Το ανώτατο δικαστήριο της Ελβετίας έκρινε ότι θα πρέπει να δοθούν στις ολλανδικές αρχές τα στοιχεία Ολλανδού πολίτη που έχει λογαριασμό στην ελβετική τράπεζα UBS. Η απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου αναμένεται να αποτελέσει δεδικασμένο και να ανοίξει τον δρόμο για την παροχή στοιχείων σε φορολογικές αρχές και άλλων χωρών.
Νέο πλήγμα δέχθηκε χθες το τραπεζικό απόρρητο της Ελβετίας από το ανώτατο δικαστήριο της χώρας, το οποίο έκρινε ότι πρέπει να δοθούν στις ολλανδικές αρχές τα στοιχεία Ολλανδού που έχει λογαριασμό στην ελβετική τράπεζα UBS. Η απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου αναμένεται να αποτελέσει δεδικασμένο και να ανοίξει τον δρόμο για την παροχή στοιχείων και σε φορολογικές αρχές άλλων χωρών.
Πέρυσι η ολλανδική εφορία είχε ζητήσει στοιχεία για τις καταθέσεις Ολλανδών φορολογουμένων στις τράπεζες UBS και Credit Suisse, επικαλούμενη την υπογραφή νέας διμερούς συμφωνίας για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Ωστόσο τον περασμένο Μάρτιο το ελβετικό ομοσπονδιακό διοικητικό δικαστήριο είχε ταχθεί με το μέρος του Ολλανδού πελάτη της UBS, κρίνοντας ότι το αίτημα για παροχή στοιχείων δεν καλύπτεται από τη διμερή συμφωνία διότι δεν περιελάμβανε ονόματα καταθετών. Οι ολλανδικές φορολογικές αρχές κατέθεσαν έφεση και τη Δευτέρα το ελβετικό ομοσπονδιακό ανώτατο δικαστήριο έκρινε ότι οι ολλανδικές αρχές δεν ζητούσαν τα ονόματα καταθετών, απλώς την παροχή επαρκών στοιχείων ώστε να ταυτοποιήσουν τους κατόχους τραπεζικών λογαριασμών. Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης του ανωτάτου δικαστηρίου, στόχος της συμφωνίας αποφυγής διπλής φορολόγησης είναι να διασφαλιστεί η γενική ανταλλαγή στοιχείων μεταξύ της Ολλανδίας και της Ελβετίας, χωρίς να διευκολύνει τις λεγόμενες «επιχειρήσεις ψαρέματος» (όταν δηλαδή οι φορολογικές αρχές δεν διαθέτουν επαρκή στοιχεία και προσπαθούν να τα «ψαρέψουν» από την Ελβετία, ώστε εν συνεχεία να στραφούν εναντίον φορολογουμένων). Πλέον, θεωρείται ότι η συγκεκριμένη απόφαση του ελβετικού ανωτάτου δικαστηρίου θα χρησιμοποιηθεί ως οδηγός σε μελλοντικές υποθέσεις όπου ξένες φορολογικές αρχές θα ζητούν συγκεκριμένες πληροφορίες από τις ελβετικές τράπεζες. Η ελβετική ομοσπονδιακή εφορία ικανοποιήθηκε πλήρως από τη δικαστική απόφαση, ενώ αρνήθηκε να τη σχολιάσει η τράπεζα UBS.
Το ελβετικό τραπεζικό απόρρητο μπήκε στο στόχαστρο αρχικά των αμερικανικών φορολογικών αρχών μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, καθώς η Ουάσιγκτον αποφάσισε να θέσει τέλος στο καθεστώς που επί δεκαετίες επέτρεπε στους πλουσίους όλου του κόσμου να κρύβουν την περιουσία τους στα χρηματοφυλάκια των ελβετικών τραπεζών και να φοροδιαφεύγουν. Από το 2008 και μετά οι ελβετικές τράπεζες έχουν πληρώσει δισ. δολάρια σε πρόστιμα προς τις αμερικανικές αρχές και τελικά συμφώνησαν να άρουν (μερικώς, αλλά ουσιαστικώς) το τραπεζικό απόρρητο.
