Οι πιο μεγαλειώδεις αλλά και οι πιο αποτρόπαιες εγκληματικές πράξεις των ανθρώπων επηρεάζονται από τις κοινωνικές, ιστορικές και πολιτισμικές συνθήκες
μέσα στις οποίες εκφράζεται η ανθρώπινη φύση μας.
Η συμπεριφορά μας επηρεάζεται δραματικά από τις πρώιμες εμπειρίες μας στο ιδιαίτερο οικογενειακό και κοινωνικό μας περιβάλλον: αν τα βιώματά μας είναι καταστροφικά τότε και η συμπεριφορά μας -απέναντι στον εαυτό μας και τους άλλους- θα είναι κατά κανόνα καταστροφική.
Πόση όμως συνείδηση των πραγματικών κινήτρων της λεγόμενης «απάνθρωπης» συμπεριφοράς τους μπορούν να αντέξουν οι άνθρωποι;
Σε αυτό το αποφασιστικό ερώτημα επιχείρησε, το 1963, να απαντήσει ένα πρωτοποριακό τότε ψυχολογικό πείραμα το οποίο θα παρουσιάσουμε σήμερα, όχι μόνο επειδή πιστεύουμε ότι είναι επίκαιρο όσο ποτέ, αλλά και επειδή επιβεβαιώνεται και από τις τελευταίες έρευνες των επιστημών του εγκεφάλου και του νου.
Την προηγούμενη εβδομάδα, παρουσιάσαμε, σε αδρές γραμμές, τα επιχειρήματα υπέρ μιας νέας νευρο-παιδαγωγικής.
Σήμερα θα εστιάσαμε το ενδιαφέρον μας στο συμπληρωματικό θέμα: στις κοινωνικά και ατομικά καταστροφικές συνέπειες της ετερόνομης διαμόρφωσης της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Μια επιστημονική αξιολόγηση ενός αμφιλεγόμενου πειράματος
Tον Απρίλιο του 1961 η ανθρωπότητα παρακολουθεί εμβρόντητη τη δίκη στο Ισραήλ του Αντολφ Αϊχμαν (Adolf Eichmann), ανώτατου αξιωματικού των ναζί και επικεφαλής του τομέα των SS για το εβραϊκό ζήτημα και συνεπώς βασικού υπεύθυνου για την εκτόπιση σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και την εξόντωση εκατομμυρίων Εβραίων.
Η βασική υπερασπιστική στρατηγική που υιοθέτησε ο Αϊχμαν κατά τη διάρκεια της δίκης συνοψίζεται στη φράση «Εγώ απλώς υπάκουα στις διαταγές», εννοώντας ότι ο ίδιος δεν αποφάσισε ούτε και ευθύνεται για την «Τελική Λύση» του εβραϊκού προβλήματος: απλώς εκτελούσε εντολές και ως στρατιωτικός δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.
Τα επιχειρήματά αυτά δεν έπεισαν βέβαια τους δικαστές του και έτσι τον καταδίκασαν σε θάνατο διά απαγχονισμού, εντολή που εκτελέστηκε τον Μάιο του 1962.
Αυτή η προειλημμένη -ιστορικά και πολιτικά- καταδικαστική απόφαση μας αποκαλύπτει, ωστόσο, την αδιαφανή ψυχολογική-ανθρωπολογική διάσταση του προβλήματος της «τυφλής υπακοής» και της συμμόρφωσης στις πιο προκλητικές για τον κοινό νου εντολές κάθε πανίσχυρης -αλλά επ’ ουδενί «άλογης», «τερατώδους» ή «απάνθρωπης»- εξουσίας. Μια διάσταση των εξουσιαστικών σχέσεων που, μέχρι τότε, δεν είχε διερευνηθεί επαρκώς από την επιστήμη.
Αυτό το αξιοπερίεργο γνωσιακό κενό αποκαλύφθηκε, πρώτη φορά, χάρη στις μελέτες ενός νεαρού Αμερικανού κοινωνικού ψυχολόγου. Και μολονότι οι έρευνές του προκάλεσαν θύελλα αντιδράσεων και αμφισβητήσεων από την επιστημονική κοινότητα, άνοιξαν τον δρόμο για την επιστημονική μελέτη της ανεξερεύνητης, έως τότε, ηπείρου της άκριτης και άρα παθητικής υπακοής σε κάθε αναγνωρισμένη εξουσία.
Ενα πολύ ενοχλητικό ανθρωπολογικό πείραμα
Ο Στάνλεϊ Μίλγκραμ και η γεννήτρια ηλεκτροσόκ |
Η σκέψη του νεαρού Στάνλεϊ Μίλγκραμ (Stanley Milgram, 1933-1984) ωρίμασε σε αυτό το κλίμα των αποτροπιαστικών αποκαλύψεων και της υποκριτικής καταδίκης της ναζιστικής βαρβαρότητας.
