Παρά τα προβλήματα, τις καθυστερήσεις και τις διαφόρων ειδών «εξυπηρετήσεις» διεφθαρμένων κρατικών υπαλλήλων, το πρόγραμμα στέγασης
των προσφύγων ήταν ένα γιγαντιαίο έργο.
Σύμφωνα με στοιχεία της απογραφής του 1928, στην Ελλάδα βρίσκονταν συνολικά 1.221.849 πρόσφυγες, από τους οποίους το 1.069.957 είχαν καταφτάσει μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Ετσι, ο πληθυσμός της χώρας αυξήθηκε στα 6.204.681 από 5.016.889 (πηγή: Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος – Στατιστική Επετηρίς της Ελλάδος 1930).
Ο υπουργός Προνοίας, Φίλανδρος, σε δηλώσεις του τον Νοέμβριο του 1925, ανέφερε ότι οι άστεγοι πρόσφυγες ανέρχονταν σε 350.000 άτομα ή σε 75.000 οικογένειες, από τις οποίες η κάθε μια υπολογίζεται με 5 άτομα.
«Ούτω παρίσταται ανάγκη όπως ανεγερθούν 75.000 οικήματα εκάστου αποτελούμενου εκ δύο δωματίων, μαγειρείου και αποχωρητηρίου» (εφ. «Παμπροσφυγική», φ. 9/11/1925).
Από έναν απολογισμό της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ) στο τέλος του 1929, πληροφορούμαστε ότι σε αυτή την πρώτη 7ετία του έργου της είχε δαπανήσει συνολικά 13.400.000 λίρες Αγγλίας.
Απ’ αυτά, τα 10.388.987 λίρες Αγγλίας (περίπου 3,5 δισεκατομμύρια δραχμές) για την αγροτική αποκατάσταση και μόλις 2.422.961 λίρες (περίπου 767,7 εκατομμύρια δραχμές) για την αστική στέγαση και τα λοιπά γενικά έξοδα (πηγή: εφ. «Ακρόπολις», 3/1/1930).
Πάντως, χρειάζονταν ακόμα πολλά να γίνουν, καθώς πολλοί πρόσφυγες, ιδιαίτερα στην περιοχή της Αθήνας, έμεναν ακόμα σε άθλιες παράγκες.
Η ίδια εφημερίδα, σε μια μεγάλη έρευνα που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες (βλ.«Ακρόπολις», φ. 5, 6 & 7/1/1930), καταγράφει τη δυστυχία πολλών προσφύγων.
«Ανθρωποι άστεγοι από όλη την Ανατολή που κατέκλυσαν τας Αθήνας και έγιναν τρωγλοδύται», αναγράφει ο παραστατικός υπότιτλος του δημοσιεύματος, στο οποίο αναφερόταν ότι το ένα δέκατο του πληθυσμού των Αθηνών (σύμφωνα με την απογραφή του 1928 ο πληθυσμός ήταν 459.211, από τους οποίους οι πρόσφυγες ανέρχονταν σε 129.380) ζούσαν ως «τρωγλοδύται».
«Το έργον της στεγάσεως των προσφύγων προώδευσε, συνοικισμοί εκτίσθησαν, αλλά οι σκηνές και οι τρώγλες δεν έλειψαν ούτε έπαψαν να χρησιμοποιούνται έκτοτε ως στέγη ανθρώπων. Πολλοί που έλυσαν… χωρίς τη βοήθεια της Επιτροπής Αποκαταστάσεως των Προσφύγων και του Κράτους το ζήτημα της στέγης των (σ.σ. με τα πρώτα “αυθαίρετα”) έφυγαν από τις σκηνές, τις παράγκες, τα λασπόκτιστα σπίτια, τα υπόγεια μπουντρούμια και κατοίκησαν σε ευπρεπέστερα σπίτια».
Κατά τα δημοσιεύματα, οι «τρώγλες» ήταν «άθλιες παραγκούλες από παληόξυλα κατασκευασμένες, από σκουριασμένους τενεκέδες και ποικίλα υλικά που ανασύρονται συνήθως από σωρούς σκουπιδιών».
Υπήρχαν, δε, «στα πέριξ της Ακροπόλεως, στους συνοικισμούς των Αμπελοκήπων, στον Ιλισό, στον συνοικισμό Καισαριανής, τον συνοικισμό Νέων Σφαγείων (σ.σ. ο σημερινός Ταύρος), στο Περιστέρι, στους συνοικισμούς του Πεδίου του Αρεως».
