Το φιτίλι που δυναμιτίζει το τηλεοπτικό σκηνικό στη χώρα άναψε η πρόσφατη δημοπρασία τηλεοπτικών αδειών. Από τη μια πλευρά η σοβιετική λογική της
κυβέρνησης να διαθέσει μόνον τέσσερις άδειες, και από την άλλη πλευρά η πρόθεση κάποιων να αποκτήσουν τηλεοπτική άδεια σε οποιοδήποτε κόστος, ναρκοθέτησε ολόκληρο τον κλάδο. Μαζί, ναρκοθετήθηκε τραπεζικός δανεισμός ύψους άνω των 400 εκατ. ευρώ, αλλά και επιπλέον υποχρεώσεις των καναλιών προς τρίτους, ύψους άνω των 300 εκατ. ευρώ. Επίσης, περίπου 1.500 εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της ανεργίας.
Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, το «μαύρο» σε ορισμένα ιδιωτικά κανάλια θα κοστίσει πάνω από 1,66 δισ. ευρώ σε ορίζοντα δεκαετίας ή 160 εκατ. ευρώ κατά μέσο όρο ετησίως. Η ίδια μελέτη αναφέρει ότι, κατά την τελευταία δεκαετία, η συνεισφορά όλων των καναλιών σε φόρους ανήλθε σε 930 εκατ. ευρώ, σε ασφαλιστικές εισφορές και αγγελιόσημο σε 730 εκατ. ευρώ και τέλος, οι επενδύσεις σε πάγιο εξοπλισμό και προγράμματα ξεπέρασε το 1,75 δισ. ευρώ.
Η τελευταία περίοδος ωστόσο ήταν μια περίοδος «ισχνών αγελάδων». Αυτό συνέβη τόσο εξαιτίας της μειούμενης διαφημιστικής δαπάνης, όσο και της πίεσης που ασκούν τα νέα μέσα επικοινωνίας (internet, κινητή τηλεφωνία, συνδρομητική τηλεόραση κ.λπ.). Ετσι, τα έσοδα από την τηλεοπτική διαφήμιση βαίνουν μειούμενα, ενώ μόνον ο τραπεζικός δανεισμός αντιστοιχεί κατά μέσο όρο περίπου σε 1,5 φορά τα ετήσια έσοδα του κλάδου, και το σύνολο των υποχρεώσεων αντιστοιχεί σε περίπου οκτώ φορές τα ίδια κεφάλαια των επιχειρήσεων.
Εκτός ορίου
Ομως ακόμη και αν ο κλάδος δεν αντιμετώπιζε τα προαναφερόμενα προβλήματα, τα τιμήματα που προσφέρθηκαν για την απόκτηση των τηλεοπτικών αδειών ξεφεύγουν από το όριο. Χονδρικά οι επιχειρήσεις αυτές καλούνται να καταβάλλουν κάθε χρόνο το 10% του ετήσιου τζίρου τους (περίπου 25 εκατ. ευρώ ετησίως) για να συνεχίσουν να λειτουργούν.
Η υπερβολή αυτή γίνεται αντιληπτή αν εκτιμηθεί ότι οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας το 2012 ανανέωσαν τις άδειες λειτουργίας τους αντί 350 εκατ. ευρώ. Μάλιστα η ανανέωση αυτή αφορά περίοδο 15 ετών, και όχι 10 έτη όπως ισχύει στην περίπτωση τηλεοπτικών αδειών. Στην πράξη, οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας συμφώνησαν να καταβάλουν στο Δημόσιο κάθε χρόνο λιγότερο από το 1% του ετήσιου τζίρου τους, που κατά τη χρονιά που ανανέωσαν τις άδειές τους ανήλθε σε 3 δισ. ευρώ. Αν οι εταιρείες τηλεπικοινωνιών συμφωνούσαν να καταβάλλουν ποσό αντίστοιχο με εκείνο των τηλεοπτικών σταθμών, τότε θα έπρεπε να συμφωνήσουν στο ιλιγγιώδες ποσό των 4,5 δισ. ευρώ.
Η σύγκριση ωστόσο των τιμημάτων των δημοπρασιών των αδειών κινητής τηλεφωνίας και τηλεοπτικών σταθμών είναι εντελώς σχηματική. Γίνεται αποκλειστικά για να καταδειχθεί ο παραλογισμός. Στην περίπτωση της κινητής τηλεφωνίας, το ελληνικό Δημόσιο αμείβεται όχι για το δικαίωμα λειτουργίας μιας επιχείρησης, αλλά για τις συχνότητες τις οποίες εκχωρεί σ’ αυτήν και οι οποίες συνιστούν ένα σπάνιο αγαθό. Χωρίς τις συχνότητες δεν μπορούν να λειτουργήσουν τα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας. Με τη δημοπρασία των τηλεοπτικών αδειών, η κυβέρνηση εκχωρεί ουσιαστικά μόνον το δικαίωμα λειτουργίας των τηλεοπτικών σταθμών, οι οποίοι δεν αξιοποιούν συχνότητες, όπως συνέβαινε στο παρελθόν.
Η όποια χρήση συχνοτήτων γίνεται από την Digea, η οποία ήδη έχει καταβάλει 18 εκατ. ευρώ για την 10ετή άδεια που απέκτησε το 2014.
Η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ κρίνει ότι η Digea έλαβε τη σχετική άδεια πολύ φθηνά. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει, δεδομένου ότι το ποσό που κατέβαλε αντιστοιχεί περίπου στο 0,6% της ετήσιας τηλεοπτικής αγοράς και είναι αντίστοιχο εκείνου που κατέβαλαν οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας στην Ελλάδα, αλλά και άλλοι ψηφιακοί πάροχοι στις χώρες-μέλη της Ε.Ε. Η ΕΕΤΤ άλλωστε δεν αφήνει τέτοιου είδους ζητήματα στην τύχη.
Ασυνέχεια
Ανεξαρτήτως πάντως του πόσο φθηνά ή ακριβά μίσθωσε η Digea τις συχνότητες, η στάση της κυβέρνησης δείχνει την ασυνέχεια του ελληνικού κράτους και κυρίως την εκδικητική μανία του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στην επιχειρηματικότητα και κυρίως προς τις τηλεοπτικές επιχειρήσεις.
Σημειώνεται ότι αν ισχύει και η ηλεκτρονική πλατφόρμα διαφήμισης, τότε οι τηλεοπτικές επιχειρήσεις θα πρέπει να καταβάλουν ένα επιπλέον 10% των εσόδων τους. Κι επειδή από 1/1/2015 καταβάλλουν και ειδικό φόρο 20%, τότε από τα 100 ευρώ που θα εισπράττουν τα 40 θα πηγαίνουν κατευθείαν στο ελληνικό Δημόσιο. Και σ’ αυτά θα πρέπει να προστεθούν ο ΦΠΑ και ο φόρος εισοδήματος.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