Ετσι, ο εβραϊκής καταγωγής κοινωνικός ψυχολόγος που εργαζόταν στο περίφημο πανεπιστήμιο Γέιλ και κατόπιν στο Χάρβαρντ, αποφάσισε να ελέγξει πειραματικά την αξιοπιστία της υπερασπιστικής γραμμής που ακολούθησε ο Αϊχμαν στην περιβόητη δίκη.
Αποφάσισε δηλαδή να διερευνήσει το βασανιστικό ερώτημα: πώς είναι δυνατόν και υπό ποιες κοινωνικές ή ψυχολογικές συνθήκες ένας φαινομενικά υγιής και ισορροπημένος άνθρωπος μπορεί να μετατραπεί σε ψυχρό δήμιο χιλιάδων ανθρώπων.
Πρόκειται για ένα καθαρά υποκειμενικό πρόβλημα ή, μήπως, για ένα διαϊστορικό φαινόμενο που, δυνητικά, αφορά στη συμπεριφορά κάθε ανθρώπου; Για να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα σχεδίασε ένα πείραμα στο οποίο συμμετέχουν τρία πρόσωπα: ένας «μαθητής», ένας «δάσκαλος» και ένας «πειραματιστής». Καθέναν από αυτά τα πρόσωπα επιτελεί έναν διακριτό κοινωνικό ρόλο.
Ο ρόλος του «μαθητή» ήταν να απομνημονεύει μια λίστα από ζεύγη λέξεων συσχετισμένων μεταξύ τους, ενώ ο ρόλος του «δασκάλου» ήταν να κάνει ηλεκτροσόκ στον μαθητή όποτε αυτός δεν κατάφερνε να αντιστοιχίσει σωστά τη λέξη που του παρουσίαζαν με τη συμπληρωματική λέξη που υπήρχε στην αρχική λίστα.
Τέλος, ο ρόλος του «πειραματιστή» αντιπροσωπεύει την αυθεντία-εξουσία που επιβάλλει τους κανόνες του πειράματος και εποπτεύει για τη σωστή τήρησή τους.
Πριν ξεκινήσει το πείραμα ο «πειραματιστής» εξηγεί στον «δάσκαλο» και στον «μαθητή» ότι ο σκοπός αυτής της επιστημονικής έρευνας είναι να διαπιστωθεί η επίδραση της τιμωρίας στην ανθρώπινη μαθησιακή και μνημονική ικανότητα. Στην πραγματικότητα όμως, ο στόχος του πειράματος είναι εντελώς διαφορετικός.
Κάτι που το γνωρίζουν εξαρχής -αλλά το κρύβουν- ο «πειραματιστής» και ο «μαθητής» αλλά όχι ο «δάσκαλος», ο οποίος κάθε φορά είναι ένας διαφορετικός εθελοντής.
«Πειραματιστής» και «μαθητής» βρίσκονται στο ίδιο δωμάτιο, ενώ ο «δάσκαλος», ηλικίας από 20 έως 50 ετών, βρίσκεται απομονωμένος σε έναν χώρο δίπλα, όπου υπάρχει μια ρυθμιζόμενη γεννήτρια που παράγει ηλεκτροσόκ διαφορετικής ηλεκτρικής τάσης: από 15 Volts για το πρώτο λάθος, 30 V για το δεύτερο, 45 V για το τρίτο κ.ο.κ., μέχρι τα θανατηφόρα 450 V.
Από την αρχή του πειράματος ο δήθεν μαθητής βρίσκεται καθισμένος σε μια ηλεκτρική καρέκλα με τον καρπό του συνδεδεμένο με δύο ηλεκτρόδια. Οσο προχωρά το πείραμα ο «μαθητής» κάνει το θύμα και όταν η ηλεκτρική δόση έφτανε ή ξεπερνούσε τα 120 ηλεκτροβόλτ τότε προσποιούνταν ότι είχε μυϊκούς σπασμούς ούρλιαζε από τον πόνο.
Ενώ στα 250 V άφηνε μια σπαρακτική κραυγή επιθανάτιας αγωνίας και από τα 300 V και άνω έπαυε να απαντά σε κάθε παρουσίαση νέων λέξεων, προσποιούμενος νεκρική σιγή.
Οποτε ο «δάσκαλος» δίσταζε ή φοβόταν να επιβάλλει την προκαθορισμένη τιμωρία στον «μαθητή», τότε επενέβαινε ο «πειραματιστής» με μια σειρά από στάνταρτ εκβιαστικές παραινέσεις ή διαταγές προς τον «δάσκαλο»: από το ήπιο «παρακαλώ συνεχίστε», το μειλίχιο «το πείραμα απαιτεί να συνεχίσετε», μέχρι τη σαφή εντολή «δεν έχετε επιλογή, πρέπει οπωσδήποτε να συνεχίσετε».
