με τα δίκτυα. Στην περίπτωση των χωματερών, με την κατασκευή των υποδομών, των δικτύων συλλογής και την επίμονη «εκπαίδευση» των πολιτών. Στην περίπτωση των επικίνδυνων αποβλήτων όμως, την τρίτη κατά σειρά υπόθεση για την οποία επιβάλλεται πρόστιμο στη χώρα μας, τα πράγματα είναι σαφώς δυσκολότερα. Οχι μόνο δεν υπάρχουν επαρκείς υποδομές, αλλά η Πολιτεία δεν γνωρίζει επακριβώς πόσα παράγονται, πού καταλήγουν και πόσα παραμένουν θαμμένα, εν είδει «προσωρινής αποθήκευσης».
Υπολογίζεται ότι κάθε έτος παράγονται περίπου 272.000 τόνοι επικίνδυνων αποβλήτων, τα περισσότερα (περί τους 136.000 τόνους) από τις βιομηχανίες.
Το μεγαλύτερο μέρος των επικίνδυνων αποβλήτων που παράγεται στη χώρα μας είναι χημικά (χρησιμοποιημένα έλαια, απόβλητα χημικών ουσιών, 53,8%) και ανόργανα (λ.χ. υπολείμματα καύσης, 38,8%). Αξιοσημείωτο είναι ότι η Πολιτεία δεν γνωρίζει πού καταλήγει το 33% των βιομηχανικών αποβλήτων, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό αυτών (17%) αποθηκεύεται (άγνωστο για πόσο). Κάπως καλύτερη είναι η κατάσταση στα ιατρικά απόβλητα.
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, οι μεγαλύτερες ποσότητες, της τάξεως των 6.782 τόνων, παράγονται στην Περιφέρεια Αττικής και αποτελούν το 42% της συνολικής παραγωγής στη χώρα. Ακολουθεί η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας (2.966 τόνοι), ήτοι 18% επί του συνόλου. Σαφώς καλύτερη είναι η κατάσταση στις ειδικές κατηγορίες αποβλήτων (έλαια, οχήματα, συσσωρευτές κ.λπ.) για τα οποία έχουν από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας δημιουργηθεί ειδικά «ρεύματα», δηλαδή φορείς υπό τους οποίους οργανώνονται οι εταιρείες συλλογής και διαχείρισης.
Αυτή είναι η γενική εικόνα. Ποια είναι όμως τα βασικά ζητήματα στη διαχείριση; Εκτός από τη «μακρά αποθήκευση» (η οποία είναι από ετών παράνομη ως πρακτική) αποβλήτων στους χώρους των βιομηχανιών, υπό άγνωστες συνθήκες ασφάλειας, «αγκάθι» παραμένει η δημιουργία των απαραίτητων υποδομών: είτε των μονάδων επεξεργασίας και διαχείρισης, ή των χώρων τελικής διάθεσης (ΧΥΤΕΑ). Στην πρώτη περίπτωση, η Πολιτεία δεν έχει καταφέρει να πείσει τον ιδιωτικό τομέα για τη βιωσιμότητα των επενδύσεων (αν και χώρες όπως η Γερμανία έχουν χτίσει ολόκληρη «βιομηχανία» στην ασφαλή διαχείριση επικίνδυνων αποβλήτων). Χαρακτηριστικό είναι ότι στις προσκλήσεις που κατά καιρούς έχει κάνει το υπουργείο Περιβάλλοντος (για συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα) η ανταπόκριση ήταν ελάχιστη και, μετά το ξεκίνημα της κρίσης, ακόμα και οι λιγοστές προτάσεις που είχαν κατατεθεί αποσύρθηκαν.
Προκατάληψη
Στις υποδομές, το κύριο πρόβλημα είναι η προκατάληψη. Οσες φορές στο παρελθόν η Πολιτεία έχει αποπειραθεί να χωροθετήσει έναν ΧΥΤΕΑ, η υπόθεση είχε άδοξο τέλος. Πρόσφατο και χαρακτηριστικό παράδειγμα, τα ορυχεία Καρδιάς της ΔΕΗ, που λειτουργούσαν ήδη ως χώρος τελικής απόθεσης αποβλήτων αμιάντου. Το υπουργείο προσπάθησε να επεκτείνει τη λειτουργία του χώρου, αλλά οι τοπικές αρχές προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας και ακύρωσαν τα σχέδια. Η ίδια ιστορία επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά, με τις τοπικές κοινωνίες να αντιδρούν έντονα σε κάθε πρόταση.
