Μια ασυνήθιστη υπόθεση για τα αυστηρά ελβετικά τραπεζικά δεδομένα, ύψους εκατομμυρίων ευρώ, με επίκεντρο την ελβετική τράπεζα Julius Bär και Ελληνες
«πελάτες» της απασχόλησε κατά τους δέκα μήνες της ακροαματικής διαδικασίας το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών.
Πρόκειται για καταγγελίες περί εξαπάτησης και καταδολίευσης που για πρώτη φορά στα ελληνικά δικαστικά χρονικά οδήγησαν σε μια απόφαση κατά διευθυντικού στελέχους ελβετικού χρηματοπιστωτικού οργανισμού, με τους κατηγορούμενους Θωμά Καρύδα, τη σύζυγό του και τον Ελβετό διευθυντή της τράπεζας Julius Bär και υπεύθυνο για τους Ελληνες πελάτες, Μανουέλ Κουρτ Εμίλ Σοβίγια, να καταδικάζονται.
Μια υπόθεση με βάθος
Τα ελληνικά ΜΜΕ εδώ και μήνες είχαν ασχοληθεί με αυτή την περίεργη υπόθεση και τις καταγγελίες. Οπως κατήγγειλαν οι ενάγοντες, η εξαπάτησή τους βασίστηκε σε ένα σχέδιο αφετηρία του οποίου ήταν οι συναντήσεις στην Αθήνα των Καρύδα και Σοβίγια με τους υποψήφιους καταθέτες. Οπως τονίζει στο «business stories» ο νομικός σύμβουλος των εναγόντων Ηλίας Μπίσιας, «οι κατηγορούμενοι κατάφεραν να εξαπατούν με ιδιαίτερα τεχνάσματα και απίστευτη μαεστρία ανυποψίαστους Ελληνες καταθέτες ως εξής: ο Καρύδας, οικονομολόγος και γνωστός αρθρογράφος σε ελληνικά οικονομικά έντυπα, εμφανιζόταν στην Αθήνα από το 2005 ως δήθεν επίσημος αντιπρόσωπος της Julius Bär στην Ελλάδα.
Με τη βοήθεια του διευθυντή της τράπεζας, αρμόδιου τότε για τους Ελληνες πελάτες, έπειθαν στις συναντήσεις τους στην Αθήνα τους ενδιαφερόμενους καταθέτες να ανοίξουν λογαριασμούς στο υποκατάστημα της Julius Bär στη Ζυρίχη, χρησιμοποιώντας και διαφημίζοντας την ψευδή ιδιότητα του Καρύδα ως δήθεν επίσημου αντιπροσώπου της στην Ελλάδα και με πρόσχημα την καλή φήμη και τις υψηλές αποδόσεις της τράπεζας».
Με τη βοήθεια του διευθυντή της τράπεζας, αρμόδιου τότε για τους Ελληνες πελάτες, έπειθαν στις συναντήσεις τους στην Αθήνα τους ενδιαφερόμενους καταθέτες να ανοίξουν λογαριασμούς στο υποκατάστημα της Julius Bär στη Ζυρίχη, χρησιμοποιώντας και διαφημίζοντας την ψευδή ιδιότητα του Καρύδα ως δήθεν επίσημου αντιπροσώπου της στην Ελλάδα και με πρόσχημα την καλή φήμη και τις υψηλές αποδόσεις της τράπεζας».
Οπως υποστηρίχθηκε στην Ελληνική Δικαιοσύνη, ο Θ. Καρύδας είχε μεν υπογράψει το 2005 μια σύμβαση με την Julius Bär, η οποία του είχε παραχωρήσει το δικαίωμα να «μεσιτεύει» νέους πελάτες στην τράπεζα έναντι αμοιβής, χωρίς όμως να έχει χριστεί αντιπρόσωπός της. «Το γεγονός αυτό γνώριζε πολύ καλά ο κ. Μανουέλ Σοβίγια, αφού άλλωστε ήταν το πρόσωπο που είχε υπογράψει από πλευράς της Julius Bär την εν λόγω σύμβαση με τον Καρύδα», αναφέρει ο εκπρόσωπος των εναγόντων.
Στη συνέχεια, οι υποψήφιοι πελάτες υπέγραφαν τα έγγραφα ανοίγματος λογαριασμού στην Αθήνα ενώπιον των Καρύδα και Σοβίγια και έπαιρναν μετά από λίγες μέρες έγγραφη επιβεβαίωση ότι οι λογαριασμοί τους είχαν ανοίξει στη Ζυρίχη και ότι υπεύθυνος αυτών θα ήταν o Σοβίγια.