Η τυφλή υπακοή μάς καθιστά ανεύθυνους
Πώς αντιδρούσαν οι ανυποψίαστοι εθελοντές-«δάσκαλοι» σε αυτή την άκρως πιεστική και ψυχοφθόρο διαδικασία; Το 65 % των εθελοντών-«δασκάλων» συνέχιζε να χορηγεί ηλεκτροσόκ μέχρι το ακραίο όριο των θανατηφόρων 450V όταν στο πείραμα το δήθεν θύμα-«μαθητής» δεν ήταν ορατό αλλά μόνο άκουγε τις αντιδράσεις του.
Ενώ, σε μια παραλλαγή του αρχικού πειράματος, όταν το «θύμα» ήταν ορατό, όταν δηλαδή ο «δάσκαλος» όχι μόνο άκουγε αλλά έβλεπε τις συνέπειες των ενεργειών του, τότε το 40% των δασκάλων υπάκουε και εκτελούσε μέχρι τέλους τις θανατηφόρες εντολές!
Τα επόμενα χρόνια, μάλιστα, το πείραμα του Milgram πραγματοποιήθηκε και σε πολλές άλλες χώρες, δίνοντας ανάλογα –αλλά όχι ταυτόσημα!-αποτελέσματα. Για παράδειγμα, στην Ισπανία και την Ολλανδία η απόλυτη υπακοή έφτασε το 90%, ενώ σε Ιταλία, Γερμανία, Αυστρία ήταν πάνω από το 80%.
Επομένως, θα πρέπει να θεωρείται όχι μόνο ιστορικά αλλά και πειραματικά επιβεβαιωμένο το γεγονός ότι ούτε η ανθρώπινη ενσυναίσθηση, ούτε περιβόητη ελευθερία βουλήσεως ή οι ηθικές μας αρχές είναι συνήθως ικανές να αποτρέψουν τη βαρβαρότητα και να οδηγήσουν στην αποστασιοποίηση των περισσότερων ανθρώπων από τις εντολές μιας κοινά αποδεκτής εξουσίας ή αυθεντίας, όπως π.χ. ο «πειραματιστής» που στο πείραμα αντιπροσωπεύει την Επιστήμη.
Ο Στάνλεϊ Μίλγκραμ δημοσίευσε μια πρώτη εκδοχή των πειραμάτων του το 1963 στο «Journal of Abnormal and Social Psychology», κατόπιν πρότεινε διάφορες παραλλαγές του αρχικού πειράματος σε μια προσπάθεια να κατανοήσει τους επιμέρους ψυχολογικούς και κοινωνικούς μηχανισμούς οι οποίοι επηρεάζουν τις αποφάσεις και τη συμπεριφορά των ατόμων απέναντι σε διαφορετικές μορφές εξουσίας.
Ομως αυτές οι πρώτες συγκλονιστικές έρευνες διακόπηκαν απότομα στις αρχές της δεκαετίας του 1970, λόγω των αβάσταχτων πιέσεων που δέχτηκε αυτός ο πρωτοπόρος ερευνητής, τόσο από τους συναδέλφους του, όσο και από τα ερευνητικά ιδρύματα όπου εργάζονταν.
Το βασικό επιχείρημα ήταν ότι τέτοιες μελέτες είναι ανήθικες και επιστημονικά αντιδεοντολογικές: η απόκρυψη των σκοπών του πειράματος παραβιάζει την ορθή μεθοδολογία και, επιπλέον, πλήττει ανεπανόρθωτα το ηθικό των εθελοντών, τους οποίους έκαναν να πιστέψουν ότι όντως χορηγούσαν θανατηφόρα ηλεκτροσόκ, χωρίς να τους ενημερώσουν εγκαίρως ότι μπορούσαν -όποτε κι αν το αποφάσιζαν- να σταματήσουν το πείραμα.
Το πρόβλημα της σκόπιμης και συνειδητής εξαπάτησης των εθελοντών σε ένα ψυχολογικό πείραμα είναι όντως σοβαρό και στην πραγματικότητα δυσεπίλυτο.
Πολύ συχνά, στην επιστημονική έρευνα χρειάζεται να δημιουργούνται εμφανώς περιορισμένες, ειδικές πειραματικές συνθήκες σε σχέση με την πραγματικότητα για να μπορέσουν τελικά οι ερευνητές να συλλάβουν κάποιες μη ορατές… αλήθειες!
Οπως γράφει ο ίδιος ο Στάνλεϊ Μίλγκραμ, απατώντας στις υποκριτικές ή ηθικοπλαστικές αντιρρήσεις ορισμένων συναδέλφων του:
«Οι νομικές και φιλοσοφικές πτυχές της ανθρώπινης υπακοής είναι όντως τεράστιας σημασίας, όμως στην πραγματικότητα μας διδάσκουν ελάχιστα πράγματα σχετικά με το πώς συμπεριφέρεται η πλειονότητα των προσώπων σε συγκεκριμένες συνθήκες.
