περιορισμού της σπατάλης φυσικών πόρων σε ευρωπαϊκό επίπεδο: Η συνολική χρήση των πόρων (εγχώρια κατανάλωση υλικών) μειώθηκε στα 28 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης από 7.550 εκατομμύρια τόνους το 2000, σε 6.640 εκατομμύρια τόνους το 2014, δηλαδή κατά 12%. Κατά την ίδια περίοδο, οι εισαγωγές υλικών από χώρες εκτός Ε.Ε. αυξήθηκαν μεν κατά περίπου 8%, αλλά με πτωτική τάση σε σχέση με την αρχή του 21ου αιώνα. Οπως σημειώνεται σε μια αναλυτική έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος, η ετήσια κατανάλωση υλικών ανά άτομο στην Ε.Ε. μειώθηκε σχεδόν κατά 16% μεταξύ του 2000 και του 2014. Το 2002 είχε ήδη φτάσει τους 15,5 τόνους ανά άτομο, το 2007 έπιασε το ανώτερο των 16,6 τόνων, για να μειωθεί στη συνέχεια στους 13,1 τόνους το 2014. Στην Ελλάδα, το 2000 η ετήσια κατανάλωση υλικών – πόρων ήταν περίπου 14 τόνους το άτομο, το 2007 είχε απογειωθεί πολύ πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε., στους 22 τόνους, για να κατακρημνιστεί το 2014 στους περίπου 12,5 τόνους, κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Είναι φανερό πως η εξοικονόμηση πόρων στην Ελλάδα δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας σχετικής πολιτικής, αλλά της οικονομικής κρίσης, της ύφεσης και της ασφυκτικής λιτότητας.
Και σε ευρωπαϊκό επίπεδο όμως η καμπή παρουσιάστηκε τα έτη 2007 και 2008, όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση, ρίχνοντας απότομα το ΑΕΠ των κρατών-μελών. Η μεγαλύτερη και πιο απότομη μείωση παρουσιάστηκε στον οικοδομικό και ευρύτερα κατασκευαστικό τομέα.
Η μεγαλύτερη κατηγορία των υλικών είναι τα μη μεταλλικά ορυκτά, ως επί το πλείστον τα υλικά που χρησιμοποιούνται στις κατασκευές, με μερίδιο που κυμαίνεται από 46% έως 53%. Το μερίδιο της βιομάζας είναι 20%-27%, ενώ τα ορυκτά καύσιμα κινούνται μεταξύ 22% και 26%. Η μικρότερη ομάδα είναι αυτή των μετάλλων και μεταλλευμάτων, η οποία αντιπροσώπευε το 3%-4% του συνόλου. Πιο συγκεκριμένα, το σύνολο των υλικών απαρτίζεται από: άμμο και χαλίκι 31%-34%, πετρέλαιο και φυσικό αέριο 13%-14%, άνθρακα 10%-11%, βιομάζα για κτηνοτροφία 9%-11%, υλικά για αγροτικές καλλιέργειες 8%-10%, ασβεστόλιθο και γύψο 7%, μάρμαρο, γρανίτη και ψαμμίτη 4%-5%, ξύλο 4%.
Οσον αφορά τις τάσεις μείωσης είναι αξιοσημείωτη η πορεία της χρήσης των ορυκτών καυσίμων στην Ε.Ε., η οποία μειώθηκε κατά 17% μεταξύ 2000 και 2014. Μέχρι το 2004 η μείωση ήταν σταδιακή, αλλά υπήρχε επιτάχυνση μετά το 2008. Σύμφωνα με τους ερευνητές του ΕΟΠ φαίνεται ότι τρεις παράγοντες επέδρασαν: Η πτώση της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας από το 2008 και μετά, με αποτέλεσμα χαμηλότερη κατανάλωση ενέργειας. Η μακροπρόθεσμη τάση αύξησης της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Η βελτίωση της συνολικής ενεργειακής απόδοσης των οικονομιών.
Αν το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης αποτέλεσε για όλες τις χώρες της Ε.Ε. σημείο καμπής, δεν σημαίνει πως όλες κινήθηκαν με τον ίδιο τρόπο στη συνέχεια. Ορισμένες επεξεργάστηκαν προγράμματα και εθνικά σχέδια για μια πιο αποδοτική χρήση των φυσικών και ενεργειακών πόρων, ενώ άλλες έμειναν έρμαια των εξελίξεων. Η Ελλάδα ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Στην εν λόγω έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος, η Ελλάδα είναι μεταξύ των χωρών των οποίων τα σχέδια για εξοικονόμηση φυσικών πόρων δεν μελετώνται, προφανώς γιατί οι ερευνητές του ΕΟΠ δεν μπόρεσαν… να τα βρουν.
Τα κίνητρα των κρατών-μελών που ενεργοποιήθηκαν για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας, σύμφωνα με τον ΕΟΠ, αφορούσαν τον στόχο βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας, εξοικονόμησης πρώτων υλών και ενέργειας, μείωση της εξάρτησης από τις εισαγωγές και καλύτερη προστασία του περιβάλλοντος. Μόνο τρεις είναι οι χώρες (Αυστρία, Φινλανδία και Γερμανία) που έχουν εγκρίνει εθνική στρατηγική για την αποδοτική χρήση των πόρων. Σε δύο ακόμα περιπτώσεις, Φλάνδρα (Βέλγιο) και Σκωτία (Ηνωμένο Βασίλειο) έχουν εκπονηθεί στρατηγικές σε περιφερειακό επίπεδο. Μεταξύ των 38 χωρών που συμμετέχουν στον ΕΟΠ (συμμετέχουν και χώρες εκτός Ε.Ε.) σε 26 χώρες υπάρχουν ρεύματα επαναχρησιμοποίησης αποβλήτων και δευτερογενών υλικών, όπως το πλαστικό και τα υλικά συσκευασίας (17 χώρες), τα απόβλητα κατασκευών και κατεδαφίσεων (16 χώρες) και τα απόβλητα τροφίμων (15 χώρες). Σημαντική προσπάθεια γίνεται σε μια σειρά χώρες για τη μείωση της χρήσης των ορυκτών καυσίμων και την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Η Γερμανία, η Ολλανδία και η περιοχή της Φλάνδρας (Βέλγιο) ανέφεραν ότι προωθούν τη στρατηγική της κυκλικής οικονομίας, δηλαδή τη δημιουργία ενός συστήματος παραγωγής και κατανάλωσης που αξιοποιεί κυκλικά όλα τα υλικά, ακόμα και τα «σκουπίδια», δημιουργώντας λίγα απόβλητα και διατηρώντας τα υλικά σε χρήση όσο το δυνατόν περισσότερο.
Έντυπη