Παράλληλα, κάποιοι έμεναν σε μικρές σπηλιές από τους Αμπελοκήπους μέχρι τη «Σωτηρία», στην κοίτη του Ιλισού, στα Τουρκοβούνια και στον Λυκαβηττό.
Ωστόσο και σε ολοκληρωμένους συνοικισμούς συνέχισαν να υπάρχουν για πολλά χρόνια μεγάλα προβλήματα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο νεόδμητος συνοικισμός της Νέας Ιωνίας μαστιζόταν από την ελονοσία και επισημαινόταν ότι «το κυριώτερον πράγμα […] που πρέπει να συγκεντρώση όλην την προσοχήν […] είναι η υγιεινή κατάστασις του Συνοικισμού», καθώς είναι «εστία ελεογενών νοσημάτων» (εφ. «Παμπροσφυγική», 2/5/1925).
Αφιέρωμα στην Κοκκινιά «Ριζοσπάστης», 1934 |
Η Κοκκινιά περιγραφόταν (εφ. «Ριζοσπάστης, 1.1.1934) ως «ένας τεράστιος συνοικισμός που κολυμπάει στη δυστυχία» και μετά από μια νεροποντή «οι κάτοικοι της Κοκκινιάς, η προσφυγιά και η φτωχολογιά κοιμούνταν πάνω στα μουσκεμένα κουρέλια. Από πάνω οι σάπιες σκεπές τρέχανε. Το πισσόχαρτο από καιρό έχει σαπίσει».
Σε 500 τέτοιες παράγκες κατοικούσαν 800 οικογένειες με 4 και 5 άτομα η κάθε μια.
Αλλες παράγκες στον προσφυγικό συνοικισμό «Νέα Σφαγεία» (Ταύρος) και στον Βοτανικό, όπου όσοι έχουν δουλειά στα εργοστάσια της περιοχής «είναι φαντάσματα από την καταπίεση» (εφ. «Ριζοσπάστης», ό.π.).
Στα μέσα της δεκαετίας του ’50 πάνω από δέκα χιλιάδες παραπήγματα στην περιοχή της Αθήνας και του Πειραιά εξακολουθούσαν να στεγάζουν κάτω από απαράλλαχτες συνθήκες την προσφυγική δυστυχία.
Οι συνοικίες του «πισσόχαρτου» στέγασαν τη δυστυχία των αστών προσφύγων για αρκετά χρόνια.
Στην Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης πάνω από δύο χιλιάδες οικογένειες χρησιμοποίησαν για οικοδομικό υλικό τις λαμαρίνες από τους τενεκέδες κηροζίνης και βενζίνης που είχαν αφήσει τα συμμαχικά στρατεύματα μετά τη λήξη του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου.
Ο συνοικισμός που χτίστηκε ήταν γνωστός ως «τενεκεδούπολη» (πηγή: Κατσάπης Κωνσταντίνος, «Αποκατάσταση των Προσφύγων στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου», 2002, Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία).
Οι γειτονιές των ξεριζωμένων
Το έργο της αποκατάστασης των προσφύγων ανέλαβε αρχικά το Ταμείο Περίθαλψης Προσφύγων και από το 1923 (μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1930) η Επιτροπή Αποκατάσταση Προσφύγων (ΕΑΠ), με πρώτο πρόεδρο τον Χένρι Μοργκεντάου.
Η δομή της ΕΑΠ έγινε σε κεντρικό επίπεδο με μια κάθετη ιεραρχία: τα κεντρικά γραφεία της βρίσκονταν στην Αθήνα και περιελάμβανε τρία τμήματα που ασχολήθηκαν με τη γεωργία και την αγροτική αποκατάσταση, την αστική αποκατάσταση και την κατανομή των οικονομικών πόρων.
«Πρώτο έργο που επιχείρησε η ΕΑΠ ήταν η κατασκευή οικισμού στον Βύρωνα, δίπλα στο Παγκράτι. Ακολούθησε η δημιουργία τριών μεγάλων οικισμών, ο πρώτος δίπλα σ’ έναν παραπόταμο του Κηφισού, στους Ποδαράδες, που στη συνέχεια ονομάστηκε Νέα Ιωνία, ο δεύτερος στην κοιλάδα της Καισαριανής και ο τρίτος στην Κοκκινιά. Κριτήριο της επιλογής της χωροθέτησης […] υπήρξε η ύπαρξη πόσιμου νερού και η εγγύτητα στα όρια των πόλεων.
