Κ., 3)
Χ. Μ. του Δ., 4) Ε. Μ. του Δ., 5) Ά. Μ. του Δ. και 6) Γ. Μ. του Δ., όλων
κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο
τους Μηνά Τσέρκη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που
κατέθεσε προτάσεις.
Η
ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/3/2009 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων
και την από 18/2/2010 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε αναγκαστική
παρέμβαση – αγωγή της ήδη 1ης αναιρεσείουσας, που κατατέθηκαν στο
Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις:
20/2011 του ίδιου Δικαστηρίου και 49/2012 του Εφετείου Δωδεκανήσου. Την
αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από
9/4/2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε
από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο
Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Κατσιρούμπας ανέγνωσε την από 1/2/2013
έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την υπηρεσία Αρεοπαγίτη Νικολάου
Τρούσα, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο
πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την
καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τα άρθρα 914 και 932 του ΑΚ και 1 και 16 του ν. 551/1915,
που κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24.7/25.8.1920 και διατηρήθηκε σε
ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 38 παρ. 1 ΕισΝΑΚ), προκύπτει
ότι χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη οφείλεται και
επί εργατικού ατυχήματος όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας.
Οι διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 1 του κ.ν. 551/1915,
κατά τις οποίες ο παθών σε εργατικό ατύχημα δικαιούται να εγείρει την
αγωγή του κοινού αστικού δικαίου και να ζητήσει πλήρη αποζημίωση μόνο
όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των
προστηθέντων του ή όταν επήλθε σε εργασία στην οποία δεν τηρήθηκαν οι
διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των
εργαζομένων και εξαιτίας της μη τηρήσεως των διατάξεων αυτών,
αναφέρονται στην επιδίκαση αποζημιώσεως για περιουσιακή ζημία και όχι
στη χρηματική ικανοποίηση, για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον
ανωτέρω νόμο και εφαρμόζονται γι’ αυτή μόνο οι γενικές διατάξεις (oλ ΑΠ
1117/1986, ΑΠ 876/2014, ΑΠ 938/2013).
Επομένως,
για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση
λόγω ηθικής βλάβης ή, σε περίπτωση θανάτου του, οι συγγενείς του
χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης, αρκεί να συντέλεσε στην
επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από
αυτόν, με την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει
οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια ως προς την
τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ. 1 του κ.ν. 551/1915 (ΑΠ 876/2014, ΑΠ 19/2014, ΑΠ 412/2008).
Πταίσμα
του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν μπορεί να θεμελιωθεί και στο
ότι δεν τηρήθηκαν απ’ αυτούς οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή
κανονισμών, που επιβάλλουν τους όρους ασφαλείας για τη διαφύλαξη της
υγείας, της σωματικής ακεραιότητας και της ζωής των εργαζομένων, σύμφωνα
με το άρθρο 662 Α.Κ (ΑΠ 1577/2014, 906/2012).
Τέτοιες διατάξεις είναι και αυτές του ν.1568/1985 “Υγιεινή-
Ασφάλεια εργαζομένων” που εφαρμόζονται, σε όλες τις επιχειρήσεις,
εκμεταλλεύσεις και εργασίες, εκτός των αναφερομένων στο άρθρο 1 παρ. 2
αυτού εξαιρέσεων, για τις οποίες δεν πρόκειται στην εξεταζόμενη
περίπτωση και των π.δ. 395/1994 και 396/1994. Ειδικότερα στο νόμο 1568/1985 ορίζονται
και τα εξής: α) ο εργοδότης οφείλει να μεριμνά, όπως οι ηλεκτρικές
μηχανές, συσκευές και εργαλεία, που χρησιμοποιούνται στον τόπο εργασίας,
να είναι κατασκευασμένα έτσι ώστε κατά τη χρήση τους να υπάρχει επαρκής
προστασία των εργαζομένων από τους κινδύνους ηλεκτρικής ενέργειας
(άρθρο 23 παρ. 7), β) ο εργοδότης υποχρεούται να λαμβάνει κάθε μέτρο που
απαιτείται, ώστε να εξασφαλίζονται οι εργαζόμενοι και οι τρίτοι που
παραβρίσκονται στους τόπους εργασίας από κάθε κίνδυνο που μπορεί να
απειλήσει την υγεία ή τη σωματική τους ακεραιότητα, καθώς επίσης και να
επιβλέπει την ορθή εφαρμογή των μέτρων υγιεινής και ασφάλειας της
εργασίας (άρθρο 32 αρ. 1 και 3).
Ενώ στο π.δ. 395/1994 ορίζεται, μεταξύ άλλων και ότι “
1.
Ο εργοδότης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε ο εξοπλισμός εργασίας που
τίθεται στη διάθεση των εργαζομένων μέσα στην επιχείρηση ή/και την
εγκατάσταση να είναι κατάλληλος για την προς εκτέλεση εργασία ή
κατάλληλα προσαρμοσμένος προς το σκοπό αυτό, ούτως ώστε να διασφαλίζεται
η ασφάλεια και η υγεία των εργαζομένων κατά τη χρησιμοποίησή του.
2.
Κατά την επιλογή του εξοπλισμού εργασίας που πρόκειται να
χρησιμοποιηθεί, ο εργοδότης λαμβάνει υπ` όψη τις ειδικές συνθήκες και τα
χαρακτηριστικά της εργασίας, τους κινδύνους που υπάρχουν στην
επιχείρηση ή/και την εγκατάσταση, ιδίως στις θέσεις εργασίας, για την
ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων, τους κινδύνους που ενδέχεται να
προστεθούν λόγω της χρησιμοποίησης του εν λόγω εξοπλισμού εργασίας καθώς
και έγγραφη γνώμη του τεχνικού ασφάλειας.
3.
Όταν δεν είναι δυνατό να εξασφαλιστεί πλήρως, κατά τον τρόπο αυτό η
ασφάλεια και η υγεία των εργαζομένων κατά τη χρησιμοποίηση του
εξοπλισμού εργασίας, ο εργοδότης λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα, ώστε να
περιορίσει τους κινδύνους στο ελάχιστο” (άρθρο 3) και “κάθε εξοπλισμός
εργασίας πρέπει να είναι κατάλληλος ώστε να προστατεύονται οι
εκτιθέμενοι εργαζόμενοι από τους κινδύνους άμεσης ή έμμεσης επαφής με το
ηλεκτρικό ρεύμα” (παράγραφος 2.26 του παραρτήματος του άρθρου 9).
Τέλος
στο π.δ. 396/994 ορίζονται μεταξύ άλλων τα εξής: “1. Οι εξοπλισμοί
ατομικής προστασίας πρέπει να είναι σύμφωνοι προς τις εκάστοτε ισχύουσες
διατάξεις σχετικά με το σχεδιασμό και την κατασκευή τους, από πλευράς
ασφάλειας και υγείας.
Σε κάθε περίπτωση οι εξοπλισμοί ατομικής προστασίας πρέπει:
α) Να είναι κατάλληλοι για τους κινδύνους που πρέπει να προλαμβάνονται και να μη συνεπάγεται η χρήση τους νέους κινδύνους.
β) Να ανταποκρίνονται στις συνθήκες που επικρατούν στο χώρο εργασίας.
γ) Να έχουν επιλεγεί με πρόνοια για τις εργονομικές ανάγκες και τις ανάγκες προστασίας της υγείας των εργαζομένων.
δ)
Να έχουν υποστεί τις απαραίτητες προσαρμογές ώστε να ταιριάζουν στο
χρήστη” (άρθρο 4), στον εξοπλισμό δε ατομικής προστασίας, κατά το
παράρτημα 1 πιν. ΙΙ παράγραφο 6.9 του άρθρου 10 του προεδρικού αυτού
διατάγματος, περιλαμβάνονται και τα υποδήματα ή μπότες με ηλεκτρική
μόνωση.
Η
αμέλεια, κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ συνίσταται στη μη καταβολή
της δέουσας προσοχής και επιμέλειας, που κάθε συνετός άνθρωπος, κατά
κρίση αντικειμενική, όφειλε και μπορούσε, κάτω από τις συγκεκριμένες
περιστάσεις να καταβάλει. Εξάλλου κατά την διάταξη του άρθ. 559 αριθ.1
ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και εάν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού
δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των
δικαιοπραξιών. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ο ως άνω λόγος
αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός
εφαρμοσθεί, αν και κατά τις παραδοχές της απόφασης του δικαστηρίου της
ουσίας δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αντίθετα, όταν αυτός
δεν εφαρμοσθεί, μολονότι κατά τις ίδιες παραδοχές συντρέχουν οι
προϋποθέσεις αυτές ή εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται
είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλ. με εσφαλμένη εφαρμογή
(oλ ΑΠ 31/2009, ΑΠ 7/2006, ΑΠ 939/2013).