Μετά λοιπόν από έτη αδράνειας και ανικανότητας της Πολιτείας, την προηγούμενη εβδομάδα ανακοινώθηκε η επιβολή ευρωπροστίμου: 10 εκατομμύρια ευρώ εφάπαξ και 30.000 ευρώ για κάθε ημέρα που περνά άπρακτη. Το πρόστιμο θα μειωθεί ελαφρά με τη θέσπιση του Εθνικού Σχεδίου Διαχείρισης Επικίνδυνων Αποβλήτων, το οποίο είχε δοθεί σε διαβούλευση την άνοιξη.
Παράλληλα, το υπουργείο προσπαθεί να οργανώσει κάπως την κατάσταση. Με εγκύκλιο που εξέδωσε προ μηνών, έδωσε συγκεκριμένες προθεσμίες στις βιομηχανίες με «προσωρινά» αποθηκευμένα απόβλητα, προκειμένου να τα διαχειριστούν. Πιο συγκεκριμένα, οι βιομηχανίες που έχουν επί μακρόν συσσωρεύσει απόβλητα στις εγκαταστάσεις τους θα πρέπει έως τον Ιούνιο του 2016 να καταρτίσουν και να επιβάλουν προγράμματα συμμόρφωσης για τη διαχείριση και απομάκρυνσή τους.
Ενώ η αποκατάσταση των χώρων θα πρέπει να ολοκληρωθεί έως τον Ιούνιο του 2018. Είναι εφικτή η εφαρμογή της εγκυκλίου; Το πιθανότερο είναι ότι, αν και η νομοθεσία για την περιβαλλοντική ευθύνη ισχύει από το 2009, δύσκολα μια εταιρεία θα σπεύσει να δηλώσει ότι έχει μερικές δεκάδες χιλιάδες τοξικά θαμμένα σε βαρέλια στην αυλή της.
Οι μηχανισμοί ελέγχου (Επιθεωρητές Περιβάλλοντος και ελεγκτές των Περιφερειών) είναι άλλωστε τόσο αποδυναμωμένοι, που ο παραβάτης ενδέχεται να κινδυνεύει μόνο στο ενδεχόμενο καταγγελίας…
Στόχος ήταν το 2000 να λειτουργούν δύο κέντρα επεξεργασίας (με χώρους υγειονομικής ταφής), ένα στη Βόρεια Ελλάδα (Θεσσαλονίκη) και ένα στη Νότια (Αττικοβοιωτία). Οι μελέτες ολοκληρώθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του ’90 και το κράτος ανέλαβε την υποχρέωση να υλοποιήσει τις απαραίτητες επενδύσεις σε διάστημα 60 μηνών, με χρηματοδότηση από το Β΄ ΚΠΣ (1994-1999). Λίγο αργότερα, ζήτησε από την Ε.Ε. την πρώτη –εξαετή– παράταση και η χρηματοδότηση μετακινήθηκε στο Γ΄ ΚΠΣ (2000-2006). Οταν το 2004 άλλαξε η κυβέρνηση, το σχέδιο δεν είχε προχωρήσει στο ελάχιστο και έτσι μετακινήθηκε στο ΕΣΠΑ (2007-2013). Οταν το 2009 άρχισε η διαδοχή των κυβερνήσεων, η υπόθεση εξακολουθούσε να βρίσκεται στο σημείο μηδέν. Το σημερινό Εθνικό Σχέδιο προβλέπει μια μακροπρόθεσμη στρατηγική, ωστόσο το πέρασμα από τη θεωρία στην πράξη προϋποθέτει τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, κάτι που υπό τις παρούσες συνθήκες δεν είναι εύκολο να συμβεί.
Έντυπη