Ακολούθησε η γέννηση ενός ολόκληρου γαλαξία με 12 μεγάλους και περισσότερους από 40 μικρότερους οικισμούς που απλώθηκε σε όλη την έκταση του λεκανοπεδίου. […] Οι οικισμοί απλώθηκαν σε όλο το λεκανοπέδιο. […] Ομως χωροθετήθηκαν σε μεγαλύτερη ή μικρότερη εγγύτητα από τον παλιό αστικό ιστό της Αθήνας και του Πειραιά.
Λίγοι εξ αυτών τον άγγιζαν: τέσσερεις μικροί οικισμοί του Ασύρματου στα Πετράλωνα, των Κουντουριώτικων, της λεωφόρου Αλεξάνδρας και του Ιλισσού και ένας στον Πειραιά στο Τουρκολίμανο. Οι υπόλοιποι κατασκευάστηκαν έξω από την υπάρχουσα πόλη σε αποστάσεις από 1 έως 4 χιλιόμετρα από αυτή» (πηγή: Ν. Μπελαβίλας «Σημειώσεις για την προσφυγική εγκατάσταση στον Πειραιά του Μεσοπολέμου»).
Ωστόσο, κάτω από τις δυσκολίες αναπτύχθηκε αρκετά νωρίς μια αντίδραση εκ μέρους των προσφύγων, η οποία εκφράστηκε αρχικά με την κατάληψη βαγονιών, αποθηκών και κάθε είδους χώρων που θα μπορούσαν να στεγάσουν προσωρινά τις οικογένειές τους, ενώ αργότερα πήρε τη μορφή άρνησης πληρωμής των οφειλόμενων χρεών.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’20, οι αθηναϊκές εφημερίδες αποτύπωναν στις σελίδες τους ενέργειες που εξέφραζαν την αγανάκτηση των προσφύγων και συνέθεταν έναν αυθόρμητο και πρωτόγνωρο για την εποχή κοινωνικό ακτιβισμό.
Ο ρόλος του Τύπου ή στο ίδιο έργο θεατές
Εμπρηστικά δημοσιεύματα
Ο Τύπος έπαιξε (και παίζει) έναν κρίσιμο ρόλο στο προσφυγικό ζήτημα και στον τρόπο αντιμετώπισης των προσφύγων από τις τοπικές κοινωνίες.
Σε μια ενδιαφέρουσα έρευνα της Γεωργίας Εγγλέζου, που περιέχεται στο βιβλίο «Μετανάστευση, από και προς τη Νοτιοανατολική Ευρώπη: Ιστορική και πολιτιστικές πτυχές» (Klaus Roth, Robert Hayden «Migration in, from, and to Southeastern Europe», Part 1: Historical and Cultural Aspects, Εκδοση 2009, σελ. 79-80-81), εξετάζονται τα δημοσιεύματα δύο εφημερίδων του Πειραιά, της «Σφαίρας» και της «Σημαίας», στο διάστημα από τον Σεπτέμβρη μέχρι και τον Δεκέμβρη του 1922.
Οι μελετητές των Μέσων Ενημέρωσης υποστηρίζουν ότι η γλώσσα που χρησιμοποιείται στις εφημερίδες δεν είναι «ουδέτερη» αλλά επηρεάζει τις ιδέες και τις πεποιθήσεις.
Ακόμα, επισημαίνεται ότι «αν αναλύσουμε τη γλώσσα στον Τύπο μπορούμε να αποκαλύψουμε ιδεολογίες».
«Ο στόχος εδώ είναι να δείξουμε ότι ο Τύπος στον Πειραιά, στην παρουσίαση των ρεπορτάζ σχετικά με τις αντιδράσεις προς την άφιξη των προσφύγων, η γλώσσα που χρησιμοποίησε έπαιξε ισχυρό ρόλο στην περιθωριοποίηση των προσφύγων παρουσιάζοντάς τους τότε ως απειλητικά και ανεπιθύμητα στοιχεία», αναφέρει η έρευνα.