Κατά
δε τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται,
αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου
αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που
ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη,
που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος
προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ` αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν
στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου
πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν
καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του
εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που
απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν
μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία).
Δεν
υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές
αλλά πλήρεις αιτιολογίες (ολ. ΑΠ 1/1999, AΠ 200/2014, 11/2014). Στην
προκειμένη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του δέχθηκε
ότι αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: “Ο Χ. Μ. του Δημητρίου
γιος των δύο πρώτων εναγόντων και αδελφός των λοιπών, ο οποίος διέθετε
πτυχίο ηλεκτρονικού είχε προσληφθεί από την πρώτη εναγόμενη τον Μάιο του
έτους 2008, όντας σε ηλικία 28 ετών, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
ορισμένου χρόνου, προκειμένου να απασχοληθεί με την ειδικότητα του
συντηρητή – ηλεκτρολόγου στο ξενοδοχείο ……………………. που
εκμεταλλευόταν η ίδια, στο οποίο είχε εργαστεί με αυτή την ειδικότητα
και κατά της δύο προηγούμενες τουριστικές περιόδους. Ο προαναφερόμενος, ο
οποίος εργαζόταν σε βάρδιες με άλλους δύο συναδέλφους του είχε αναλάβει
την συντήρηση των συσκευών του εν λόγω ξενοδοχείου δηλ. των
κλιματιστικών, μικροσυσκευών, τηλεοράσεων, τηλεφωνικών συσκευών κτλ.,
την επισκευή των υδραυλικών και ενίοτε την άντληση των υδάτων από το
φρεάτιο του ανελκυστήρα μεταφοράς πρώτων υλών, όταν αυτό υπερχείλιζε.
Συγκεκριμένα,
ο εν λόγω ανελκυστήρας βρίσκεται στο ημιυπόγειο αποθηκευτικό χώρο του
ξενοδοχείου, στον οποίο υπάρχουν ψυγεία, καταψύκτες, αποθήκες φρούτων –
λαχανικών και ιματιοθήκες, χρησιμοποιείτο δε κατά το παρελθόν, όπως
προαναφέρθηκε, για τη μεταφορά πρώτων υλών από το ημιυπόγειο στην
κουζίνα του ξενοδοχείου, ενώ πλησίον του ανελκυστήρα διέρχεται αγωγός
απορροής υδάτων από το πλύσιμο των μαγειρικών συσκευών στο λιποσυλλέκτη.
Όμως, δεδομένου ότι ο αγωγός αυτός είχε εν μέρει αποφραχθεί και σπάσει
σε κάποιο σημείο, τα ακάθαρτα ύδατα από το πλύσιμο των μαγειρικών σκευών
διοχετεύονταν στο φρεάτιο του ανωτέρω ανελκυστήρα, βάθους περίπου 20
εκατοστών, με συνέπεια αυτό να υπερχειλίζει και να πλημμυρίζει το δάπεδο
του ημιυπογείου αποθηκευτικού χώρου και επειδή για τον προαναφερόμενο
λόγο η κίνηση των ξενοδοχοϋπαλλήλων στο ημιυπόγειο καθώς και η μεταφορά
τροφίμων και άλλων αντικειμένων (σεντονιών και πετσετών από την
ιματιοθήκη) καθίσταντο δυσχερής ήταν αναγκαία η άμεση απάντληση των
υδάτων από το φρεάτιο του ανελκυστήρα, εργασία την οποία έκανε ο Χ. Μ.
μία δύο φορές την εβδομάδα και ως εκ τούτου, ως συχνά επαναλαμβανόμενη
εργασία, εντάσσεται στο πλαίσιο των γενικότερων καθηκόντων του, όπως
αυτά έχουν διαμορφωθεί κατόπιν εντολών του δεύτερου εναγόμενου. Την
13.8.2008 και περί ώρα 17:55 ο εν λόγω εργαζόμενος ήταν σε ώρα υπηρεσίας
και αφού είχε ειδοποιηθεί σχετικά από την διεύθυνση του ξενοδοχείου,
μετέβη στον ημιυπόγειο αποθηκευτικό χώρο του, το δάπεδο του οποίου είχε
καλυφθεί με ύδατα από την κουζίνα ύψους 2 – 3 εκατοστών, προκειμένου να
απαντλήσει από το φρεάτιο του ανωτέρω ανελκυστήρα, τα υπερχειλή ύδατα.
Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποίησε μια εμβαπτιζόμενη αντλία και ένα
προβολέα – ιδιοκατασκευή, του οποίου το πλαίσιο ήταν συγκολλημένο πάνω
σε μεταλλικό σωλήνα, έφερε καλώδιο 75 εκατοστών ενώ ο μεταλλικός σωλήνας
ήταν συγκολλημένος σε τρίποδο με ρόδες, ώστε να μετακυλίεται εύκολα,
διότι εντός του φρεατίου δεν υπήρχε φωτισμός, πάνω δε στο σωλήνα ήταν
προσδεδεμένο ακάλυπτο (ήτοι μη στεγανό) πολύμπριζο με πέντε ρευματοδότες
και μήκος καλωδίου 8 μέτρων. Κατά την ανωτέρω εργασία του ο Χ. Μ.
συνέδεσε τον ρευματοδότη του πολύπριζου στον ρευματοδότη που βρισκόταν
στο ημιυπόγειο ωστόσο για αδιευκρίνιστους λόγους, σταγόνες νερού ήλθαν
σε επαφή με το πολύμπριζο, με συνέπεια να διαρρεύσει ρεύμα στον
μεταλλικό σωλήνα που κρατούσε. Λόγω δε της χαμηλής αντίστασης που
παρουσίαζε το σώμα του, αφού βρισκόταν σε άμεση επαφή με το νερό
(λιμνάζοντα ύδατα), χωρίς να φέρει υποδήματα με ηλεκτρική μόνωση,
ποσότητα ρεύματος διαπέρασε το σώμα του προς τη γη, με αποτέλεσμα να
υποστεί ηλεκτροπληξία και να επέλθει αιτιωδώς ο ακαριαίος θάνατος του.