»Στη συγκεκριμένη έρευνα, μία ισχυρή αυθεντία ήλθε σε αντίθεση με κάποιες κυρίαρχες και καλά εδραιωμένες ηθικές επιταγές, όπως αυτή που απαγορεύει να βλάπτουμε τους άλλους. Και οι εθελοντές που συμμετείχαν στο πείραμα είχαν στα αυτιά τους τα ουρλιαχτά των θυμάτων.
Παρόλα αυτά, ήταν πολύ περισσότερες οι φορές που η αυθεντία επικράτησε σε σχέση με αυτές που αγνοήθηκε.
Η εξαιρετική προθυμία που επέδειξαν οι περισσότεροι ενήλικοι εθελοντές στο να υπερβούν κάθε κοινά αποδεκτό όριο αποτελεί την πιο σημαντική ανακάλυψη αυτής της μελέτης, ένα επιστημονικό δεδομένο που απαιτεί επιτακτικά κάποια εύλογη εξήγηση».
Η κοινοτοπία του κακού; Είναι νευρο-ψυχολογική
Ο Μίλγκραμ και άλλοι ψυχολόγοι έπειτα από αυτόν κατέληξαν σε δύο εξηγήσεις. Η πρώτη είναι η «θεωρία της συμμόρφωσης» υποστηρίζει ότι κάθε ριζική και βαθιά αλλαγή στη συμπεριφορά ενός ατόμου οφείλεται σε επίμονες ομαδικές πιέσεις.
Οσο πιο πιεστική, κρίσιμη και αγχογόνος είναι η κατάσταση που αντιμετωπίζει ένα άτομο τόσο πιο εύκολα ενδίδει και αποδέχεται τις αξίες και τις συλλογικές συμπεριφορές της κοινωνικής ομάδας στην οποία εντάσσεται αυτό το άτομο.
Το ίδιο συμβαίνει όταν το άτομο βρεθεί και μεγαλώνει σε ένα ετερόνομο κοινωνικό-πολιτισμικό περιβάλλον, σε αυτές τις συνθήκες μαθαίνει από νωρίς να αυτο-καταστέλλει κάθε δυνατότητα αυτόνομης συμπεριφοράς και σκέψης.
Πρόκειται για την πρώιμη θεωρητική εικασία του Μίλγκραμ περί «Ετερόνομου καθεστώτος». Και οι δύο θεωρίες αναπτύχθηκαν αρκετά τις επόμενες δεκαετίες και σήμερα φαίνεται πως επιβεβαιώνονται από διάφορες έρευνες των νευροεπιστημών.
Για παράδειγμα, πριν από μερικούς μήνες ανακοινώθηκε ότι η πράξη υπακοής μειώνει δραματικά τις δραστηριότητες στις εγκεφαλικές περιοχές που είναι υπεύθυνες για την αξιολόγηση των συνεπειών των πράξεών μας.
Η έρευνα έγινε από δύο ομάδες νευροεπιστημόνων και νευροψυχολόγων, από το University College στο Λονδίνο και το Université libre de Bruxelles, και δημοσιεύτηκε στο έγκυρο επιστημονικό περιοδικό «Current Biology» και προτείνει έναν σαφή εγκεφαλικό μηχανισμό για τη θεωρία του Μίλγκραμ περί συμμόρφωσης στις επιταγές μιας εξουσίας.
Τόσο οι παλαιότερες ψυχολογικές θεωρίες όσο και οι πιο πρόσφατες νευροεπιστημονικές ανακαλύψεις φαίνεται πως επιβεβαιώνουν τη θέση περί «κοινοτοπίας του κακού» που είχε διατυπώσει η μεγάλη Εβραία φιλόσοφος Χάνα Αρεντ, με αφορμή τη δίκη του Αντολφ Αϊχμαν.
Ούτε λίγο ούτε πολύ, η Αρεντ υποστηρίζει ότι σε κάθε μηχανή εξουσίας -και ο ναζισμός όπως και ο σταλινισμός δεν αποτελούν εξαίρεση- ακόμα και οι πιο τερατώδεις πράξεις που συντελούνται οφείλονται σε -και προκαλούνται από- όχι κάποια διεστραμμένα απάνθρωπα «τέρατα», αλλά από πολύ συνηθισμένους και φυσιολογικούς ανθρώπους οι οποίοι, λόγω της διεστραμμένης παιδείας που έχουν αφομοιώσει, είναι πρόθυμοι να διαπράξουν τα πιο σκοτεινά και αποτρόπαια εγκλήματα κρυμμένοι πίσω από τις εντολές του καθήκοντος.
efsyn.gr