Ορφανά προσφυγόπουλα μεταφέρθηκαν από τα βάθη της Μικράς Ασίας στον Μαραθώνα, όπου είδαν για πρώτη φορά τη θάλασσα |
Από εκεί και πέρα, με βάση τα στοιχεία της έρευνας αλλά και αναζήτηση στα αρχεία της εφημερίδας (πηγή: Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων) διαπιστώνουμε, μεταξύ άλλων, τα εξής:
Η πλειονότητα των δημοσιεύσεων (στον χρόνο της έρευνας) στα «Επίκαιρα» της«Σφαίρας» (14) αναφέρεται σε θέματα σχετικά με τη στέγαση των προσφύγων, ενώ την 1η Νοεμβρίου 1922 υπάρχει σχόλιο στο οποίο, αφού αναφέρεται ότι «οι Ναοί γέμουν προσφύγων και εξακολουθούν να είναι αι συχαμερώτεραι εστίαι μιασμάτων», προτείνεται για «ν’ αραιώσωμεν» να μεταφερθούν σε νησιά (Υδρα, Ανδρο, Τήνο, Κύθηρα), αλλά και στη Μακεδονία…
Σε άλλο σχόλιο (17/10/1922) η εφημερίδα θεωρεί ότι «επιβάλλεται η διά παντός τρόπου μέριμνα και περισυλλογή των προσφυγοπαίδων», διότι «όπως πλημμυρίζουν τους δρόμους γυμνά και επαιτούν παρουσιάζουν το οικτρότερον, αλλά και το ενοχλητικώτερον (!) θέαμα».
Σε άλλο σχόλιο (20/10/1922) εκφράζεται η άποψη ότι ο Πειραιάς έχει μετατραπεί σε«ατσιγγανούπολιν, ως εκ του συνωστισμού των προσφύγων».
Οκτώ δημοσιεύσεις αναφέρονται σε θέματα υγείας, όπως η εξάπλωση των επιδημιών και η έλλειψη υγιεινής που ήταν, σύμφωνα με αυτή την εφημερίδα, «η αιτία της επιδημίας».
Στα «Σημειώματα» της «Σημαίας» η πλειονότητα των δημοσιεύσεων αναφέρεται στους κινδύνους για τη δημόσια υγεία, που προέκυψαν από τις κακές υγειονομικές συνθήκες εξαιτίας της συσσώρευσης πάρα πολλών ανθρώπων σε εκκλησίες, σχολεία και πλατείες.
Αλλα θέματα ήταν η μεταφορά των προσφύγων έξω από την πόλη και η αύξηση της εγκληματικότητας, η οποία, σύμφωνα με τον Τύπο, συνέπεσε με την άφιξη τους.
Πάντως, όσο κλιμακώνονται οι αντιδράσεις των «γηγενών», ο τοπικός Τύπος αρχίζει να τους… εκφράζει όλο και περισσότερο.
Περισσότερα ξεσπάσματα της εχθρότητας από τους ντόπιους ακολούθησε το διάταγμα της «αναγκαστικής επίταξης κατοικιών», σύμφωνα με το οποίο κάθε οικογένεια έπρεπε να στεγάσει άστεγους πρόσφυγες.
Αυτό ήταν ένα θέμα το οποίο έλαβε ευρεία κάλυψη από τον Τύπο.
Οι εφημερίδες, που δεν απευθύνονται μόνο άμεσα τους αναγνώστες τους, αλλά επίσης θεωρείται ότι μιλούν εκ μέρους τους, παρουσίασαν το μέτρο ως απειλή για τις τοπικές οικογένειες, ως «ένα πρόσωπο άγνωστου χαρακτήρα, ηθικής και ανατροφής», ως μια δοκιμασία «για την οικεία οικογενειακή σχέση και τα μυστικά», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έρευνα.
Ομως, και η στάση του αθηναϊκού Τύπου είχε διαφοροποιήσεις.
Αρχικά, η «Καθημερινή» και το «Ελεύθερο Βήμα» ακολουθούν μια «ήπια» φρασεολογία αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες στήριξης, αλλά στη συνέχεια η «Καθημερινή» ακολουθεί τις πιο ακραίες φωνές.