Πρέπει
να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι ο προαναφερόμενος προβολέας
ιδιοκατασκευή δεν αποδείχθηκε ότι είχε κατασκευαστεί από τον ίδιο τον
θανόντα όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενοι… Το ανωτέρω θανατηφόρο
συμβάν οφείλεται στο ότι: α) ο προβολέας ήταν ιδιοκατασκευή, χωρίς
προδιαγραφές ασφαλείας και μονωτική λαβή, με λανθασμένη τοποθέτηση του
μη στεγανού πολύπριζου, πάνω στο μεταλλικό σωλήνα, β) ο ηλεκτρικός
πίνακας δεν έφερε αυτόματο διακόπτη διαφυγής έντασης (ρελέ), ο οποίος θα
διέκοπτε την παροχή ρεύματος σε περίπτωση διαρροής του προς την γη
έντασης μεγαλύτερης των 30mΑ, γ) χρησιμοποιήθηκε φορητός φωτισμός υψηλής
τάσης άνω των 42 Volt και δ) ο θανών δεν έφερε, κατά τα ανωτέρω
υποδήματα με ηλεκτρική μόνωση. Με βάση τα ανωτέρω κρίνεται ότι το εν
λόγω εργατικό ατύχημα οφείλεται σε υπαιτιότητα (αμέλεια των εναγομένων)
και τούτο διότι: α) η πρώτη εναγομένη δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα
ασφαλείας και ειδικότερα οι ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις του ξενοδοχείου
δεν είχαν εναρμονιστεί με τα ισχύοντα πρότυπα, ήτοι με την τοποθέτηση
αντιηλεκροπληξιακών ρελέ, δεν παρείχε φωτιστικά σώματα που να πληρούν
τις προϋποθέσεις ασφαλείας και ανεχόταν την χρήση του ανωτέρω φωτιστικού
ιδιοκατασκευής, χωρίς η χειρολαβή να είναι μονωμένη και χωρίς το μη
στεγανό πολύπριζο να είναι σωστά τοποθετημένο στο μεταλλικό σωλήνα, ενώ
τέλος, δεν παρείχε στον θανόντα κατάλληλα υποδήματα που θα επέτρεπαν τη
διέλευση του ρεύματος μέσω του σώματος του προς τη γη και β) ο δεύτερος
εναγόμενος παρά την ανωτέρω επικινδυνότητα των ηλεκτρολογικών
εγκαταστάσεων και των ηλεκτρικών συσκευών εξέθεσε σε κίνδυνο τον Χρήστο
Μανωλά, αναθέτοντας του την απάντληση των προαναφερθέντων υδάτων, χωρίς
να του παράσχει τα κατάλληλα υποδήματα και ανεχόμενος τη χρήση του μη
ορθά μονωμένου προβολέα. Ο ισχυρισμός του δεύτερου εναγομένου, ότι κατά
τον χρόνο του επίδικου ατυχήματος δεν έχει δώσει εντολή στον θανόντα για
την απάντληση των υδάτων στο φρεάτιο δεν αποδείχθηκε”. Με βάση τα
περιστατικά αυτά το Εφετείο έκρινε ότι βαρύνει τους νομίμους εκπροσώπους
της πρώτης αναιρεσείουσας και τον δεύτερο αναιρεσείοντα πταίσμα για τον
θάνατο του συγγενούς των αναιρεσιβλήτων Χ. Μ. και αφού περαιτέρω
δέχθηκε ότι συνυπαίτιος για το ατύχημα κατά ποσοστό 25% ήταν και ο
αποβιώσας, απέρριψε ως αβάσιμους τους σχετικούς λόγους εφέσεως που
αναφέρονταν στην υπαιτιότητα, επικυρώνοντας ως προς το κεφάλαιο αυτό την
πρωτόδικη απόφαση που είχε δεχθεί τα ίδια. Με την κρίση του αυτή το
Εφετείο δεν παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 662 ΑΚ , ούτε κάποια άλλη
από τις ανωτέρω αναφερόμενες διατάξεις και επομένως ο από τον αριθμό 1
του άρθρου 559 ΚΠολΔ πέμπτος κατά την αρίθμηση του αναιρετηρίου,
τέταρτος όμως στην πραγματικότητα (παραλείπεται κατά την αρίθμηση των
λόγων αναιρέσεως ο αριθμός 3) λόγος αναιρέσεως με τον οποίο
υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Οι στον ίδιο
λόγο περαιτέρω αιτιάσεις κατά τις οποίες “το ότι οι ηλεκτρικές
εγκαταστάσεις δεν είχαν εναρμονιστεί, η χειρολαβή της ιδιοκατασκευής δεν
ήταν μονωμένη, το στεγανό πολύπριζο δεν ήταν σωστά τοποθετημένο στο
μεταλλικό σωλήνα και το ότι δεν είχαν παρασχεθεί στον θανόντα κατάλληλα
υποδήματα, ήταν αποκλειστικό έργο και ευθύνη του ηλεκτρολόγου, θέση την
οποία κατείχε επί τρία έτη ο θανών, ο οποίος και θα έπρεπε να υποδείξει
τις όποιες ατέλειες υπήρχαν προκειμένου να εκλείψουν, και μόνο σε
αντίθετη περίπτωση θα θεμελιωνόταν η αμελής συμπεριφορά των
αναιρεσειόντων” και “ότι την θεμελίωση της αμελούς συμπεριφοράς του
δευτέρου αναιρεσείοντος στηρίζει η προσβαλλομένη στο ότι γνωρίζοντας την
επικινδυνότητα των ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων και των ηλεκτρικών
συσκευών εξέθεσε σε κίνδυνο τον Χρήστο Μανωλά αναθέτοντάς του την
άντληση των υδάτων χωρίς να του παράσχει τα κατάλληλα υποδήματα και
ανεχόμενος την χρήση του μη ορθά μονωμένου προβολέα, ενώ δεν υπήρχε η
γνώση του και η κατ’ επέκταση αμελής του συμπεριφορά αφού ο Χ. Μ. ως
προστηθείς από την εργοδότρια εταιρεία και μάλιστα υπό την ειδικότητα
του συντηρητή ηλεκτρολόγου ήταν εκείνος που όφειλε να γνωρίζει ποια θα
ήταν στην συγκεκριμένη περίπτωση τα μέτρα τα οποία θα έπρεπε να ληφθούν
να τα γνωστοποιήσει στον δεύτερο αναιρεσείοντα και μόνο σε αντίθετη
περίπτωση θα υπήρχε πεδίο αμελούς συμπεριφοράς του” είναι απαράδεκτες
διότι αναφέρονται στην εκτίμηση των αποδείξεων, που δεν ελέγχεται
αναιρετικά (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Με
τις ανωτέρω παραδοχές του το Εφετείο περιέλαβε στην προσβαλλομένη
απόφασή του, πλήρεις σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς την
υπαιτιότητα των αναιρεσειόντων για το θάνατο του Χ. Μ.. Ειδικότερα: α)
δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ της παραδοχής της αποφάσεως “ότι την
απάντληση των υδάτων από το φρεάτιο του ανελκυστήρα την έκανε ο θανών Χ.
Μ. μια- δύο φορές την εβδομάδα, ως εργασία που εντασσόταν στο πλαίσιο
των γενικότερων καθηκόντων του, όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί κατόπιν
εντολής του δεύτερου των εναγομένων” αφενός μεν με την παραδοχή ” ότι ο
Χ. Μ. ο οποίος εργαζόταν σε βάρδιες με άλλους δύο συναδέλφους του είχε
αναλάβει την συντήρηση των συσκευών του εν λόγω ξενοδοχείου”, αφού η μία
παραδοχή δεν αποκλείει την άλλη, δηλαδή και την συντήρηση των συσκευών
του ξενοδοχείου μπορούσε να έχει αναλάβει ως καθήκον ο παθών και την
υποχρέωση να αντλήσει τα υπερχειλίζοντα ύδατα του φρεατίου, αφετέρου δε
με την παραδοχή ότι “την 13.8.2008 και περί ώρα 17:55 ο εν λόγω
εργαζόμενος ήταν σε ώρα υπηρεσίας και αφού είχε ειδοποιηθεί σχετικά από
την διεύθυνση του ξενοδοχείου μετέβη στον ημιυπόγειο αποθηκευτικό χώρο
προκειμένου να απαντλήσει από το φρεάτιο τα υπερχειλή ύδατα”, αφού το
γεγονός ότι η απάντληση των υπερχειλιζόντων υδάτων εντασσόταν στα
καθήκοντα του παθόντος, δεν αποκλείει το γεγονός ο διευθυντής του
ξενοδοχείου είτε προσωπικώς ο ίδιος είτε μέσω άλλου εργαζομένου να
πληροφορηθεί πρώτος ότι είχε συντελεστεί η υπερχείλιση των υδάτων στο
φρεάτιο και να δώσει την εντολή στον παθόντα, στα καθήκοντα του οποίου
αναγόταν η απάντλησή τους, να προβεί σε αυτήν. β) Δεν υπάρχει έλλειψη
αιτιολογίας με τον μη προσδιορισμό από την προσβαλλομένη του χρόνου της
απόφραξης και ρήξης ακολούθως του αποχετευτικού σωλήνα που αποτελούσε
την αιτία υπερχειλίσεως του φρεατίου του ανελκυστήρα, αφού το κρίσιμο
για την κρίση του Εφετείου δεν ήταν το περιστατικό αυτό αλλά το ότι
συντελείτο η υπερχείλιση των υδάτων, την άντληση των οποίων
πραγματοποιούσε ο παθών ως εκ των καθηκόντων του στα πλαίσια της
συμβάσεως εργασίας που τον συνέδεε με την πρώτη αναιρεσείουσα κατά το
χρόνο του ατυχήματος, περιστατικό για το οποίο η προσβαλλομένη απόφαση
περιέχει, συνοπτική μεν αλλά πλήρη αιτιολογία. Επομένως οι δεύτερος και
τρίτος (τέταρτος κατά την εσφαλμένη αρίθμηση του αναιρετηρίου), από τον
αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγοι αναιρέσεως είναι απορριπτέοι ως
αβάσιμοι Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ. 20 Κ.Πολ.Δ. λόγος
αναίρεσης για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου ιδρύεται, όταν το
δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε σε διαγνωστικό λάθος, αναγόμενο δηλαδή
στην ανάγνωση του εγγράφου με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά
προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει. Για να
θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης θα πρέπει το δικαστήριο της
ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά
κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι
παραμορφώθηκε, όχι δε όταν το έχει συνεκτιμήσει απλώς, μαζί με άλλα
αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο, αναφορικά με το πόρισμα
στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος (ολ. ΑΠ
2/2008, ΑΠ 205/2015, ΑΠ 152/2015, ΑΠ 26/2014). Στην προκειμένη
περίπτωση με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως αποδίδεται στο Εφετείο η
πλημμέλεια ότι με την προσβαλλομένη απόφασή του, για να θεμελιώσει την
κρίση του ότι ο θανών προσλήφθηκε από την πρώτη αναιρεσείουσα ως
συντηρητής – ηλεκτρολόγος, δηλαδή υπό την διπλή ειδικότητα του συντηρητή
γενικώς, στα καθήκοντα του οποίου αναγόταν και η συντήρηση των
υδραυλικών εγκαταστάσεων ενίοτε δε και η άντληση των υδάτων από το
φρεάτιο του ανελκυστήρα μεταφοράς πρώτων υλών, όταν αυτό υπερχείλιζε και
του ηλεκτρολόγου και όχι ως συντηρητής ηλεκτρολόγος, δηλαδή συντηρητής
των ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων και μόνον, όπως οι αναιρεσείοντες
υποστηρίζουν, ειδικότητα που τον επιφόρτιζε με αυξημένη επιμέλεια στην
διαχείριση ηλεκτολογικών εγκαταστάσεων και εργαλείων, παραμόρφωσε το
περιεχόμενο της από 4.5.2008 έγγραφης αναγγελίας πρόσληψης του παθόντος,
την οποία είχαν επικαλεστεί και προσκομίσει. Ο λόγος αυτός είναι
απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, αφού το Δικαστήριο, προκειμένου
να καταλήξει στην κρίση του ότι ο αποβιώσας Χ. Μ. είχε προσληφθεί από τη
πρώτη αναιρεσείουσα για να απασχοληθεί με την ειδικότητα του συντηρητή-
ηλεκτρολόγου, στηρίχθηκε σε περισσότερα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή στις
ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του
πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου όπως αυτές περιέχονταν στα ταυτάριθμα με την
εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, όλα χωρίς
εξαίρεση τα έγγραφα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι,
μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν και τα δημόσια έγγραφα της
προηγηθείσας ποινικής προδικασίας, τα οποία ελήφθησαν υπόψη για την
συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων καθώς και στις με αριθμό … και
…/4.10.2010 ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον του συμβολαιογράφου
……………….. και τη με αριθμό …/4.10.2010 ένορκη βεβαίωση
μάρτυρα ενώπιον του συμβολαιογράφου ………………………… οι
οποίες είχαν ληφθεί νομότυπα κατ’ άρθρο 671 παρ. 1 ΚΠολΔ, χωρίς να
στηρίξει στην πιο πάνω αναγγελία πρόσληψης του παθόντος αποκλειστικά ή
κατά κύριο λόγο το επί της ουσίας πόρισμά του. Η έλλειψη μείζονος
πρότασης, η παράλειψη δηλαδή παράθεσης των διατάξεων στις οποίες βρίσκει
έρεισμα το αγωγικό αίτημα, δεν καθιστά την απόφαση αναιρετέα. Τούτο δε,
διότι η συνταγματική επιταγή της ειδικής και εμπεριστατωμένης
αιτιολόγησης των αποφάσεων (άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος) δεν
καθιερώνει ούτε επιβάλλει αντίστοιχο αναιρετικό έλεγχο. Ο δε κοινός
νομοθέτης στο πεδίο της πολιτικής δίκης προβλέπει ως λόγο αναίρεσης την
έλλειψη νόμιμης βάσης “ιδίως αν (η απόφαση) δεν έχει καθόλου αιτιολογίες
ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη
επίδραση στην έκβαση της δίκης” (άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ).
Ως
“αιτιολογίες”, όμως, στη διάταξη αυτή νοούνται μόνο οι ουσιαστικές
παραδοχές, των οποίων η έλλειψη, αντίφαση ή ανεπάρκεια καθιστά ανέφικτο
τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου. Οι διατάξεις
που στηρίζουν το αγωγικό αίτημα αρκεί, έστω και αν δεν μνημονεύονται
στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, να υφίστανται και να δικαιολογούν, βάσει
των ουσιαστικών παραδοχών της, το διατακτικό της, οπότε ο Άρειος Πάγος
μπορεί να τις συμπληρώσει, κατά το άρθρο 578 του ΚΠολΔ (ΑΠ 104/2014,
951/2013, 282/2010, ΑΠ 1020/2005). Με τους πέμπτο και έκτο (έκτο και
έβδομο κατά την εσφαλμένη αρίθμηση του αναιρετηρίου) λόγους αναιρέσεως
αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφασή η από τον αριθμό 19 του άρθρου 559
ΚΠολΔ πλημμέλεια διότι κατά μεν τον πρώτο εξ αυτών δεν αναφέρεται σ’
αυτήν σε ποιες διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου στηρίχθηκε προκειμένου
να αποδώσει σε αμέλειά των αναιρεσειόντων το επελθόν κατά την 13.8.2008
θανατηφόρο ατύχημα και να επιδικάσει την επιδικασθείσα τελικά αποζημίωση
στους αναιρεσιβλήτους, κατά δε τον δεύτερο, διότι ενώ κατά τους
αγωγικούς ισχυρισμούς ο δεύτερος αναιρεσείων ενήργησε την 3.8.2008, λόγω
της ιδιότητός του ως διευθυντή του ξενοδοχείου για λογαριασμό και κατ’
εντολή του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης αναιρεσείουσας προκειμένου ο
παθών Χ. Μ. να μεταβεί στον ημιυπόγειο αποθηκευτικό χώρο για την
απάντληση των υδάτων, οπότε και συνέβη το ατύχημα, ουδεμία αναφορά
γίνεται στις διατάξεις είτε της εντολής είτε της μισθώσεως εργασίας. Οι
λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, διότι οι επικαλούμενες για
τη στήριξή τους ελλείψεις, δεν ιδρύουν λόγο αναίρεσης, κατά τα
προαναφερθέντα στη νομική σκέψη. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και αφού
δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη
αίτηση και να καταδικασθούν ο αναιρεσείοντες, ως ηττηθέντες στα
δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, που κατέθεσαν προτάσεις, κατά το
νόμιμο και βάσιμο αίτημα των τελευταίων (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ
την από 9.4.2012 αίτηση των: α) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία
“………….. και β) Ε. Τ. του Ε. κατά των Δ. Μ. κ.λ.π., περί
αναιρέσεως της 49/2012 αποφάσεως του Εφετείου Δωδεκανήσου. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Δεκεμβρίου 2015.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 21 Ιανουαρίου 2016.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Από
τα άρθρα 914 και 932 του ΑΚ προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση για
ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος όταν
συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας.
Οι διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 1 του κ.ν. 551/1915,
κατά τις οποίες ο παθών σε εργατικό ατύχημα δικαιούται να εγείρει την
αγωγή του κοινού αστικού δικαίου και να ζητήσει πλήρη αποζημίωση μόνο
όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των
προστηθέντων του ή όταν επήλθε σε εργασία στην οποία δεν τηρήθηκαν οι
διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των
εργαζομένων και εξαιτίας της μη τηρήσεως των διατάξεων αυτών,
αναφέρονται στην επιδίκαση αποζημιώσεως για περιουσιακή ζημία και όχι
στη χρηματική ικανοποίηση, για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον
ανωτέρω νόμο και εφαρμόζονται γι’ αυτή μόνο οι γενικές διατάξεις.
Επομένως,
για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση
λόγω ηθικής βλάβης ή, σε περίπτωση θανάτου του, οι συγγενείς του
χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης, αρκεί να συντέλεσε στην
επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από
αυτόν, με την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει
οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια ως προς την
τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ. 1 του κ.ν. 551/1915 .
