Η μακρά εμπειρία στην ένταξη παιδιών με άλλη μητρική γλώσσα από την εθνική και ο αναλογικά μικρότερος αριθμός που πρέπει να εντάξουν στο εκπαιδευτικό σύστημα κάνει ομαλότερη την αντιμετώπιση του προβλήματος στην Κεντρική Ευρώπη
Η ένταξη των προσφυγόπουλων στο εκπαιδευτικό σύστημα των χωρών υποδοχής είναι ένα από τα πιο δύσκολα κομμάτια στο παζλ της διαχείρισης του προσφυγικού ζητήματος. Την ώρα που στην Ελλάδα διαπιστώνονται καθημερινά «αγκάθια» ως προς την ένταξη των παιδιών προσφύγων στις σχολικές μονάδες στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης η κατάσταση δείχνει να είναι πιο ομαλή: Αφενός έχουν να διαχειρισθούν -ακόμη και αναλογικά- μικρότερο αριθμό παιδιών και εφήβων, αφετέρου έχουν υπάρξει παραδοσιακά χώρες υποδοχής μεταναστών με αποτέλεσμα να έχουν εμπειρία στην ένταξη στο εκπαιδευτικό σύστημα παιδιών που η μητρική τους γλώσσα είναι άλλη από την εθνική γλώσσα. Οι ανταποκριτές του ΑΠΕ-ΜΠΕ σε τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες (Γερμανία, Γαλλία, Βέλγιο και Αυστρία) καταγράφουν τα στοιχεία για την εκπαίδευση των προσφυγόπουλων.
Στη Γερμανία
Περίπου 325.000 προσφυγόπουλα θα πάνε στο σχολείο μέχρι το τέλος του έτους, σύμφωνα με τη φετινή έκθεση του γερμανικού υπουργείου Παιδείας που τιτλοφορείται «Η Εκπαίδευση στη Γερμανία». Ο αριθμός φαίνεται μεγάλος, αλλά αποτελεί μόλις το 3% του συνόλου των μαθητών. Αν διαιρεθεί μάλιστα με τον αριθμό των 16 κρατιδίων, αντιστοιχούν 20.000 μαθητές κατά μέσο όρο ανά κρατίδιο, σε μια χώρα με πληθυσμό ογδόντα περίπου εκατομμυρίων κατοίκων. Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, η οποία συντάχθηκε από το Γερμανικό Ινστιτούτου Διεθνούς Παιδαγωγικής Έρευνας (DIPF), το 30% περίπου των προσφυγόπουλων είναι κάτω των 18 ετών, επομένως πρέπει να πάνε υποχρεωτικά στο σχολείο. Το 25% είναι μεταξύ 18 και 24 ετών και θα πρέπει τουλάχιστον να παρακολουθήσουν μαθήματα γερμανικών για να εκπαιδευτούν επαγγελματικά.
Επειδή όμως η ένταξη των μικρών προσφυγόπουλων δεν μπορεί να γίνει σε βάρος της διδασκαλίας των άλλων μαθητών, απαιτείται να διοριστούν χιλιάδες παιδοψυχολόγοι, μεταφραστές, δάσκαλοι και καθηγητές με ειδικές γνώσεις, διότι οι υπάρχοντες, είτε δεν επαρκούν, είτε δεν είναι κατάλληλα προετοιμασμένοι να διδάξουν σε αυτά τα παιδιά. Μόνο για το 2015 χρειάστηκε να διοριστούν 33.000-44.000. Το συνολικό ποσό που απαιτείται για να καλυφθούν συνολικά οι ανάγκες, υπολογίζεται σε 2,2-3 δισ. ευρώ το χρόνο.
