Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Λουξεμβούργο, 7 Σεπτεμβρίου 2016
Απόφαση στην υπόθεση C-310/15 Vincent Deroo-Blanquart κατά SonyEurope Limited
παραπλανητική εμπορική πρακτική
Το 2008, ο Vincent Deroo-Blanquart αγόρασε στη Γαλλία έναν φορητό υπολογιστή μάρκας Sonyεξοπλισμένο με προεγκατεστημένα λογισμικά (ήτοι το λειτουργικό σύστημα Microsoft Windows Vista και διάφορα λογισμικά εφαρμογής). Κατά την πρώτη χρήση του υπολογιστή αυτού, ο V. Deroo Blanquartαρνήθηκε να αποδεχθεί τη «σύμβαση άδειας χρήσης τελικού χρήστη» (ΣΑΧΤΧ) του λειτουργικού συστήματος και ζήτησε από τη Sony να του αποδώσει το μέρος της τιμής αγοράς που αντιστοιχεί στο κόστος των προεγκατεστημένων λογισμικών. Η Sony αρνήθηκε να προβεί στην επιστροφή αυτή, αλλά πρότεινε στον V. Deroo-Blanquart να ακυρώσει την αγορά και να του επιστρέψει το σύνολο της τιμής αγοράς, ήτοι 549 ευρώ, με αντίστοιχη επιστροφή του αγορασθέντος υλικού.
Αφού απέρριψε την πρόταση αυτή, ο V. Deroo-Blanquart ενήγαγε τη Sony για την καταβολή ποσού 450 ευρώ ως κατ’ αποκοπήν αποζημίωση για τα προεγκατεστημένα λογισμικά και ποσού 2 500 ευρώ προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη λόγω αθέμιτων εμπορικών πρακτικών. Πράγματι, οδηγία της Ένωσης [I] απαγορεύει τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές οι οποίες στρεβλώνουν την οικονομική συμπεριφορά των καταναλωτών και είναι αντίθετες προς τις απαιτήσεις της επαγγελματικής ευσυνειδησίας, όπως, μεταξύ άλλων, τις παραπλανητικές εμπορικές πρακτικές και τις επιθετικές εμπορικές πρακτικές.
Επιληφθέν της διαφοράς, το γαλλικό ακυρωτικό δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινιστεί, αφενός, αν εμπορική πρακτική αφορώσα την πώληση υπολογιστή εξοπλισμένου με προεγκατεστημένα λογισμικά χωρίς να παρέχεται στον καταναλωτή η δυνατότητα να αποκτήσει το ίδιο μοντέλο του υπολογιστή χωρίς προεγκατεστημένα λογισμικά συνιστά αθέμιτη εμπορική πρακτική και, αφετέρου, αν, στο πλαίσιο συνοδευόμενης με παρεπόμενες παροχές προσφοράς η οποία συνίσταται στην πώληση υπολογιστή εξοπλισμένου με προεγκατεστημένα λογισμικά, η μη αναγραφή της τιμής καθενός από τα λογισμικά αυτά συνιστά παραπλανητική εμπορική πρακτική.
Με τη σημερινή απόφασή του, το Δικαστήριο κρίνει, απαντώντας στο πρώτο ερώτημα, ότι η πώληση υπολογιστή εξοπλισμένου με προεγκατεστημένα λογισμικά δεν συνιστά, αφεαυτής, αθέμιτη εμπορική πρακτική κατά την έννοια της οδηγίας 2005/29, εφόσον η προσφορά αυτή δεν είναι αντίθετη προς τις απαιτήσεις της επαγγελματικής ευσυνειδησίας και δεν στρεβλώνει την οικονομική συμπεριφορά των καταναλωτών. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει το ζήτημα αυτό λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως.
Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο επισημαίνει κατ’ αρχάς ότι η πώληση τέτοιων εξοπλισμένων υπολογιστών μπορεί να πληροί τις απαιτήσεις της επαγγελματικής ευσυνειδησίας, λαμβανομένων
υπόψη ότι (1) η πώληση από τη Sony υπολογιστών εξοπλισμένων με προεγκατεστημένα λογισμικά ανταποκρίνεται στις προσδοκίες σημαντικού μέρους των καταναλωτών οι οποίοι προτιμούν να αποκτήσουν υπολογιστή με τον εν λόγω εξοπλισμό για άμεση χρήση του και όχι υπολογιστή χωριστά από τα λογισμικά, (2) πριν προβεί στην αγορά του υπολογιστή, ο V. Deroo Blanquart είχε ενημερωθεί δεόντως μέσω του μεταπωλητή της Sony για την ύπαρξη των προεγκατεστημένων λογισμικών και για τα ακριβή χαρακτηριστικά καθενός από τα λογισμικά αυτά και (3), μετά την αγορά, κατά την πρώτη χρήση του υπολογιστή, η Sony παρείχε στον V. Deroo Blanquart τη δυνατότητα είτε να αποδεχθεί τη ΣΑΧΤΧ, είτε να προβεί σε υπαναχώρηση από την πώληση. Εναπόκειται επίσης στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει το ζήτημα αυτό.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο, αφού υπενθυμίζει ότι η πληροφόρηση, πριν από τη σύναψη της συμβάσεως, σχετικά με τους συμβατικούς όρους και τις συνέπειες της εν λόγω συνάψεως είναι ουσιώδους σημασίας για τους καταναλωτές, τονίζει ότι το αιτούν δικαστήριο πρέπει να εξακριβώσει αν, στην περίπτωση κατά την οποία ο καταναλωτής έχει ενημερωθεί δεόντως, πριν προβεί στην αγορά, ότι ο τύπος υπολογιστή δεν διατίθεται προς πώληση χωρίς προεγκατεστημένα λογισμικά και, ως εκ τούτου, είναι κατ’ αρχήν ελεύθερος να επιλέξει άλλον τύπο υπολογιστή, άλλης μάρκας, με συγκρίσιμα τεχνικά χαρακτηριστικά, ο οποίος πωλείται χωρίς λογισμικά, η ικανότητα του καταναλωτή να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση συναλλαγής μειώνεται σημαντικά.
Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι εμπορική πρακτική θεωρείται παραπλανητική όταν παραλείπει ουσιώδεις πληροφορίες που χρειάζεται ο μέσος καταναλωτής για να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση συναλλαγής και, ως εκ τούτου, τον οδηγεί ή ενδέχεται να τον οδηγήσει να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία διαφορετικά δεν θα ελάμβανε. Στο πλαίσιο συνοδευόμενης με παρεπόμενες παροχές προσφοράς η οποία συνίσταται στην πώληση υπολογιστή εξοπλισμένου με προεγκατεστημένα λογισμικά, το Δικαστήριο κρίνει ότι η μη αναγραφή της τιμής καθενός από τα λογισμικά αυτά δεν μπορεί να εμποδίσει τον καταναλωτή να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση συναλλαγής ούτε ενδέχεται να τον ωθήσει να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία, διαφορετικά, δεν θα ελάμβανε. Επομένως, εφόσον η τιμή καθενός από τα λογισμικά αυτά δεν συνιστά ουσιώδη πληροφορία, η μη αναγραφή της τιμής των λογισμικών δεν θεωρείται παραπλανητική εμπορική πρακτική.
ΥΠΕΝΘΥΜΙΣΗ: Το Δικαστήριο μπορεί να επιληφθεί αιτήσεως αναιρέσεως, η οποία περιορίζεται σε νομικά ζητήματα, κατά αποφάσεως ή διατάξεως του Γενικού Δικαστηρίου. Καταρχήν, η άσκηση αναιρέσεως δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Εάν είναι παραδεκτή και βάσιμη, το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου. Στην περίπτωση που η υπόθεση είναι ώριμη προς εκδίκαση, το Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς. Σε αντίθετη περίπτωση, αναπέμπει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο, το οποίο δεσμεύεται από την απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως.
Ανεπίσημο έγγραφο προοριζόμενο για τα μέσα μαζικής ενημερώσεως, το οποίο δεν δεσμεύει το Δικαστήριο.
Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην
ιστοσελίδα CURIA από την ημερομηνία
δημοσιεύσεώς της
Επικοινωνία: Estella Cigna-Αγγελίδη @ (+352) 4303 2582
[I] Οδηγία 2005/29/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαίου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ 2005, L 149, σ. 22).
dikastis.gr