Στις 2 Οκτωβρίου, οι Ούγγροι θα αφηγηθούν στις κάλπες για να απαντήσουν στο ακόλουθο ερώτημα σε ένα εθνικό δημοψήφισμα: Συμφωνείτε ότι η Ευρωπαϊκή
Ένωση θα πρέπει να έχει την εξουσία να επιβάλει την υποχρεωτική εγκατάσταση μη Ούγγρων πολιτών στην Ουγγαρία χωρίς την συγκατάθεση της Εθνικής Συνέλευσης της Ουγγαρίας; Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, η πλειοψηφία θα πει “όχι”.
Το δημοψήφισμα είναι η κορύφωση μιας μακράς κυβερνητικής εκστρατείας εναντίον της μεταναστευτικής πολιτικής της ΕΕ που επιταχύνθηκε το καλοκαίρι του 2015, μετά από την δραματική αύξηση του αριθμού των προσφύγων που επεδίωκαν να εισέλθουν στην ΕΕ μέσω της βαλκανικής οδού. Ως απάντηση, η κυβέρνηση του Orban ύψωσε έναν φράκτη στα νότια σύνορα της χώρας, εκτρέποντας τις μεταναστευτικές ροές προς τους γείτονές της. Απορρίπτοντας την κριτική αυτής της σκληροπυρηνικής προσέγγισης, η κυβέρνηση δήλωσε ότι δεν κλείνει την πόρτα σε πρόσφυγες, αλλά σε οικονομικούς μετανάστες και απειλές ασφαλείας, και ότι οι ενέργειές της προστάτευαν τα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ προς όφελος όλων των μελών της.
Η πρόταση της ΚΟμισιόν, που ψηφίστηκε τον Σεπτέμβριο του 2015, για την επείγουσα επανεγκατάσταση των 120.000 προσφύγων, συνάντηση την αντίδραση της Ουγγαρίας, της Τσεχίας, της Σλοβακίας και της Ρουμανίας, αλλά οι τέσσερις χώρες που αντιδρούσαν παρακάμφθηκαν από τα άλλα μέλη στο Συμβούλιο των Υπουργών. Μετά από αυτό, η ουγγρική κυβέρνηση αμφισβήτησε την απόφαση του Συμβουλίου στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Παράλληλα, η κυβέρνηση Orban ξεκίνησε ένα petition για την “προστασία της χώρας έναντι της υποχρεωτικής ποσόστωσης εγκατάστασης” και στη συνέχεια κήρυξε το εθνικό δημοψήφισμα, που είναι τώρα καθορισμένο για τις 2 Οκτωβρίου.
ΟΙ επικριτές (νομικοί ειδικοί και η πλειονότητα της αντιπολίτευσης) έχουν υποστηρίξει ότι το ερώτημα του δημοψηφίσματος είναι αντισυνταγματικό. Δηλώνουν ότι οι εξουσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι εκτός της δικαιοδοσίας του ουγγρικού κοινοβουλίου και ότι το ερώτημα από μόνο του δεν είναι κατανοητό. Δεν είναι φανερό σε τι αναφέρεται η “υποχρεωτική εγκατάσταση”: στις ποσοστώσεις που υιοθετήθηκαν τον Σεπτέμβριο του 2015 ή σε κάτι διαφορετικό.
Παρά τις ανησυχίες αυτές, η Εθνική Επιτροπή Εκλογών (NEC) ενέκρινε το ερώτημα του δημοψηφίσματος χωρίς δισταγμό, μια απόφαση που υποστηρίχθηκε από την Curia, το ανώτατο δικαστήριο της Ουγγαρίας. Τελικά ο πρωθυπουργός δήλωσε πως το δημοψήφισμα δεν είναι για τις ποσοστώσεις του Σεπτεμβρίου αλλά κάτι που δυνητικά μπορεί να συμβεί στο μέλλον. Είναι επομένως ακόμη ασαφές ποια νομοθετική δράση θα προκαλούσε το δημοψήφισμα, με τον Orban προσφάτως να δηλώνει στο Baile Tusnad ότι αυτό θα πρέπει να συζητηθεί μόλις γίνουν γνωστά τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος.
Ενώ το δημοψήφισμα είναι νομικά αμφισβητήσιμο, η κυβέρνηση είναι πρόθυμη να του δώσει πολιτική νομιμοποίηση. Ισχυρίζεται ότι το δημοψήφισμα είναι ένα ερώτημα για την κυριαρχία και ότι η κυβέρνηση χρειάζεται μια ισχυρή εντολή για να αποδείξει στις Βρυξέλλες ότι μόνο οι Ούγγροι έχουν το δικαίωμα να αποφασίζουν με ποιους θέλουν να ζήσουν. Ασφαλώς δεν αφήνει αυτή την εντολή στην τύχη: μια εκστρατεία των ΜΜΕ πρωτοφανούς έντασης, έχει βάλει στόχο τους πολίτες από τον Μάιο, ενθαρρύνοντας τους να “στείλουν ένα μήνυμα στις Βρυξέλλες”, παρέχοντάς τους συχνά παραπλανητικές πληροφορίες, μπερδεύοντας παράλληλα τον συσχετισμό και την αιτιότητα όταν αναφέρονται στη μετανάστευση και την τρομοκρατία.
Η εκστρατεία είχε σαφή αντίκτυπο στον λαό. Σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο, το 28% θεωρεί τη μετανάστευση ως ένα από τα δύο κορυφαία ζητήματα που αντιμετωπίζει η Ουγγαρία τη Άνοιξη του 2016, ενώ το 67% θεωρεί πως πρόκειται για την κορυφαία ανησυχία της ΕΕ (έναντι των ποσοστών 13% και 3% αντιστοίχως το περασμένο έτος). Πιο ανησυχητικό είναι πως έχουν αυξηθεί η μισαλλοδοξία και η ξενοφοβία.
