Ένα διάτρητο «καταφύγιο» και ένας «μπούσουλας» που δίνει το πάνω χέρι στις τράπεζες είναι οι δύο βασικές επιλογές των δανειοληπτών με κόκκινα δάνεια που θέλουν να γλιτώσουν την πρώτη κατοικία τους από τον πλειστηριασμό
Ο λόγος για το νόμο Κατσέλη (ν. 3869/2010) και τον Κώδικα Δεοντολογίας των Τραπεζών (ΚΔΤ). Για την ώρα, ψηλά στη λίστα των ακινήτων που βρίσκονται αντιμέτωπα με το σφυρί είναι πολυτελείς βίλες αξίας άνω των 300.000 ευρώ. Σταδιακά σύμφωνα με τον «Ελεύθερο Τύπο», θα χτυπήσει καμπανάκι και για φθηνότερα ακίνητα. Μάλιστα, με αριθμητική πρόοδο αναμένεται να πολλαπλασιάσουν οι κοινοποιήσεις διαταγών πληρωμής. Νομικές πηγές προειδοποιούν τους δανειολήπτες να είναι ιδιαιτέρως προσεκτικοί. Κι αυτό διότι ακόμη και για μικροχρέη, π.χ. από κάποιο καταναλωτικό δάνειο, πιστωτικές κάρτες κ.λπ., που δεν έχουν εμπράγματη εγγύηση (π.χ. υποθήκη), η τράπεζα έχει το δικαίωμα αν εκδώσει διαταγή πληρωμής να εγγράψει προσημείωση υποθήκης στην οικία του δανειολήπτη και να του κάνει ακόμη και κατάσχεση. Οι δύο βασικές επιλογές των «κόκκινων» δανειοληπτών προς αποφυγή του πλειστηριασμού είναι ο Νόμος Κατσέλη (3869/2010) και ο Κώδικα Δεοντολογίας των Τραπεζών. Ο πρώτος, γνωστός και ως βασικό καταφύγιο για τους δανειολήπτες με στεγαστικά δάνεια στο… κόκκινο, αναθεωρήθηκε το περασμένο έτος και τέθηκε σε ισχύ από 1ης.1.2016. Νομικές πηγές χαρακτηρίζουν τις προϋποθέσεις που θέτει προς ένταξη «στενό κοστούμι». Κι αυτό διότι περιλαμβάνει πιο αυστηρά κριτήρια (εισόδημα και αντικειμενική αξία ακινήτου σε χαμηλά επίπεδα), άρα καθίσταται πιο δύσκολο το έργο του οφειλέτη να υπαχθεί στις διατάξεις του με στόχο να προστατέψει την πρώτη κατοικία του. Η κυβέρνηση υποστηρίζει πως από τον αναθεωρημένο νόμο Κατσέλη καλύπτεται το 60% των δανειοληπτών με «κόκκινα» στεγαστικά. Μάλιστα, για το 25%, που αφορά σε δανειολήπτες εξαιρετικά ευάλωτους οικονομικά, με εισοδήματα γύρω από το όριο της φτώχειας, διατείνεται πως υπάρχει οριζόντια προστασία. Ο μεγάλος «αστερίσκος» ωστόσο που ουσιαστικά αναιρεί την προστασία τους είναι η έννοια του «συνεργάσιμου δανειολήπτη». Βάσει αυτής, η εκάστοτε τράπεζα έχει το δικαίωμα στην περίπτωση που ο «κόκκινος» οφειλέτης δεν είναι συνεργάσιμος (π.χ. δεν παρέχει οικονομικά στοιχεία και οποιοδήποτε άλλο έγγραφο του ζητηθεί) να μη δεχτεί τη ρύθμιση που επιδιώκει. Στην παραπάνω κατηγορία εντάσσονται όσοι έχουν ετήσιο εισόδημα έως 8.180 ευρώ (άγαμος). Το ποσό προσαυξάνεται ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση του οφειλέτη. Για παράδειγμα, στην περίπτωση οικογένειας με τρία παιδιά φτάνει τις 24.000 ευρώ. Αντίστοιχα, η αντικειμενική αξία ακινήτου ξεκινά από 120.000 ευρώ, ενώ «ταβάνι» είναι τα 220.000 ευρώ. Το υπόλοιπο 35% των δανειοληπτών αφορά στα μεσαία οικονομικά στρώματα που η τύχη τους υπόκειται επίσης στη διακριτική ευχέρεια των τραπεζών. Το ετήσιο εισόδημα αυτών ξεκινάει από 13.906 ευρώ για τον άγαμο και φτάνει τα 40.800 ευρώ για μια πενταμελή οικογένεια, «πλαφόν» στις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων είναι τα 180.000 και 280.000 ευρώ αντίστοιχα. Για τη δεύτερη κατηγορία οφειλετών προβλέπεται καταρχήν εξωδικαστική προσπάθεια διευθέτησης χρέους. Πρακτικά αυτό σημαίνει πως πρώτα θα πρέπει να απευθυνθούν στη συνεργαζόμενη τράπεζα, με στόχο να αναζητηθεί η κατάλληλη ρύθμιση για τη διευθέτηση του χρέους. Αν δεν επέλθει συμβιβασμός μεταξύ τράπεζας-δανειοληπτών, υπάρχει η επιλογή των Ειρηνοδικείων. Εκεί, ακόμη και αν το δικαστήριο αποφασίσει πως ο δανειολήπτης μπορεί να ανταποκριθεί στην αποπληρωμή του δανείου του χωρίς προβλήματα, είναι στο «χέρι» της τράπεζας να δεχτεί ή όχι την εκάστοτε απόφαση. Εφόσον κρίνει ότι δεν είναι προς όφελός της, π.