Η Ουάσιγκτον τις είχε απειλήσει ευθέως ότι θα τους αφαιρούσε την άδεια να πραγματοποιούν τραπεζικές εργασίες στις ΗΠΑ, για να τις αναγκάσει να παραδώσουν στοιχεία Αμερικανών καταθετών. Η ελβετική κυβέρνηση είχε αναγκαστεί να τροποποιήσει τη νομοθεσία της χώρας, η οποία απαγόρευε στις τράπεζες της Ελβετίας να παραβιάζουν το τραπεζικό απόρρητο.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Νέο πλήγμα δέχθηκε χθες το τραπεζικό απόρρητο της Ελβετίας από το ανώτατο δικαστήριο της χώρας, το οποίο έκρινε ότι πρέπει να δοθούν στις ολλανδικές αρχές τα στοιχεία Ολλανδού που έχει λογαριασμό στην ελβετική τράπεζα UBS. Η απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου αναμένεται να αποτελέσει δεδικασμένο και να ανοίξει τον δρόμο για την παροχή στοιχείων και σε φορολογικές αρχές άλλων χωρών.
Πέρυσι η ολλανδική εφορία είχε ζητήσει στοιχεία για τις καταθέσεις Ολλανδών φορολογουμένων στις τράπεζες UBS και Credit Suisse, επικαλούμενη την υπογραφή νέας διμερούς συμφωνίας για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Ωστόσο τον περασμένο Μάρτιο το ελβετικό ομοσπονδιακό διοικητικό δικαστήριο είχε ταχθεί με το μέρος του Ολλανδού πελάτη της UBS, κρίνοντας ότι το αίτημα για παροχή στοιχείων δεν καλύπτεται από τη διμερή συμφωνία διότι δεν περιελάμβανε ονόματα καταθετών. Οι ολλανδικές φορολογικές αρχές κατέθεσαν έφεση και τη Δευτέρα το ελβετικό ομοσπονδιακό ανώτατο δικαστήριο έκρινε ότι οι ολλανδικές αρχές δεν ζητούσαν τα ονόματα καταθετών, απλώς την παροχή επαρκών στοιχείων ώστε να ταυτοποιήσουν τους κατόχους τραπεζικών λογαριασμών. Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης του ανωτάτου δικαστηρίου, στόχος της συμφωνίας αποφυγής διπλής φορολόγησης είναι να διασφαλιστεί η γενική ανταλλαγή στοιχείων μεταξύ της Ολλανδίας και της Ελβετίας, χωρίς να διευκολύνει τις λεγόμενες «επιχειρήσεις ψαρέματος» (όταν δηλαδή οι φορολογικές αρχές δεν διαθέτουν επαρκή στοιχεία και προσπαθούν να τα «ψαρέψουν» από την Ελβετία, ώστε εν συνεχεία να στραφούν εναντίον φορολογουμένων). Πλέον, θεωρείται ότι η συγκεκριμένη απόφαση του ελβετικού ανωτάτου δικαστηρίου θα χρησιμοποιηθεί ως οδηγός σε μελλοντικές υποθέσεις όπου ξένες φορολογικές αρχές θα ζητούν συγκεκριμένες πληροφορίες από τις ελβετικές τράπεζες. Η ελβετική ομοσπονδιακή εφορία ικανοποιήθηκε πλήρως από τη δικαστική απόφαση, ενώ αρνήθηκε να τη σχολιάσει η τράπεζα UBS.
Το ελβετικό τραπεζικό απόρρητο μπήκε στο στόχαστρο αρχικά των αμερικανικών φορολογικών αρχών μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, καθώς η Ουάσιγκτον αποφάσισε να θέσει τέλος στο καθεστώς που επί δεκαετίες επέτρεπε στους πλουσίους όλου του κόσμου να κρύβουν την περιουσία τους στα χρηματοφυλάκια των ελβετικών τραπεζών και να φοροδιαφεύγουν. Από το 2008 και μετά οι ελβετικές τράπεζες έχουν πληρώσει δισ. δολάρια σε πρόστιμα προς τις αμερικανικές αρχές και τελικά συμφώνησαν να άρουν (μερικώς, αλλά ουσιαστικώς) το τραπεζικό απόρρητο.
Η Ουάσιγκτον τις είχε απειλήσει ευθέως ότι θα τους αφαιρούσε την άδεια να πραγματοποιούν τραπεζικές εργασίες στις ΗΠΑ, για να τις αναγκάσει να παραδώσουν στοιχεία Αμερικανών καταθετών. Η ελβετική κυβέρνηση είχε αναγκαστεί να τροποποιήσει τη νομοθεσία της χώρας, η οποία απαγόρευε στις τράπεζες της Ελβετίας να παραβιάζουν το τραπεζικό απόρρητο.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