Ειδικότερα, με το ποσό αυτό μπορεί κανείς να αποκτήσει ένα νεόδμητο διαμέρισμα τριών υπνοδωματίων, της τάξεως δηλαδή των 120 τ.μ., καλύπτοντας
πλήρως τις ανάγκες μιας μέσης οικογένειας. Σύμφωνα με εκτιμήσεις μεσιτών, η μέση τιμή πώλησης νεόδμητων διαμερισμάτων στην Αττική διαμορφώνεται σήμερα σε περίπου 1.650 ευρώ/τ.μ., έναντι περίπου 2.500 ευρώ/τ.μ. κατά τα χρόνια που προηγήθηκαν της οικονομικής κρίσης. Τότε με 200.000 ευρώ οι ενδιαφερόμενοι αγοραστές δύσκολα μπορούσαν να βρουν ακίνητα (τουλάχιστον νεόδμητα) μεγαλύτερα από 80 τ.μ.
Ασφαλώς τέτοιου μεγέθους ακίνητα είναι πλέον περιζήτητα και επαρκούν για την πλειονότητα των ενδιαφερομένων αγοραστών, καθώς το αγοραστικό κοινό έχει περιορίσει πλέον τις απαιτήσεις του, λόγω της οικονομικής κρίσης και της αδυναμίας πρόσβασης σε τραπεζική χρηματοδότηση. Επιπλέον, σύμφωνα με μεσίτες, ρόλο διαδραματίζει και η επιβολή νέων φόρων και κυρίως του ΕΝΦΙΑ, που υπολογίζεται επί της επιφάνειας του ακινήτου, κάτι που σημαίνει ότι όσο μεγαλύτερο είναι ένα ακίνητο (πάντα σε συνάρτηση και με την τιμή ζώνης) τόσο υψηλότερος είναι και ο φόρος. Στο παρελθόν δεν υπήρχαν τέτοιοι προβληματισμοί, με τους ενδιαφερομένους να επιλέγουν τη μελλοντική τους κατοικίας με γνώμονα την περιοχή, τα χαρακτηριστικά του ακινήτου (όροφος, ποιότητα κατασκευής, παροχές) και ασφαλώς το κόστος του.
Σε κάθε περίπτωση, μετά την πτώση των τιμών που έχει αρχίσει από τα τέλη του 2008 και συνεχίζεται έως σήμερα, η ελληνική αγορά κατοικίας είναι σαφώς πιο προσιτή, ιδίως για τους ξένους αγοραστές, όπως προκύπτει και από τη σύγκριση με άλλες χώρες της Ευρώπης, με βάση τα στοιχεία της εταιρείας ερευνών Statista. Ετσι, αν διαθέτει κανείς 200.000 ευρώ για την αγορά κατοικίας, πλην της Ελλάδας, μεγαλύτερο ακίνητο μπορεί να αποκτήσει σε Ρωσία (276 τ.μ.), που είναι και η φθηνότερη αγορά στην Ευρώπη, και μάλιστα με διαφορά, στην Ουγγαρία, όπου με το ποσό αυτό εξασφαλίζονται σχεδόν 200 τ.μ., αλλά και στην Πορτογαλία (194 τ.μ.), αν και στην περίπτωση της χώρας της Ιβηρικής Χερσονήσου η έρευνα της Statista καλύπτει μόνον παλαιότερες κατασκευές και όχι νεόδμητα ακίνητα, με αποτέλεσμα η επιφάνεια να είναι αυξημένη. Στον αντίποδα, η ακριβότερη αγορά είναι η βρετανική, όπου με το ποσό αυτό αποκτάται γκαρσονιέρα 39 τ.μ. Μάλιστα στην περίπτωση του Λονδίνου το μέγεθος αυτό περιορίζεται σε μόλις 23 τ.μ., στο δε κέντρο της πρωτεύουσας είναι ακόμα μικρότερο, μιας και δεν ξεπερνά τα 11 τ.μ.!
Ευθυγραμμισμένη σε κόστος με την Ελλάδα εμφανίζεται και η αγορά κατοικίας της Ισπανίας, όπου με 200.000 ευρώ αποκτάται ανάλογης επιφάνειας ακίνητο (119 τ.μ.). Ωστόσο θα πρέπει να σημειωθεί ότι πλέον στην Ισπανία οι τιμές ακολουθούν ανοδική τάση σε ολοένα και περισσότερες περιοχές της χώρας, σε αντίθεση με τα καθ’ ημάς, όπου οι αξίες συνεχίζουν να μειώνονται, έστω και με χαμηλότερο ρυθμό σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), κατά το δεύτερο τρίμηνο του έτους, η πτώση περιορίστηκε σε 2,7%, έναντι μείωσης 4,7% κατά το φετινό πρώτο τρίμηνο και 5% συνολικά για το 2015. Επιπλέον, σύμφωνα με τα επιμέρους στοιχεία, κατά το φετινό δεύτερο τρίμηνο οι αξίες στα νεόδμητα διαμερίσματα (ηλικίας έως πέντε ετών) μειώθηκαν κατά 3,3%, ενώ στα παλαιότερα ακίνητα υποχώρησαν κατά 2,3%. Αντίστοιχα, με βάση τα αναθεωρημένα στοιχεία της ΤτΕ, κατά το πρώτο τρίμηνο τα νέα διαμερίσματα κατέγραψαν πτώση 5,3% σε ετήσια βάση, ενώ τα παλαιότερα ακίνητα σημείωσαν κάμψη τιμών 4,4%. Οσον αφορά το 2015, η αντίστοιχη πτώση είχε διαμορφωθεί σε 5,5% για τα νεόδμητα και σε 4,6% για τα παλαιότερα ακίνητα.
Έντυπη