χ. το δικαστήριο προσδιορίζει εξαιρετικά χαμηλή δόση, θα ανοίγει ο δρόμος για τον πλειστηριασμό. Σε περίπτωση, δε, που ο οφειλέτης έχει συμφωνήσει ρύθμιση οφειλών με τη συνεργαζόμενη τράπεζα (εξωδικαστική επιλογή) και υποβάλει αίτηση υπαγωγής στο νόμο Κατσέλη χάνει αυτομάτως τη ρύθμιση με το πιστωτικό ίδρυμα. Σημειώνεται πως για τη δυνατότητα αποπληρωμής του οφειλέτη που θα καταθέσει αίτηση υπαγωγής στο νόμο λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, οι τρέχουσες δαπάνες διαβίωσης σε σχέση με τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης, η ηλικία του οφειλέτη, η ηλικία του/της συζύγου και ο αριθμός των προστατευόμενων μελών της οικογένειας, τυχόν προβλήματα υγείας του ιδίου και των προστατευόμενων μελών της οικογένειάς του, καθώς και οι συνθήκες της αγοράς εργασίας και του κλάδου στον οποίο δούλευε. Ο δανειολήπτης που υπάγεται στις διατάξεις του Ν. 3869/2010 θα πληρώνει τη σημερινή του οικονομική δυνατότητα προσαυξημένη τουλάχιστον κατά 5% ανά πενταετία που διαρκεί η ρύθμιση. Ανάλογα με τα κριτήρια, θα μπορεί το δικαστήριο να ορίζει μεγαλύτερο ή μικρότερο από 5% ποσοστό προσαύξησης της σημερινής οικονομικής δυνατότητας, ενώ το ποσό που θα καταβάλλει συνολικά στο μέλλον δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το ποσό στο οποίο εκτιμάται ότι θα πλειστηριαζόταν το ακίνητο.
www.dikaiologitika.gr
Ο λόγος για το νόμο Κατσέλη (ν. 3869/2010) και τον Κώδικα Δεοντολογίας των Τραπεζών (ΚΔΤ). Για την ώρα, ψηλά στη λίστα των ακινήτων που βρίσκονται αντιμέτωπα με το σφυρί είναι πολυτελείς βίλες αξίας άνω των 300.000 ευρώ. Σταδιακά σύμφωνα με τον «Ελεύθερο Τύπο», θα χτυπήσει καμπανάκι και για φθηνότερα ακίνητα. Μάλιστα, με αριθμητική πρόοδο αναμένεται να πολλαπλασιάσουν οι κοινοποιήσεις διαταγών πληρωμής. Νομικές πηγές προειδοποιούν τους δανειολήπτες να είναι ιδιαιτέρως προσεκτικοί. Κι αυτό διότι ακόμη και για μικροχρέη, π.χ. από κάποιο καταναλωτικό δάνειο, πιστωτικές κάρτες κ.λπ., που δεν έχουν εμπράγματη εγγύηση (π.χ. υποθήκη), η τράπεζα έχει το δικαίωμα αν εκδώσει διαταγή πληρωμής να εγγράψει προσημείωση υποθήκης στην οικία του δανειολήπτη και να του κάνει ακόμη και κατάσχεση. Οι δύο βασικές επιλογές των «κόκκινων» δανειοληπτών προς αποφυγή του πλειστηριασμού είναι ο Νόμος Κατσέλη (3869/2010) και ο Κώδικα Δεοντολογίας των Τραπεζών. Ο πρώτος, γνωστός και ως βασικό καταφύγιο για τους δανειολήπτες με στεγαστικά δάνεια στο… κόκκινο, αναθεωρήθηκε το περασμένο έτος και τέθηκε σε ισχύ από 1ης.1.2016. Νομικές πηγές χαρακτηρίζουν τις προϋποθέσεις που θέτει προς ένταξη «στενό κοστούμι». Κι αυτό διότι περιλαμβάνει πιο αυστηρά κριτήρια (εισόδημα και αντικειμενική αξία ακινήτου σε χαμηλά επίπεδα), άρα καθίσταται πιο δύσκολο το έργο του οφειλέτη να υπαχθεί στις διατάξεις του με στόχο να προστατέψει την πρώτη κατοικία του. Η κυβέρνηση υποστηρίζει πως από τον αναθεωρημένο νόμο Κατσέλη καλύπτεται το 60% των δανειοληπτών με «κόκκινα» στεγαστικά. Μάλιστα, για το 25%, που αφορά σε δανειολήπτες εξαιρετικά ευάλωτους οικονομικά, με εισοδήματα γύρω από το όριο της φτώχειας, διατείνεται πως υπάρχει οριζόντια προστασία. Ο μεγάλος «αστερίσκος» ωστόσο που ουσιαστικά αναιρεί την προστασία τους είναι η έννοια του «συνεργάσιμου δανειολήπτη». Βάσει αυτής, η εκάστοτε τράπεζα έχει το δικαίωμα στην περίπτωση που ο «κόκκινος» οφειλέτης δεν είναι συνεργάσιμος (π.