Οι δημοσκοπήσεις για το δημοψήφισμα αντανακλούν αυτές τις εξελίξεις, με το 54% του εκλογικού σώματος να σχεδιάζει να ψηφίσει (το δημοψήφισμα απαιτεί προσέλευση 50% για να είναι έγκυρο) και η πρόθεση ψήφου υπέρ του “όχι” υπερβαίνει αυτή του “ναι” κατά 10 προς ένα. Η εκστρατεία του “όχι” υποστηρίζεται από το Jobbik, ενώ η υπόλοιπη αντιπολίτευση είναι μοιρασμένη μεταξύ του να μποϋκοτάρει το δημοψήφισμα (Σοσιαλιστές, Δημοκρατική ΣΥμμαχία, Διάλογος για την Ουγγαρία και το Κόμμα Μαζί), του να το αφήσουν ελεύθερους τους ψηφοφόρους να αποφασίσουν (Η πολιτική μπορεί να είναι διαφορετική) και του να στηρίξει το “ναι” (Φιλελεύθεροι).
Η πλειοψηφία των ψήφων υπέρ του “όχι” ως εκ τούτου φαίνεται ανέφικτη, αν και δεν είναι ακόμη εξασφαλισμένο ένα έγκυρο αποτέλεσμα. Ανεξαρτήτως από το τι είναι κατανοητό με το “υποχρεωτική εγκατάσταση” και ποιον ρόλο το εθνικό κοινοβούλιο έχει στη λήψη αποφάσεων της ΕΕ, το αποτέλεσμα θα πρέπει να ερμηνευθεί ως μια πολιτική εντολή που υποστηρίζει την κυβέρνηση στο να εμποδίσει κάθε σχέδιο επανεγκατάστασης ή μετεγκατάστασης, ή οποιαδήποτε εναρμόνισή τους προς μια κοινή μεταναστευτική πολιτική και πολιτική ασύλου. Η ουγγρική κυβέρνηση θα απαιτήσει να ληφθεί σοβαρά υπόψη η φωνή των Ούγγρων, υποστηρίζοντας τη δημοκρατική νομιμότητα για την θέση της και ισχυριζόμενη ότι η Ουγγαρία είναι η μόνη χώρα που οι πολίτες ερωτήθηκαν για ένα τέτοιο θεμελιώδες ερώτημα.
Ασφαλώς, το δημοψήφισμα αφορά πολλά περισσότερα από το άσυλο και την μεταναστευτική πολιτική. ο Orban επίσης εκμεταλλεύεται την λαϊκή ανησυχία για την προσφυγική κρίση, για να προωθήσει το δικό του όραμα για μια Ευρώπη των εθνών κρατών. Ενώ το δημοψήφισμα δεν έχει κανένα νομικό έρεισμα στην ΕΕ, εάν είναι έγκυρο, ο Orban πιθανώς θα ταχθεί υπέρ της επανεθνικοποίησης των αρμοδιοτήτων και της μείωσης της επιρροής της Κομισιόν στην πολιτική. Αυτά είναι βήματα που θεωρεί απαραίτητα σε όλους τους τομείς και τα οποία θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν μια αναβίωση της έννοιας “κόκκινη κάρτα”, σύμφωνα με την οποία τα κοινοβούλια των κρατών μελών θα μπορούσαν να ασκήσουν βέτο στους ευρωπαϊκούς νόμους προτού αυτοί τεθούν σε ισχύ.
Ορισμένοι ανησυχούν ότι ένα έγκυρο δημοψήφισμα θα οδηγούσε σε έξοδο της Ουγγαρίας από την ΕΕ, καθώς το ουγγρικό κοινοβούλιο θα ήταν υποχρεωμένο να λάβει νομοθετικά μέτρα, τα οποία πολύ πιθανό θα ερχόταν σε σύγκρουση με την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Αλλά αναλογιζόμενοι ότι η συμμετοχή στην ΕΕ τυγχάνει ευρείας στήριξης σε όλο το πολιτικό φάσμα, αυτό θα ήταν ένα ριψοκίνδυνο βήμα για τον Orban. Είναι πιο πιθανό η κυβέρνηση να συνεχίσει να αμφισβητεί τις προτάσεις της κομισιόν και την εξουσία του Συμβουλίου να αποφασίζει για αυτά με κανονικές νομοθετικές διαδικασίες αναφορικά με την πολιτική ασύλου και την μεταναστευτική πολιτική. Αυτό με τη σειρά του θα βαθύνει την σύγκρουση της κυβέρνησης τόσο και την Κομισιόν όσο και με αυτά τα κράτη-μέλη που είναι υπέρ μεγαλύτερης εναρμόνισης.
Επιπλέον, ένα επιτυχημένο (ή απλώς που θα επικοινωνηθεί καλά) δημοψήφισμα, θα μπορούσε να ενθαρρύνει τα άλλα κράτη-μέλη να αμφισβητήσουν τις κοινές αποφάσεις της ΕΕ μέσω εθνικών δημοψηφισμάτων, αν και αυτό θα εξαρτηθεί από το πώς θα αντιδράσει η ΕΕ στα μετά από το δημοψήφισμα βήματα του Orban. Παρόλα αυτά, η ισχυρή του στάση είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα ενθαρρύνει και να ενδυναμώσει άλλα ριζοσπαστικά κόμματα που συμμερίζονται τις απόψεις του Orban. Εάν αυτός παραμείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα, πριν από τις γερμανικές και γαλλικές εκλογές το 2017, ίσως να είναι όλα όσα χρειάζεται.
capitalgr