Χαρακτηριστικά είναι ορισμένα άρθρα του Γεώργιου Βλάχου στην εφημερίδα «Καθημερινή», ο οποίος φτάνει στο σημείο να αρνείται ακόμα και τις προσφυγικές ψήφους για το Λαϊκό Κόμμα:
«Με έκπληξίν μας είδομεν εις τα χθεσινά φύλλα ότι το Λαϊκόν Κόμμα θα περιλάβη τρεις πρόσφυγας πολιτευομένους εις τον συνδυασμόν Αθηνών. Διατί θα τους περιλάβη; […]. Αλλά είναι Ελληνες και όμαιμοι και αδελφοί. Ας είναι και αδελφοί και εξάδελφοι. Οταν αποκτήσουν συνείδησιν πολιτικήν και θέλησιν πολιτών ελευθέρων -πράγμα το οποίον δεν θα συμβή ποτέ- τότε θα δικαιούνται να θεωρούνται μεταξύ ημών, όχι μόνον ως εκλογείς αλλά και ως εκλέξιμοι. Επί του παρόντος οι πρόσφυγες δεν έχουν καμμίαν θέσιν εις τους συνδυασμούς του Λαϊκού Κόμματος» («Καθημερινή», 19/7/1928).
Ανάλογη πρόταση είχε κάνει σε κύριο άρθρο της και η εφημερίδα της Θεσσαλονίκης«Το Φως» στις 19/11/1925, καταγγέλλοντας όσους έδωσαν δικαίωμα ψήφου σε ανθρώπους που ήρθαν και έμειναν στην πόλη 2-3 χρόνια.
Μέχρι και το 1936 ακόμα, ο συντηρητικός Τύπος πρόβαλλε το αίτημα της εκλογικής και πολιτικής γκετοποίησης του προσφυγικού κόσμου, καλώντας για την «πλήρη εκλογική αποκέντρωση των προσφύγων, ώστε να εκλέγουν πρόσφυγας βουλευτάς… και όχι ν’ αλλοιώνουν τα εκλογικά αποτελέσματα των γηγενών».
Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να ενταχθούν οι βίαιες καταλήψεις σπιτιών από πρόσφυγες στην Καισαριανή, τη Νέα Ιωνία, τον Βύρωνα και σε άλλες προσφυγικές συνοικίες στα τέλη της δεκαετίας του ’20 και ο αγώνας που ακολούθησε για άμεση απόδοσή τους στους καταληψίες.
Σε μία τουλάχιστον από αυτές τις περιπτώσεις, η κυβέρνηση έστειλε εναντίον προσφύγων που είχαν καταλάβει σπίτια στον συνοικισμό της Καλλιθέας περισσότερους από εβδομήντα στρατιώτες του Α’ Σώματος Στρατού, για να ακυρώσουν με βίαιο τρόπο την εγκατάστασή τους.
Μετά το πρώτο σοκ
Μοχλός για την αναγέννηση
Οταν το προσφυγικό «τσουνάμι» έφτασε στην Ελλάδα, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι αυτοί οι ταλαιπωρημένοι, τρομαγμένοι και νηστικοί πληθυσμοί θα αποτελούσαν δύναμη αναγέννησης και προόδου σε μια χώρα που τη στιγμή εκείνη περνούσε την πιο δύσκολη πολιτική και οικονομική κρίση.
«Ουδέποτε η Ελλάς», θα γράψει ο οικονομολόγος και πολιτικός Γ. Κοφινάς το 1928, σε αναφορά του για την περίοδο του 1922-1923, «είχεν ευρεθή εις την από πάσης απόψεως κρίσιμον θέσιν εις ην περιήλθεν μετά τη Μικρασιατικήν καταστροφήν. Ιδιαίτερα, το οικονομικόν πρόβλημα ηγείρετο απειλητικώς και ματαίως η Επανάστασις του 1922 ανεζήτει υπουργόν Οικονομικών. Από του Αυγούστου του 1922 μέχρι της 16 Δεκεμβρίου 1922 είχον διαδοχικώς αλλάξει επτά υπουργοί Οικονομικών (Ε. Λαδόπουλος, Αθ. Ευταξίας, Γ. Εμπειρίκος, Αλ. Διομήδης, Σωτ. Κροκίδας, Α. Πρέκας και Γ. Σιδερής). Προϋπολογισμός της χρήσεως του 1922-23 δεν είχε συνταχθεί…»(πηγή: Γ. Λαμψίδης, santeos.blogspot.gr).