χ. δεν παρέχει οικονομικά στοιχεία και οποιοδήποτε άλλο έγγραφο του ζητηθεί) να μη δεχτεί τη ρύθμιση που επιδιώκει. Στην παραπάνω κατηγορία εντάσσονται όσοι έχουν ετήσιο εισόδημα έως 8.180 ευρώ (άγαμος). Το ποσό προσαυξάνεται ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση του οφειλέτη. Για παράδειγμα, στην περίπτωση οικογένειας με τρία παιδιά φτάνει τις 24.000 ευρώ. Αντίστοιχα, η αντικειμενική αξία ακινήτου ξεκινά από 120.000 ευρώ, ενώ «ταβάνι» είναι τα 220.000 ευρώ. Το υπόλοιπο 35% των δανειοληπτών αφορά στα μεσαία οικονομικά στρώματα που η τύχη τους υπόκειται επίσης στη διακριτική ευχέρεια των τραπεζών. Το ετήσιο εισόδημα αυτών ξεκινάει από 13.906 ευρώ για τον άγαμο και φτάνει τα 40.800 ευρώ για μια πενταμελή οικογένεια, «πλαφόν» στις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων είναι τα 180.000 και 280.000 ευρώ αντίστοιχα. Για τη δεύτερη κατηγορία οφειλετών προβλέπεται καταρχήν εξωδικαστική προσπάθεια διευθέτησης χρέους. Πρακτικά αυτό σημαίνει πως πρώτα θα πρέπει να απευθυνθούν στη συνεργαζόμενη τράπεζα, με στόχο να αναζητηθεί η κατάλληλη ρύθμιση για τη διευθέτηση του χρέους. Αν δεν επέλθει συμβιβασμός μεταξύ τράπεζας-δανειοληπτών, υπάρχει η επιλογή των Ειρηνοδικείων. Εκεί, ακόμη και αν το δικαστήριο αποφασίσει πως ο δανειολήπτης μπορεί να ανταποκριθεί στην αποπληρωμή του δανείου του χωρίς προβλήματα, είναι στο «χέρι» της τράπεζας να δεχτεί ή όχι την εκάστοτε απόφαση. Εφόσον κρίνει ότι δεν είναι προς όφελός της, π.χ. το δικαστήριο προσδιορίζει εξαιρετικά χαμηλή δόση, θα ανοίγει ο δρόμος για τον πλειστηριασμό. Σε περίπτωση, δε, που ο οφειλέτης έχει συμφωνήσει ρύθμιση οφειλών με τη συνεργαζόμενη τράπεζα (εξωδικαστική επιλογή) και υποβάλει αίτηση υπαγωγής στο νόμο Κατσέλη χάνει αυτομάτως τη ρύθμιση με το πιστωτικό ίδρυμα. Σημειώνεται πως για τη δυνατότητα αποπληρωμής του οφειλέτη που θα καταθέσει αίτηση υπαγωγής στο νόμο λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, οι τρέχουσες δαπάνες διαβίωσης σε σχέση με τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης, η ηλικία του οφειλέτη, η ηλικία του/της συζύγου και ο αριθμός των προστατευόμενων μελών της οικογένειας, τυχόν προβλήματα υγείας του ιδίου και των προστατευόμενων μελών της οικογένειάς του, καθώς και οι συνθήκες της αγοράς εργασίας και του κλάδου στον οποίο δούλευε. Ο δανειολήπτης που υπάγεται στις διατάξεις του Ν. 3869/2010 θα πληρώνει τη σημερινή του οικονομική δυνατότητα προσαυξημένη τουλάχιστον κατά 5% ανά πενταετία που διαρκεί η ρύθμιση. Ανάλογα με τα κριτήρια, θα μπορεί το δικαστήριο να ορίζει μεγαλύτερο ή μικρότερο από 5% ποσοστό προσαύξησης της σημερινής οικονομικής δυνατότητας, ενώ το ποσό που θα καταβάλλει συνολικά στο μέλλον δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το ποσό στο οποίο εκτιμάται ότι θα πλειστηριαζόταν το ακίνητο.
www.dikaiologitika.gr