Πταίσμα
του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν μπορεί να θεμελιωθεί και στο
ότι δεν τηρήθηκαν απ’ αυτούς οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή
κανονισμών, που επιβάλλουν τους όρους ασφαλείας για τη διαφύλαξη της
υγείας, της σωματικής ακεραιότητας και της ζωής των εργαζομένων, σύμφωνα
με το άρθρο 662 Α.Κ.
ΑΠ 80/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε
από τους Δικαστές: Νικόλαο Πάσσο Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (λόγω μη
υπάρξεως Αντιπροέδρου στο τμήμα), Ασπασία Καρέλλου, Απόστολο
Παπαγεωργίου, Παναγιώτη Κατσιρούμπα και Δήμητρα Κοκοτίνη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε
δημόσια στο Κατάστημά του, στις 29 Σεπτεμβρίου 2015, με την παρουσία
και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση
μεταξύ:
Των
αναιρεσειόντων: 1)ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “…………” που
εδρεύει στο … Δήμου … και εκπροσωπείται νόμιμα, και 2)Ε. Τ. του Ε.,
κατοίκου …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο
τους Κωνσταντίνο Σαρρή, που κατέθεσε προτάσεις.
Των
αναιρεσιβλήτων: 1) Δ. Μ. του Χ., 2) Μ. συζ. Δ. Μ., το γένος Γ. Κ., 3)
Χ. Μ. του Δ., 4) Ε. Μ. του Δ., 5) Ά. Μ. του Δ. και 6) Γ. Μ. του Δ., όλων
κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο
τους Μηνά Τσέρκη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που
κατέθεσε προτάσεις.
Η
ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/3/2009 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων
και την από 18/2/2010 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε αναγκαστική
παρέμβαση – αγωγή της ήδη 1ης αναιρεσείουσας, που κατατέθηκαν στο
Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις:
20/2011 του ίδιου Δικαστηρίου και 49/2012 του Εφετείου Δωδεκανήσου. Την
αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από
9/4/2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε
από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο
Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Κατσιρούμπας ανέγνωσε την από 1/2/2013
έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την υπηρεσία Αρεοπαγίτη Νικολάου
Τρούσα, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο
πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την
καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τα άρθρα 914 και 932 του ΑΚ και 1 και 16 του ν. 551/1915,
που κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24.7/25.8.1920 και διατηρήθηκε σε
ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 38 παρ. 1 ΕισΝΑΚ), προκύπτει
ότι χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη οφείλεται και
επί εργατικού ατυχήματος όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας.
Οι διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 1 του κ.ν. 551/1915,
κατά τις οποίες ο παθών σε εργατικό ατύχημα δικαιούται να εγείρει την
αγωγή του κοινού αστικού δικαίου και να ζητήσει πλήρη αποζημίωση μόνο
όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των
προστηθέντων του ή όταν επήλθε σε εργασία στην οποία δεν τηρήθηκαν οι
διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των
εργαζομένων και εξαιτίας της μη τηρήσεως των διατάξεων αυτών,
αναφέρονται στην επιδίκαση αποζημιώσεως για περιουσιακή ζημία και όχι
στη χρηματική ικανοποίηση, για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον
ανωτέρω νόμο και εφαρμόζονται γι’ αυτή μόνο οι γενικές διατάξεις (oλ ΑΠ
1117/1986, ΑΠ 876/2014, ΑΠ 938/2013).
Επομένως,
για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση
λόγω ηθικής βλάβης ή, σε περίπτωση θανάτου του, οι συγγενείς του
χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης, αρκεί να συντέλεσε στην
επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από
αυτόν, με την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει
οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια ως προς την
τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ. 1 του κ.ν. 551/1915 (ΑΠ 876/2014, ΑΠ 19/2014, ΑΠ 412/2008).
Πταίσμα
του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν μπορεί να θεμελιωθεί και στο
ότι δεν τηρήθηκαν απ’ αυτούς οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή
κανονισμών, που επιβάλλουν τους όρους ασφαλείας για τη διαφύλαξη της
υγείας, της σωματικής ακεραιότητας και της ζωής των εργαζομένων, σύμφωνα
με το άρθρο 662 Α.Κ (ΑΠ 1577/2014, 906/2012).
Τέτοιες διατάξεις είναι και αυτές του ν.1568/1985 “Υγιεινή-
Ασφάλεια εργαζομένων” που εφαρμόζονται, σε όλες τις επιχειρήσεις,
εκμεταλλεύσεις και εργασίες, εκτός των αναφερομένων στο άρθρο 1 παρ. 2
αυτού εξαιρέσεων, για τις οποίες δεν πρόκειται στην εξεταζόμενη
περίπτωση και των π.δ. 395/1994 και 396/1994. Ειδικότερα στο νόμο 1568/1985 ορίζονται
και τα εξής: α) ο εργοδότης οφείλει να μεριμνά, όπως οι ηλεκτρικές
μηχανές, συσκευές και εργαλεία, που χρησιμοποιούνται στον τόπο εργασίας,
να είναι κατασκευασμένα έτσι ώστε κατά τη χρήση τους να υπάρχει επαρκής
προστασία των εργαζομένων από τους κινδύνους ηλεκτρικής ενέργειας
(άρθρο 23 παρ. 7), β) ο εργοδότης υποχρεούται να λαμβάνει κάθε μέτρο που
απαιτείται, ώστε να εξασφαλίζονται οι εργαζόμενοι και οι τρίτοι που
παραβρίσκονται στους τόπους εργασίας από κάθε κίνδυνο που μπορεί να
απειλήσει την υγεία ή τη σωματική τους ακεραιότητα, καθώς επίσης και να
επιβλέπει την ορθή εφαρμογή των μέτρων υγιεινής και ασφάλειας της
εργασίας (άρθρο 32 αρ. 1 και 3).
Ενώ στο π.δ. 395/1994 ορίζεται, μεταξύ άλλων και ότι “
1.
Ο εργοδότης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε ο εξοπλισμός εργασίας που
τίθεται στη διάθεση των εργαζομένων μέσα στην επιχείρηση ή/και την
εγκατάσταση να είναι κατάλληλος για την προς εκτέλεση εργασία ή
κατάλληλα προσαρμοσμένος προς το σκοπό αυτό, ούτως ώστε να διασφαλίζεται
η ασφάλεια και η υγεία των εργαζομένων κατά τη χρησιμοποίησή του.
2.
Κατά την επιλογή του εξοπλισμού εργασίας που πρόκειται να
χρησιμοποιηθεί, ο εργοδότης λαμβάνει υπ` όψη τις ειδικές συνθήκες και τα
χαρακτηριστικά της εργασίας, τους κινδύνους που υπάρχουν στην
επιχείρηση ή/και την εγκατάσταση, ιδίως στις θέσεις εργασίας, για την
ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων, τους κινδύνους που ενδέχεται να
προστεθούν λόγω της χρησιμοποίησης του εν λόγω εξοπλισμού εργασίας καθώς
και έγγραφη γνώμη του τεχνικού ασφάλειας.
3.
Όταν δεν είναι δυνατό να εξασφαλιστεί πλήρως, κατά τον τρόπο αυτό η
ασφάλεια και η υγεία των εργαζομένων κατά τη χρησιμοποίηση του
εξοπλισμού εργασίας, ο εργοδότης λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα, ώστε να
περιορίσει τους κινδύνους στο ελάχιστο” (άρθρο 3) και “κάθε εξοπλισμός
εργασίας πρέπει να είναι κατάλληλος ώστε να προστατεύονται οι
εκτιθέμενοι εργαζόμενοι από τους κινδύνους άμεσης ή έμμεσης επαφής με το
ηλεκτρικό ρεύμα” (παράγραφος 2.26 του παραρτήματος του άρθρου 9).
Τέλος
στο π.δ. 396/994 ορίζονται μεταξύ άλλων τα εξής: “1. Οι εξοπλισμοί
ατομικής προστασίας πρέπει να είναι σύμφωνοι προς τις εκάστοτε ισχύουσες
διατάξεις σχετικά με το σχεδιασμό και την κατασκευή τους, από πλευράς
ασφάλειας και υγείας.
Σε κάθε περίπτωση οι εξοπλισμοί ατομικής προστασίας πρέπει:
α) Να είναι κατάλληλοι για τους κινδύνους που πρέπει να προλαμβάνονται και να μη συνεπάγεται η χρήση τους νέους κινδύνους.