Η Γερμανία έχει πείρα δεκαετιών στο θέμα της ενσωμάτωσης αλλοδαπών παιδιών, εν τούτοις το να ενταχθούν στα σχολεία παιδιά από εμπόλεμες περιοχές με τα ανάλογα ψυχικά τραύματα, είναι μια νέα πρόκληση για τη γερμανική κοινωνία. Συχνά οι αρμόδιοι φορείς και οι διδάσκοντες αυτοσχεδιάζουν ανάλογα με τις ιδιαίτερες ανάγκες και τις συνθήκες, οι οποίες επικρατούν σε κάθε σχολείο. Ευτυχώς όμως τα μικρά παιδιά προσαρμόζονται εύκολα και μαθαίνουν γρήγορα την ξένη γλώσσα και είναι πολύ δεκτικά στη μάθηση, όπως προκύπτει από την μέχρι τώρα εμπειρία. Τα παιδιά αυτά όμως χρειάζονται την κατάλληλη προετοιμασία για να ενταχθούν σε ένα νέο σχολικό σύστημα. Οι Γερμανοί συμφωνούν στο ότι η ενσωμάτωση στην κοινωνία περνάει μέσα από την εκπαίδευση, οι απόψεις όμως των ειδικών διίστανται:
-Η μία πλευρά υποστηρίζει ότι οι ειδικές τάξεις υποδοχής δεν αποτελούν καλή λύση, διότι τα παιδιά είναι συνεχώς μεταξύ τους και δεν μαθαίνουν γρήγορα τη γερμανική γλώσσα, ούτε ενσωματώνονται στο σχολείο. Πρέπει, επομένως, να εντάσσονται αμέσως σε κανονικές τάξεις, ώστε να συναναστρέφονται τους συνομηλίκους τους και να μαθαίνουν τη γλώσσα ταχύτερα, κάνοντας βέβαια παράλληλα εντατικά μαθήματα γερμανικών.
-Η άλλη άποψη λαμβάνει υπόψη την πολιτιστική, θρησκευτική και γεωγραφική ετερογένεια των παιδιών και υποστηρίζει ότι είναι αναγκαία η προετοιμασία τους για ένα έως δύο χρόνια σε ειδικές τάξεις προετοιμασίας, “τάξεις γέφυρες”, όπως ονομάζονται. Τα μεγαλύτερα παιδιά είναι μάλιστα προτιμότερο να επισκέπτονται επαγγελματικές τάξεις προετοιμασίας. Στο Βερολίνο μάλιστα παρατηρήθηκε ότι σε τάξεις ομοεθνών η εκμάθηση γερμανικών δεν είναι τόσο ταχεία, όσο σε τάξεις με διάφορες εθνικότητες, αφού στις δεύτερες αναγκάζονται να επικοινωνούν με τα άλλα παιδιά μόνο στα γερμανικά. Επομένως πρέπει να είναι ανάλογη και η σύνθεσή τους.
Στη Γαλλία
« Αλλόφωνοι» είναι η επίσημη ορολογία που χρησιμοποιεί το γαλλικό υπουργείο παιδείας για τους μαθητές, που δεν γνωρίζουν τη γαλλική γλώσσα. Για να ξεχωρίσουν μάλιστα τα προσφυγόπουλα που έχουν φθάσει τελευταία από Συρία, Ιράν, Αφγανιστάν από τα παιδιά των μεταναστών κυρίως από τις πρώην αποικίες, χρησιμοποιούν τον όρο « Μαθητές Αλλόφωνοι Νεοαφιχθέντες » (“Elèves Allophones Nouvellement Arrivés” (ΕΑΝΑ).Για την υποδοχή τους δημιούργησαν μάλιστα πριν από μια τετραετία (Οκτώβριο 2012) μια ειδική υποδομή, το «Ακαδημαϊκό Κέντρο για την Εκπαίδευση Νεοαφιχθέντων Αλλόφωνων παιδιών» με το ακρωνύμιο CAZNAV.
Το Κέντρο αυτό αναλαμβάνει την υποδοχή των παιδιών, από 11 έως 18 ετών, καθώς και την αξιολόγησή τους γύρω από τις γνώσεις και την προηγούμενη μάθησή τους.
Η σχετική εξέταση γίνεται για τα μαθηματικά στη γλώσσα τους, στα δε γαλλικά για το επίπεδο κατανόησης.
Στόχος είναι να καθορισθεί το επίπεδο και η κατηγορία της τάξης στην οποία θα οδηγηθούν με απώτερο μέλημα, την ένταξή τους σε κανονική τάξη με παιδιά της ηλικίας τους.Από τα έως τώρα στοιχεία του υπουργείου πάντως, εννέα στα δέκα «αλλόφωνα» παιδιά έχουν ανάγκη υποστήριξης στη γαλλική γλώσσα, εξ’ ου και η δημιουργία ειδικών τμημάτων.
Κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς 2014-2015 υπολογίζονται στις 52.500 οι ‘αλλόφωνοι’ μαθητές με ειδικές ανάγκες, τόσο για την εκμάθηση της γαλλικής γλώσσας όσο για σχολική εκπαίδευση. Η πλειοψηφία των παιδιών αυτών (71%), έφθασε στη Γαλλία κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς και κατανεμήθηκαν σε 9.200 σχολεία ή εκπαιδευτικά ιδρύματα. Τα σχολεία στην ευρεία περιφέρεια των Παρισίων ( Ile de France) απορροφούν το σημαντικό ποσοστό 32%.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του υπουργείου παιδείας, αναμένεται ότι κατά την επόμενη διετία η Γαλλία θα έχει να υποδεχθεί επιπλέον 8.000 με 10.000 αλλόφωνα παιδιά. Το υπουργείο κατέληξε σε αυτά τα νούμερα, με την ιδέα ότι ένας στους τρεις πρόσφυγες είναι ανήλικος και βάσει δηλώσεων του προέδρου Ολάντ ότι η Γαλλία αναμένεται να δεχθεί 24.000 πρόσφυγες κατά την ερχόμενη διετία, επιπλέον των 6.700 που έφθασαν το καλοκαίρι.
Στο Βέλγιο
Όπως όλοι οι ανήλικοι στο Βέλγιο, έτσι και τα προσφυγόπουλα που ζουν μέσα στα κέντρα υποδοχής προσφύγων υπόκεινται σε υποχρεωτική εκπαίδευση. Τη σχολική χρονιά 2015-2016 το βελγικό κράτος επέλεξε δύο σχολεία κοντά στο κέντρο των Βρυξελλών, ένα στην περιοχή του Άντερλεχτ και ένα στο Σεν Ζιλ, για να φοιτήσουν περίπου 40 παιδιά και έφηβοι πρόσφυγες. Η επιλογή του σχολείου γίνεται σε συνεννόηση με τους γονείς. Τα προσφυγόπουλα παρακολουθούν μαθήματα σε “τάξεις υποδοχής”, προκειμένου να μάθουν τη γλώσσα (τα γαλλικά) και να βελτιώσουν το μορφωτικό τους επίπεδο μέσα από ειδικά γι’ αυτά προσαρμοσμένα μαθήματα. Στη συνέχεια, τα παιδιά αυτά μπορούν να μπουν “σταδιακά” σε μια κανονική τάξη. Επιπλέον, στα περισσότερα κέντρα υποδοχής προσφύγων, τα προσφυγόπουλα έχουν τη δυνατότητα, μετά το σχολείο, να κάνουν μαθήματα προγύμνασης με τη βοήθεια των υπαλλήλων του κέντρου υποδοχής, ή με τη βοήθεια εθελοντών.
Εξάλλου, με τη βοήθεια του Βελγικού Ερυθρού Σταυρού, λειτουργεί από τον περασμένο Φεβρουάριο, στο κέντρο των Βρυξελλών ένα ειδικό πειραματικό σχολείο για τα παιδιά των προσφύγων, το «Petite Ecole» (Το Μικρό Σχολείο), και απευθύνεται σε παιδιά μεταξύ 6 με 13 ετών τα οποία δεν έχουν πάει σχεδόν ποτέ ή ποτέ στο σχολείο. To «Petite Ecole» δεν επιδοτείται από το βελγικό κράτος, αλλά από δωρεές πολιτών και λειτουργεί με εθελοντές δασκάλους και ψυχολόγους. «Τα περισσότερα από αυτά τα παιδιά δεν έχουν ξαναπιάσει μολύβι και είναι πολύ δύσκολο να καθίσουν στο θρανίο πάνω από 45 λεπτά», δήλωσε σε βελγικό τηλεοπτικό δίκτυο η Μαρί Πιεράρ , ιδρυτικό μέλος του «Petite Ecole». Η ίδια επισημαίνει ότι στόχος είναι τα παιδιά αυτά να μεταβούν ομαλά σε ένα κανονικό βελγικό σχολείο.
Στην Αυστρία
Από τις 5 Σεπτεμβρίου, που άρχισαν στην Αυστρία τα μαθήματα της νέας σχολικής χρονιάς, συνολικά γύρω στις 15.000 προσφυγόπουλα βρίσκονται σε αίθουσες σχολείων σε όλη τη χώρα, στο πλαίσιο της έγκαιρης ένταξής τους στο αυστριακό σχολικό σύστημα, το οποίο δεν φέρεται να επιβαρύνεται από αυτή την ένταξη.
Ωστόσο, επαρκή υποστήριξη χρειάζονται στην πορεία, τόσο τα ίδια τα παιδιά, στο νέο περιβάλλον του τέλους της φυγής τους από τον τρόμο και τον πόλεμο, όσο και οι γονείς τους, όπως επίσης οι εκπαιδευτικοί και τα σχολεία, χωρίς το αυστριακό σχολικό σύστημα να βρίσκεται ουσιαστικά μπροστά σε μία πρωτόγνωρη κατάσταση, εξαιτίας της υποδοχής παιδιών προσφύγων ή μεταναστών.