Ετσι, έχοντας πλέον πειστεί για την ύπαρξη των λογαριασμών στην Julius Bär και με πλήρη εμπιστοσύνη στην ελβετική τράπεζα, στον διευθυντή της και τον δήθεν αντιπρόσωπο Καρύδα κατέθεταν για μεγάλο χρονικό διάστημα χρηματικά ποσά σε λογαριασμούς του τελευταίου προκειμένου αυτά να μεταφερθούν στους λογαριασμούς τους στην Julius Bär. «Τα χρήματα αυτά, τα oποία σημειωτέον ανέρχονται στο σύνολό τους σε εκατομμύρια ευρώ, ουδέποτε κατέληξαν στον προορισμό τους, αλλά υπεξαιρέθηκαν αρχικώς από τον Καρύδα και τελικά τα ίχνη τους χάθηκαν και αγνοούνται μέχρι σήμερα», τονίζεται από τον κ. Μπίσια.
Οπως αποδείχτηκε από την ακροαματική διαδικασία και κατόπιν όσων αποφάνθηκε η Δικαιοσύνη, οι λογαριασμοί των εξαπατηθέντων ουδέποτε ανοίχτηκαν στην τράπεζα, ενώ κάποιοι άλλοι ανοίχτηκαν μεν, αλλά παρέμειναν μέχρι και την αποκάλυψη του σκανδάλου μηδενικοί. Μια τρίτη κατηγορία απετέλεσαν οι λογαριασμοί που ανοίχτηκαν και πιστώθηκαν μεν με χρήματα, μέρος των οποίων όμως στη συνέχεια έκανε φτερά προς άλλους λογαριασμούς τρίτων προσώπων εν αγνοία και ερήμην των δικαιούχων τους. «Για 3,5 περίπου χρόνια οι καταθέτες ζούσαν σε μια απίστευτη πλάνη, νομίζοντας ότι διατηρούν λογαριασμούς με τις αποταμιεύσεις τους στην ελβετική τράπεζα, ενώ στην πραγματικότητα τα χρήματά τους είχαν ήδη εξαφανιστεί.
Σε αυτό συνέβαλε καθοριστικά η αποστολή στους πελάτες ανά τακτά διαστήματα επί σειρά ετών τραπεζικών παραστατικών με το λογότυπο της Julius Bär, τα οποία επιβεβαίωναν με λεπτομέρειες το ύψος των καταθέσεων καθώς και των δήθεν υψηλών αποδόσεών τους. Οπως αποκαλύφθηκε εκ των υστέρων, τα παραστατικά αυτά ήταν στο σύνολό τους πλαστά και κατασκευασμένα, ενώ προϊόν φαντασίας ήταν φυσικά και οι δήθεν υψηλές αποδόσεις που αποτυπώνονταν στα χαρτοφυλάκιά τους», υπογραμμίζεται. Καταγγελίες μάλιστα αναφέρονται μέχρι και σε κοινά ραντεβού με καταθέτες που οι Καρύδας και Σοβίγια πραγματοποιούσαν στα γραφεία της τράπεζας στη Ζυρίχη για να δώσουν μια εικόνα «κανονικότητας».
Τον Δεκέμβριο του 2009, και με αφορμή το ότι κάποιοι πελάτες της Julius Bär ζητούσαν επιμόνως χρήματα από τους λογαριασμούς τους, τα οποία βέβαια ποτέ δεν έλαβαν, αποκαλύφθηκε η ιστορία και οδηγήθηκε στη Δικαιοσύνη. Πρόκειται για μια πρωτοφανή υπόθεση στα χρονικά του πανίσχυρου ελβετικού τραπεζικού συστήματος, η οποία απασχόλησε τα ελληνικά ΜΜΕ, όχι όμως και τα ελβετικά, τα οποία τήρησαν στάση σιωπής, προφανώς για λόγους στήριξης του «αλάθητου» του εγχώριου χρηματοπιστωτικού τους συστήματος.
Σύμφωνα πάντως με τα στοιχεία της δικογραφίας, η τράπεζα ενημερώθηκε επίσημα για την απάτη και την πλαστογραφία των παραστατικών της από τα ίδια τα θύματα τον Δεκέμβριο του 2009. Και ενώ θα ανέμενε κανείς από την τράπεζα βάσει της σοβαρότητας της υπόθεσης να διεξαγάγει ενδελεχή έρευνα στην Ελλάδα για τα καταγγελλόμενα, να επικοινωνήσει με τους ζημιωθέντες πελάτες της και να κινηθεί νομικά εναντίον των Καρύδα και Σοβίγια, εκείνη επέλεξε εξαρχής μια πρωτόγνωρη τακτική, αρκούμενη απλώς στο να διακόψει τη σύμβαση που είχε με τον Θωμά Καρύδα τον Μάρτιο του 2010. Ο δε Μανουέλ Σοβίγια παραμένει στη θέση του, ενώ φέρεται να έχει ευχαριστήσει τον καταδικασθέντα Θ. Καρύδα για τις υπηρεσίες του.
.newmoney.