β) Να ανταποκρίνονται στις συνθήκες που επικρατούν στο χώρο εργασίας.
γ) Να έχουν επιλεγεί με πρόνοια για τις εργονομικές ανάγκες και τις ανάγκες προστασίας της υγείας των εργαζομένων.
δ)
Να έχουν υποστεί τις απαραίτητες προσαρμογές ώστε να ταιριάζουν στο
χρήστη” (άρθρο 4), στον εξοπλισμό δε ατομικής προστασίας, κατά το
παράρτημα 1 πιν. ΙΙ παράγραφο 6.9 του άρθρου 10 του προεδρικού αυτού
διατάγματος, περιλαμβάνονται και τα υποδήματα ή μπότες με ηλεκτρική
μόνωση.
Η
αμέλεια, κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ συνίσταται στη μη καταβολή
της δέουσας προσοχής και επιμέλειας, που κάθε συνετός άνθρωπος, κατά
κρίση αντικειμενική, όφειλε και μπορούσε, κάτω από τις συγκεκριμένες
περιστάσεις να καταβάλει. Εξάλλου κατά την διάταξη του άρθ. 559 αριθ.1
ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και εάν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού
δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των
δικαιοπραξιών. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ο ως άνω λόγος
αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός
εφαρμοσθεί, αν και κατά τις παραδοχές της απόφασης του δικαστηρίου της
ουσίας δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αντίθετα, όταν αυτός
δεν εφαρμοσθεί, μολονότι κατά τις ίδιες παραδοχές συντρέχουν οι
προϋποθέσεις αυτές ή εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται
είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλ. με εσφαλμένη εφαρμογή
(oλ ΑΠ 31/2009, ΑΠ 7/2006, ΑΠ 939/2013).
Κατά
δε τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται,
αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου
αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που
ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη,
που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος
προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ` αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν
στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου
πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν
καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του
εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που
απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν
μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία).
Δεν
υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές
αλλά πλήρεις αιτιολογίες (ολ. ΑΠ 1/1999, AΠ 200/2014, 11/2014). Στην
προκειμένη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του δέχθηκε
ότι αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: “Ο Χ. Μ. του Δημητρίου
γιος των δύο πρώτων εναγόντων και αδελφός των λοιπών, ο οποίος διέθετε
πτυχίο ηλεκτρονικού είχε προσληφθεί από την πρώτη εναγόμενη τον Μάιο του
έτους 2008, όντας σε ηλικία 28 ετών, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
ορισμένου χρόνου, προκειμένου να απασχοληθεί με την ειδικότητα του
συντηρητή – ηλεκτρολόγου στο ξενοδοχείο ……………………. που
εκμεταλλευόταν η ίδια, στο οποίο είχε εργαστεί με αυτή την ειδικότητα
και κατά της δύο προηγούμενες τουριστικές περιόδους. Ο προαναφερόμενος, ο
οποίος εργαζόταν σε βάρδιες με άλλους δύο συναδέλφους του είχε αναλάβει
την συντήρηση των συσκευών του εν λόγω ξενοδοχείου δηλ. των
κλιματιστικών, μικροσυσκευών, τηλεοράσεων, τηλεφωνικών συσκευών κτλ.,
την επισκευή των υδραυλικών και ενίοτε την άντληση των υδάτων από το
φρεάτιο του ανελκυστήρα μεταφοράς πρώτων υλών, όταν αυτό υπερχείλιζε.
Συγκεκριμένα,
ο εν λόγω ανελκυστήρας βρίσκεται στο ημιυπόγειο αποθηκευτικό χώρο του
ξενοδοχείου, στον οποίο υπάρχουν ψυγεία, καταψύκτες, αποθήκες φρούτων –
λαχανικών και ιματιοθήκες, χρησιμοποιείτο δε κατά το παρελθόν, όπως
προαναφέρθηκε, για τη μεταφορά πρώτων υλών από το ημιυπόγειο στην
κουζίνα του ξενοδοχείου, ενώ πλησίον του ανελκυστήρα διέρχεται αγωγός
απορροής υδάτων από το πλύσιμο των μαγειρικών συσκευών στο λιποσυλλέκτη.
Όμως, δεδομένου ότι ο αγωγός αυτός είχε εν μέρει αποφραχθεί και σπάσει
σε κάποιο σημείο, τα ακάθαρτα ύδατα από το πλύσιμο των μαγειρικών σκευών
διοχετεύονταν στο φρεάτιο του ανωτέρω ανελκυστήρα, βάθους περίπου 20
εκατοστών, με συνέπεια αυτό να υπερχειλίζει και να πλημμυρίζει το δάπεδο
του ημιυπογείου αποθηκευτικού χώρου και επειδή για τον προαναφερόμενο
λόγο η κίνηση των ξενοδοχοϋπαλλήλων στο ημιυπόγειο καθώς και η μεταφορά
τροφίμων και άλλων αντικειμένων (σεντονιών και πετσετών από την
ιματιοθήκη) καθίσταντο δυσχερής ήταν αναγκαία η άμεση απάντληση των
υδάτων από το φρεάτιο του ανελκυστήρα, εργασία την οποία έκανε ο Χ. Μ.
μία δύο φορές την εβδομάδα και ως εκ τούτου, ως συχνά επαναλαμβανόμενη
εργασία, εντάσσεται στο πλαίσιο των γενικότερων καθηκόντων του, όπως
αυτά έχουν διαμορφωθεί κατόπιν εντολών του δεύτερου εναγόμενου. Την
13.8.2008 και περί ώρα 17:55 ο εν λόγω εργαζόμενος ήταν σε ώρα υπηρεσίας
και αφού είχε ειδοποιηθεί σχετικά από την διεύθυνση του ξενοδοχείου,
μετέβη στον ημιυπόγειο αποθηκευτικό χώρο του, το δάπεδο του οποίου είχε
καλυφθεί με ύδατα από την κουζίνα ύψους 2 – 3 εκατοστών, προκειμένου να
απαντλήσει από το φρεάτιο του ανωτέρω ανελκυστήρα, τα υπερχειλή ύδατα.
Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποίησε μια εμβαπτιζόμενη αντλία και ένα
προβολέα – ιδιοκατασκευή, του οποίου το πλαίσιο ήταν συγκολλημένο πάνω
σε μεταλλικό σωλήνα, έφερε καλώδιο 75 εκατοστών ενώ ο μεταλλικός σωλήνας
ήταν συγκολλημένος σε τρίποδο με ρόδες, ώστε να μετακυλίεται εύκολα,
διότι εντός του φρεατίου δεν υπήρχε φωτισμός, πάνω δε στο σωλήνα ήταν
προσδεδεμένο ακάλυπτο (ήτοι μη στεγανό) πολύμπριζο με πέντε ρευματοδότες
και μήκος καλωδίου 8 μέτρων. Κατά την ανωτέρω εργασία του ο Χ. Μ.
συνέδεσε τον ρευματοδότη του πολύπριζου στον ρευματοδότη που βρισκόταν
στο ημιυπόγειο ωστόσο για αδιευκρίνιστους λόγους, σταγόνες νερού ήλθαν
σε επαφή με το πολύμπριζο, με συνέπεια να διαρρεύσει ρεύμα στον
μεταλλικό σωλήνα που κρατούσε. Λόγω δε της χαμηλής αντίστασης που
παρουσίαζε το σώμα του, αφού βρισκόταν σε άμεση επαφή με το νερό
(λιμνάζοντα ύδατα), χωρίς να φέρει υποδήματα με ηλεκτρική μόνωση,
ποσότητα ρεύματος διαπέρασε το σώμα του προς τη γη, με αποτέλεσμα να
υποστεί ηλεκτροπληξία και να επέλθει αιτιωδώς ο ακαριαίος θάνατος του.