Για το αυστριακό σχολικό σύστημα η υποδοχή προσφυγόπουλων δεν είναι απολύτως τίποτε το καινούριο, τονίζουν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ στη Βιέννη, εκπρόσωποι του υπουργείου Παιδείας, κάνοντας μία ιστορική αναδρομή, από την κρίση στην Ουγγαρία το 1956 έως τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν σε αυτό το διάστημα εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες είχαν βρει καταφύγιο στην Αυστρία και αντίστοιχα, τα παιδιά τους, στα σχολεία της.
‘Οπως προσθέτουν οι ίδιοι, σήμερα ο αριθμός των προσφυγόπουλων που βρίσκονται σε αυστριακά σχολεία δεν φθάνει ούτε τις 15.000 — από αυτά τα 3.500 είναι σε σχολεία της πρωτεύουσας Βιέννης – που αντιπροσωπεύει μόλις ένα ελάχιστο ποσοστό σε σχέση με το σύνολο των μαθητών στα αυστριακά σχολεία που ανέρχεται σε πάνω από 1,1 εκατομμύρια.
Σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, στην Αυστρία λειτουργούν σήμερα συνολικά 5.732 σχολεία με 55.461 τάξεις μαθητών και με μέσο όρο 20 μαθητές ανά τάξη, ενώ στη νέα σχολική χρονιά ο αριθμός των παιδιών στην πρώτη τάξη ανέρχεται σε 83.400.
Στην Αυστρία ισχύει η υποχρεωτική (εννεαετής) εκπαίδευση για όλα τα παιδιά και τους νέους, ανεξάρτητα από την υπηκοότητά τους και το καθεστώς της παραμονής τους στη χώρα, και ως εκ τούτου, σύμφωνα με την αυστριακή νομοθεσία, αποτελεί κοινή ευθύνη η όσο το δυνατόν ταχύτερη υποδοχή όλων των παιδιών και νέων, προσφυγικής προέλευσης, στα αυστριακά σχολεία για να τους δοθεί η ευκαιρία εκπαίδευσης και ένταξης στην αυστριακή κοινωνία.
Σε αυτά τα παιδιά προσφυγικής προέλευσης συγκαταλέγονται και οι ασυνόδευτοι ανήλικοι πρόσφυγες, δηλαδή, σύμφωνα με την αυστριακή νομοθεσία, τα παιδιά και οι νέοι κάτω των 18 ετών, που, χωρίς γονείς ή άλλους ενήλικους συνοδούς, βρίσκονται σε φυγή. Το 2014 στην Αυστρία είχαν υποβάλει αίτηση για άσυλο συνολικά 2.260 ασυνόδευτα παιδιά, ενώ μόνο στους πέντε πρώτους μήνες του 2015 ο αριθμός είχε ανέλθει αντίστοιχα στις 2.320.
‘Ηδη, πριν από τις φετινές διακοπές του καλοκαιριού, το αυστριακό υπουργείο Παιδείας με τη συνεργασία της Επιθεώρησης Σχολείων και σχολικών ψυχολόγων είχε προχωρήσει σε ανάλυση της κατάστασης στα εννέα ομόσπονδα κρατίδια και στις κατάλληλες προετοιμασίες για το νέο σχολικό έτος, με στόχο να είναι δυνατή η πρώτη επαφή των προσφυγόπουλων με το σχολείο, με το κλίμα στην τάξη και τους συμμαθητές, όπως επίσης η από κοινού διαμόρφωση του ελεύθερου χρόνου με συνομήλικους και η εκμάθηση της γερμανικής γλώσσας.
Για τα προσφυγόπουλα τα οποία στη χώρα προέλευσής τους δεν είχαν ποτέ παρακολουθήσει μαθήματα σε σχολείο ή μόνον σποραδικά, ή ακόμη είχαν στο παρελθόν επαφή με άλλο αλφάβητο από το λατινικό, προβλέπονται ειδικοί κύκλοι μαθημάτων αλφαβητισμού, με τη βοήθεια και εκπαιδευτικών της μητρικής τους γλώσσας, κάτι που λειτουργεί από παλιά, για παράδειγμα στο κέντρο πρώτης υποδοχής προσφύγων στο Τράισκιρχεν, νότια της Βιέννης, με τις αποκαλούμενες σχολικές “τάξεις-γέφυρες”.