Μέσα σ’ αυτό το οικονομικό και πολιτικό χάος βρισκόταν η χώρα μας όταν κατέκλυζαν τις ακτές τα πλήθη των προσφύγων.
Ωστόσο, φαίνεται ότι από ένα σημείο και μετά άρχισε να διαμορφώνεται ένα σχέδιο, θεωρώντας εξαρχής την αγροτική αποκατάσταση πιο συμφέρουσα και πιο βιώσιμη από την αστική.
Σε αυτή την επιλογή βάρυναν τα εξής:
Η διαθεσιμότητα των κτημάτων στις περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης.
Στις περιοχές αυτές υπήρχαν οι απαραίτητες γαίες που είτε είχαν εγκαταλειφθεί από τους ανταλλάξιμους μουσουλμάνους είτε εντάσσονταν σε μεγάλα τσιφλίκια τα οποία ήταν δυνατό να απαλλοτριωθούν.
Πράγματι, η χαρτογράφηση της προσφυγικής εγκατάστασης παρουσιάζει μια διασπορά των προσφύγων με ιδιαίτερη πυκνότητα στις βόρειες επαρχίες του κράτους.
Η διασπορά αυτή βοηθούσε και σε μια άλλη πολιτική επιλογή, με στόχο την «εθνική» ομογενοποίηση των περιοχών αυτών.
Η πεποίθηση του πολιτικού κόσμου της εποχής πως για το μέλλον της χώρας η Ελλάδα έπρεπε να ακολουθήσει τον δρόμο του αγροτικού εκσυγχρονισμού.
Ο δρόμος αυτός περνούσε μέσα από την κατάτμηση της μεγάλης ιδιοκτησίας και τη δημιουργία ενός εκτεταμένου στρώματος μικροκαλλιεργητών.
Εξάλλου, η αναβάθμιση της αγροτικής οικονομίας, τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά, γινόταν αντιληπτή την εποχή εκείνη ως η βασικότερη προϋπόθεση για τη βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας.
Η πιο χαρακτηριστική έκφραση αυτής της πολιτικής επιλογής υπήρξε η ανάπτυξη της βιομηχανίας επεξεργασίας καπνού σε πόλεις όπως η Καβάλα, το Αγρίνιο και ο Βόλος.
Μονάχα στην Καβάλα περίπου 12.300 πρόσφυγες απασχολούνταν κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου στις καπνοβιομηχανίες, αποδεικνύοντας έτσι τη στενή σχέση που υπήρξε ανάμεσα στην καλλιέργεια ενός γεωργικού προϊόντος και την ανάπτυξη της βιομηχανίας επεξεργασίας του.
Η αγροτική αποκατάσταση θεωρήθηκε σαφώς πιο φτηνή και πιο γρήγορα υλοποιήσιμη απ’ ό,τι η αστική, καθώς προϋπέθετε τη στήριξη του αγρότη σε χρήμα και σε γεωργικά εφόδια μέχρι την πρώτη συγκομιδή.
Γι’ αυτό η αστική αποκατάσταση δεν επιδιώχθηκε συστηματικά και προγραμματισμένα -στον βαθμό τουλάχιστον που επιδιώχθηκε η αγροτική-, παρά το γεγονός ότι, στα χρόνια που είχαν προηγηθεί, οι πολεμικές περιπέτειες της χώρας είχαν δημιουργήσει ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας.
Για την επίτευξη των παραπάνω το ελληνικό Δημόσιο είχε παραχωρήσει στην ΕΑΠ κτήματα συνολικής έκτασης άνω των 8.000.000 στρεμμάτων και χρήματα που προήλθαν από τη σύναψη μιας σειράς προσφυγικών δανείων τη δεκαετία του ’20.
Η διαδικασία για την εγκατάσταση προσφύγων στις αγροτικές περιοχές οριζόταν από το νομοθετικό διάταγμα της 6ης Ιουλίου 1923.
Η δημιουργία συνοικισμού απαιτούσε την ύπαρξη τουλάχιστον δέκα οικογενειών προσφύγων, οι αρχηγοί των οποίων είχαν την υποχρέωση να εκλέξουν μια επιτροπή που θα τους αντιπροσώπευε στις υποθέσεις τους.