Πρέπει
να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι ο προαναφερόμενος προβολέας
ιδιοκατασκευή δεν αποδείχθηκε ότι είχε κατασκευαστεί από τον ίδιο τον
θανόντα όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενοι… Το ανωτέρω θανατηφόρο
συμβάν οφείλεται στο ότι: α) ο προβολέας ήταν ιδιοκατασκευή, χωρίς
προδιαγραφές ασφαλείας και μονωτική λαβή, με λανθασμένη τοποθέτηση του
μη στεγανού πολύπριζου, πάνω στο μεταλλικό σωλήνα, β) ο ηλεκτρικός
πίνακας δεν έφερε αυτόματο διακόπτη διαφυγής έντασης (ρελέ), ο οποίος θα
διέκοπτε την παροχή ρεύματος σε περίπτωση διαρροής του προς την γη
έντασης μεγαλύτερης των 30mΑ, γ) χρησιμοποιήθηκε φορητός φωτισμός υψηλής
τάσης άνω των 42 Volt και δ) ο θανών δεν έφερε, κατά τα ανωτέρω
υποδήματα με ηλεκτρική μόνωση. Με βάση τα ανωτέρω κρίνεται ότι το εν
λόγω εργατικό ατύχημα οφείλεται σε υπαιτιότητα (αμέλεια των εναγομένων)
και τούτο διότι: α) η πρώτη εναγομένη δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα
ασφαλείας και ειδικότερα οι ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις του ξενοδοχείου
δεν είχαν εναρμονιστεί με τα ισχύοντα πρότυπα, ήτοι με την τοποθέτηση
αντιηλεκροπληξιακών ρελέ, δεν παρείχε φωτιστικά σώματα που να πληρούν
τις προϋποθέσεις ασφαλείας και ανεχόταν την χρήση του ανωτέρω φωτιστικού
ιδιοκατασκευής, χωρίς η χειρολαβή να είναι μονωμένη και χωρίς το μη
στεγανό πολύπριζο να είναι σωστά τοποθετημένο στο μεταλλικό σωλήνα, ενώ
τέλος, δεν παρείχε στον θανόντα κατάλληλα υποδήματα που θα επέτρεπαν τη
διέλευση του ρεύματος μέσω του σώματος του προς τη γη και β) ο δεύτερος
εναγόμενος παρά την ανωτέρω επικινδυνότητα των ηλεκτρολογικών
εγκαταστάσεων και των ηλεκτρικών συσκευών εξέθεσε σε κίνδυνο τον Χρήστο
Μανωλά, αναθέτοντας του την απάντληση των προαναφερθέντων υδάτων, χωρίς
να του παράσχει τα κατάλληλα υποδήματα και ανεχόμενος τη χρήση του μη
ορθά μονωμένου προβολέα. Ο ισχυρισμός του δεύτερου εναγομένου, ότι κατά
τον χρόνο του επίδικου ατυχήματος δεν έχει δώσει εντολή στον θανόντα για
την απάντληση των υδάτων στο φρεάτιο δεν αποδείχθηκε”. Με βάση τα
περιστατικά αυτά το Εφετείο έκρινε ότι βαρύνει τους νομίμους εκπροσώπους
της πρώτης αναιρεσείουσας και τον δεύτερο αναιρεσείοντα πταίσμα για τον
θάνατο του συγγενούς των αναιρεσιβλήτων Χ. Μ. και αφού περαιτέρω
δέχθηκε ότι συνυπαίτιος για το ατύχημα κατά ποσοστό 25% ήταν και ο
αποβιώσας, απέρριψε ως αβάσιμους τους σχετικούς λόγους εφέσεως που
αναφέρονταν στην υπαιτιότητα, επικυρώνοντας ως προς το κεφάλαιο αυτό την
πρωτόδικη απόφαση που είχε δεχθεί τα ίδια. Με την κρίση του αυτή το
Εφετείο δεν παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 662 ΑΚ , ούτε κάποια άλλη
από τις ανωτέρω αναφερόμενες διατάξεις και επομένως ο από τον αριθμό 1
του άρθρου 559 ΚΠολΔ πέμπτος κατά την αρίθμηση του αναιρετηρίου,
τέταρτος όμως στην πραγματικότητα (παραλείπεται κατά την αρίθμηση των
λόγων αναιρέσεως ο αριθμός 3) λόγος αναιρέσεως με τον οποίο
υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Οι στον ίδιο
λόγο περαιτέρω αιτιάσεις κατά τις οποίες “το ότι οι ηλεκτρικές
εγκαταστάσεις δεν είχαν εναρμονιστεί, η χειρολαβή της ιδιοκατασκευής δεν
ήταν μονωμένη, το στεγανό πολύπριζο δεν ήταν σωστά τοποθετημένο στο
μεταλλικό σωλήνα και το ότι δεν είχαν παρασχεθεί στον θανόντα κατάλληλα
υποδήματα, ήταν αποκλειστικό έργο και ευθύνη του ηλεκτρολόγου, θέση την
οποία κατείχε επί τρία έτη ο θανών, ο οποίος και θα έπρεπε να υποδείξει
τις όποιες ατέλειες υπήρχαν προκειμένου να εκλείψουν, και μόνο σε
αντίθετη περίπτωση θα θεμελιωνόταν η αμελής συμπεριφορά των
αναιρεσειόντων” και “ότι την θεμελίωση της αμελούς συμπεριφοράς του
δευτέρου αναιρεσείοντος στηρίζει η προσβαλλομένη στο ότι γνωρίζοντας την
επικινδυνότητα των ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων και των ηλεκτρικών
συσκευών εξέθεσε σε κίνδυνο τον Χρήστο Μανωλά αναθέτοντάς του την
άντληση των υδάτων χωρίς να του παράσχει τα κατάλληλα υποδήματα και
ανεχόμενος την χρήση του μη ορθά μονωμένου προβολέα, ενώ δεν υπήρχε η
γνώση του και η κατ’ επέκταση αμελής του συμπεριφορά αφού ο Χ. Μ. ως
προστηθείς από την εργοδότρια εταιρεία και μάλιστα υπό την ειδικότητα
του συντηρητή ηλεκτρολόγου ήταν εκείνος που όφειλε να γνωρίζει ποια θα
ήταν στην συγκεκριμένη περίπτωση τα μέτρα τα οποία θα έπρεπε να ληφθούν
να τα γνωστοποιήσει στον δεύτερο αναιρεσείοντα και μόνο σε αντίθετη
περίπτωση θα υπήρχε πεδίο αμελούς συμπεριφοράς του” είναι απαράδεκτες
διότι αναφέρονται στην εκτίμηση των αποδείξεων, που δεν ελέγχεται
αναιρετικά (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Με
τις ανωτέρω παραδοχές του το Εφετείο περιέλαβε στην προσβαλλομένη
απόφασή του, πλήρεις σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς την
υπαιτιότητα των αναιρεσειόντων για το θάνατο του Χ. Μ.. Ειδικότερα: α)
δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ της παραδοχής της αποφάσεως “ότι την
απάντληση των υδάτων από το φρεάτιο του ανελκυστήρα την έκανε ο θανών Χ.
Μ. μια- δύο φορές την εβδομάδα, ως εργασία που εντασσόταν στο πλαίσιο
των γενικότερων καθηκόντων του, όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί κατόπιν
εντολής του δεύτερου των εναγομένων” αφενός μεν με την παραδοχή ” ότι ο
Χ. Μ. ο οποίος εργαζόταν σε βάρδιες με άλλους δύο συναδέλφους του είχε
αναλάβει την συντήρηση των συσκευών του εν λόγω ξενοδοχείου”, αφού η μία
παραδοχή δεν αποκλείει την άλλη, δηλαδή και την συντήρηση των συσκευών
του ξενοδοχείου μπορούσε να έχει αναλάβει ως καθήκον ο παθών και την
υποχρέωση να αντλήσει τα υπερχειλίζοντα ύδατα του φρεατίου, αφετέρου δε
με την παραδοχή ότι “την 13.8.2008 και περί ώρα 17:55 ο εν λόγω
εργαζόμενος ήταν σε ώρα υπηρεσίας και αφού είχε ειδοποιηθεί σχετικά από
την διεύθυνση του ξενοδοχείου μετέβη στον ημιυπόγειο αποθηκευτικό χώρο
προκειμένου να απαντλήσει από το φρεάτιο τα υπερχειλή ύδατα”, αφού το
γεγονός ότι η απάντληση των υπερχειλιζόντων υδάτων εντασσόταν στα
καθήκοντα του παθόντος, δεν αποκλείει το γεγονός ο διευθυντής του
ξενοδοχείου είτε προσωπικώς ο ίδιος είτε μέσω άλλου εργαζομένου να
πληροφορηθεί πρώτος ότι είχε συντελεστεί η υπερχείλιση των υδάτων στο
φρεάτιο και να δώσει την εντολή στον παθόντα, στα καθήκοντα του οποίου
αναγόταν η απάντλησή τους, να προβεί σε αυτήν. β) Δεν υπάρχει έλλειψη
αιτιολογίας με τον μη προσδιορισμό από την προσβαλλομένη του χρόνου της
απόφραξης και ρήξης ακολούθως του αποχετευτικού σωλήνα που αποτελούσε
την αιτία υπερχειλίσεως του φρεατίου του ανελκυστήρα, αφού το κρίσιμο
για την κρίση του Εφετείου δεν ήταν το περιστατικό αυτό αλλά το ότι
συντελείτο η υπερχείλιση των υδάτων, την άντληση των οποίων
πραγματοποιούσε ο παθών ως εκ των καθηκόντων του στα πλαίσια της
συμβάσεως εργασίας που τον συνέδεε με την πρώτη αναιρεσείουσα κατά το
χρόνο του ατυχήματος, περιστατικό για το οποίο η προσβαλλομένη απόφαση
περιέχει, συνοπτική μεν αλλά πλήρη αιτιολογία. Επομένως οι δεύτερος και
τρίτος (τέταρτος κατά την εσφαλμένη αρίθμηση του αναιρετηρίου), από τον
αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγοι αναιρέσεως είναι απορριπτέοι ως
αβάσιμοι Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ. 20 Κ.Πολ.Δ. λόγος
αναίρεσης για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου ιδρύεται, όταν το
δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε σε διαγνωστικό λάθος, αναγόμενο δηλαδή
στην ανάγνωση του εγγράφου με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά
προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει. Για να
θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης θα πρέπει το δικαστήριο της
ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά
κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι
παραμορφώθηκε, όχι δε όταν το έχει συνεκτιμήσει απλώς, μαζί με άλλα
αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο, αναφορικά με το πόρισμα
στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος (ολ. ΑΠ
2/2008, ΑΠ 205/2015, ΑΠ 152/2015, ΑΠ 26/2014). Στην προκειμένη
περίπτωση με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως αποδίδεται στο Εφετείο η
πλημμέλεια ότι με την προσβαλλομένη απόφασή του, για να θεμελιώσει την
κρίση του ότι ο θανών προσλήφθηκε από την πρώτη αναιρεσείουσα ως
συντηρητής – ηλεκτρολόγος, δηλαδή υπό την διπλή ειδικότητα του συντηρητή
γενικώς, στα καθήκοντα του οποίου αναγόταν και η συντήρηση των
υδραυλικών εγκαταστάσεων ενίοτε δε και η άντληση των υδάτων από το
φρεάτιο του ανελκυστήρα μεταφοράς πρώτων υλών, όταν αυτό υπερχείλιζε και
του ηλεκτρολόγου και όχι ως συντηρητής ηλεκτρολόγος, δηλαδή συντηρητής
των ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων και μόνον, όπως οι αναιρεσείοντες
υποστηρίζουν, ειδικότητα που τον επιφόρτιζε με αυξημένη επιμέλεια στην
διαχείριση ηλεκτολογικών εγκαταστάσεων και εργαλείων, παραμόρφωσε το
περιεχόμενο της από 4.5.2008 έγγραφης αναγγελίας πρόσληψης του παθόντος,
την οποία είχαν επικαλεστεί και προσκομίσει. Ο λόγος αυτός είναι
απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, αφού το Δικαστήριο, προκειμένου
να καταλήξει στην κρίση του ότι ο αποβιώσας Χ. Μ. είχε προσληφθεί από τη
πρώτη αναιρεσείουσα για να απασχοληθεί με την ειδικότητα του συντηρητή-
ηλεκτρολόγου, στηρίχθηκε σε περισσότερα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή στις
ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του
πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου όπως αυτές περιέχονταν στα ταυτάριθμα με την
εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, όλα χωρίς
εξαίρεση τα έγγραφα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι,
μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν και τα δημόσια έγγραφα της
προηγηθείσας ποινικής προδικασίας, τα οποία ελήφθησαν υπόψη για την
συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων καθώς και στις με αριθμό … και
…/4.10.2010 ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον του συμβολαιογράφου
……………….. και τη με αριθμό …/4.10.2010 ένορκη βεβαίωση
μάρτυρα ενώπιον του συμβολαιογράφου ………………………… οι
οποίες είχαν ληφθεί νομότυπα κατ’ άρθρο 671 παρ. 1 ΚΠολΔ, χωρίς να
στηρίξει στην πιο πάνω αναγγελία πρόσληψης του παθόντος αποκλειστικά ή
κατά κύριο λόγο το επί της ουσίας πόρισμά του. Η έλλειψη μείζονος
πρότασης, η παράλειψη δηλαδή παράθεσης των διατάξεων στις οποίες βρίσκει
έρεισμα το αγωγικό αίτημα, δεν καθιστά την απόφαση αναιρετέα. Τούτο δε,
διότι η συνταγματική επιταγή της ειδικής και εμπεριστατωμένης
αιτιολόγησης των αποφάσεων (άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος) δεν
καθιερώνει ούτε επιβάλλει αντίστοιχο αναιρετικό έλεγχο. Ο δε κοινός
νομοθέτης στο πεδίο της πολιτικής δίκης προβλέπει ως λόγο αναίρεσης την
έλλειψη νόμιμης βάσης “ιδίως αν (η απόφαση) δεν έχει καθόλου αιτιολογίες
ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη
επίδραση στην έκβαση της δίκης” (άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ).
Ως
“αιτιολογίες”, όμως, στη διάταξη αυτή νοούνται μόνο οι ουσιαστικές
παραδοχές, των οποίων η έλλειψη, αντίφαση ή ανεπάρκεια καθιστά ανέφικτο
τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου. Οι διατάξεις
που στηρίζουν το αγωγικό αίτημα αρκεί, έστω και αν δεν μνημονεύονται
στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, να υφίστανται και να δικαιολογούν, βάσει
των ουσιαστικών παραδοχών της, το διατακτικό της, οπότε ο Άρειος Πάγος
μπορεί να τις συμπληρώσει, κατά το άρθρο 578 του ΚΠολΔ (ΑΠ 104/2014,
951/2013, 282/2010, ΑΠ 1020/2005). Με τους πέμπτο και έκτο (έκτο και
έβδομο κατά την εσφαλμένη αρίθμηση του αναιρετηρίου) λόγους αναιρέσεως
αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφασή η από τον αριθμό 19 του άρθρου 559
ΚΠολΔ πλημμέλεια διότι κατά μεν τον πρώτο εξ αυτών δεν αναφέρεται σ’
αυτήν σε ποιες διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου στηρίχθηκε προκειμένου
να αποδώσει σε αμέλειά των αναιρεσειόντων το επελθόν κατά την 13.8.2008
θανατηφόρο ατύχημα και να επιδικάσει την επιδικασθείσα τελικά αποζημίωση
στους αναιρεσιβλήτους, κατά δε τον δεύτερο, διότι ενώ κατά τους
αγωγικούς ισχυρισμούς ο δεύτερος αναιρεσείων ενήργησε την 3.8.2008, λόγω
της ιδιότητός του ως διευθυντή του ξενοδοχείου για λογαριασμό και κατ’
εντολή του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης αναιρεσείουσας προκειμένου ο
παθών Χ. Μ. να μεταβεί στον ημιυπόγειο αποθηκευτικό χώρο για την
απάντληση των υδάτων, οπότε και συνέβη το ατύχημα, ουδεμία αναφορά
γίνεται στις διατάξεις είτε της εντολής είτε της μισθώσεως εργασίας. Οι
λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, διότι οι επικαλούμενες για
τη στήριξή τους ελλείψεις, δεν ιδρύουν λόγο αναίρεσης, κατά τα
προαναφερθέντα στη νομική σκέψη. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και αφού
δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη
αίτηση και να καταδικασθούν ο αναιρεσείοντες, ως ηττηθέντες στα
δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, που κατέθεσαν προτάσεις, κατά το
νόμιμο και βάσιμο αίτημα των τελευταίων (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ
την από 9.4.2012 αίτηση των: α) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία
“………….. και β) Ε. Τ. του Ε. κατά των Δ. Μ. κ.λ.π., περί
αναιρέσεως της 49/2012 αποφάσεως του Εφετείου Δωδεκανήσου. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Δεκεμβρίου 2015.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 21 Ιανουαρίου 2016.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Taxsolution