Για την επιλογή της κατάλληλης τοποθεσίας η ΕΑΠ ερχόταν σε συνεννόηση με τους αντιπροσώπους των προσφυγικών ομάδων και στη συνέχεια αναλάμβανε τη μεταφορά των προσφύγων στην τοποθεσία που είχε επιλεγεί.
Κριτήριο για την επιλογή της κατάλληλης θέσης ήταν, στον βαθμό που μπορούσε να εφαρμοστεί, η ειδίκευση των προσφύγων σε συγκεκριμένους τύπους καλλιέργειας.
Ετσι, καπνοκαλλιεργητές από τις περιφέρειες της Σμύρνης και της Νικομήδειας εγκαταστάθηκαν κυρίως στα εδάφη της ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης, σηροτρόφοι σε κτήματα του Σουφλίου και της Εδεσσας, ενώ πρόσφυγες ειδικευμένοι στην καλλιέργεια της σουλτανίνας εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη.
Σε κάθε οικογένεια αποδιδόταν με προσωρινό παραχωρητήριο ο κλήρος που της αναλογούσε, καθώς και ενισχύσεις, όπως ζώα, δενδρύλλια και γεωργικά εργαλεία.
Οι ενισχύσεις αυτές αποσκοπούσαν στη στήριξη και τη συντήρηση των αγροτικών οικογενειών μέχρι την πρώτη συγκομιδή.
Ωστόσο, η εξαρχής χρέωση των προσφυγικών οικογενειών με τα έξοδα εγκατάστασης δημιούργησε σοβαρό οικονομικό πρόβλημα, που απειλούσε να δυναμιτίσει την προοπτική της οικονομικής βιωσιμότητας των προσφυγικών νοικοκυριών.
Το πρόβλημα οξύνθηκε με επικίνδυνο τρόπο μετά τη σοβαρή κρίση των αρχών της δεκαετίας του ’30, υποχρεώνοντας το κράτος να προβεί σύμφωνα και με το διεθνές παράδειγμα σε νομοθετική ρύθμιση το 1937 με σκοπό τη μείωση των προσφυγικών χρεών (πηγή: Κατσάπης Κωνσταντίνος, «Αποκατάσταση των Προσφύγων στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου», 2002, Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία).
Με τη γλώσσα των αριθμών
Εφεραν την πρόοδο σε όλους τους τομείς
Στο λιμάνι του Πειραιά, αυτοσχέδιο κουρείο έστησαν «επιχειρηματίες» πρόσφυγες για την εξυπηρέτηση των εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων και Αρμενίων προσφύγων από τη Μικρά Ασία |
Αρκετοί ήταν οι πρόσφυγες που αναδείχθηκαν ως επιχειρηματίες, βιομήχανοι ή μεγαλέμποροι. Και μάλιστα σε σύντομο χρόνο από την άφιξή τους
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 τα πρώτα αποτελέσματα της παραγωγικής ανασυγκρότησης ήταν ορατά.
Αναδιαρθρώθηκαν οι καλλιέργειες και η αγροτική παραγωγή πολλαπλασιάστηκε.
Σε μία δεκαετία (1922-1931) οι καλλιεργούμενες εκτάσεις αυξήθηκαν περίπου κατά 50%, η γεωργική παραγωγή διπλασιάστηκε και εξασφαλίστηκε επάρκεια σε σιτηρά.
Οι πρόσφυγες εφάρμοσαν νέες μεθόδους καλλιέργειας και στήριξαν τον θεσμό της μικρής γεωργικής ιδιοκτησίας.
Σε έναν απολογισμό της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων στα τέλη του 1929 διαβάζουμε ότι «τω 1923-4 είχε καλλιεργηθή εις όλας τας εποικιστικάς περιφερείας όλου του Κράτους έκτασις 1.416.213 στρεμμάτων. Τω 1927 εκαλλιεργήθησαν παρά προσφύγων 2.491.971 στρέμματα» (εφ. «Ακρόπολις», φ. 3/1/1930).
Συνολικά από στοιχεία της απογραφής του 1928 φαίνεται ότι ενώ το 1921 οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις ήταν 12.328.680 στρέμματα, το 1928 είχαν αυξηθεί σε 15.974.278 στρέμματα (πηγή: Στατιστική Επετηρίδα της Ελλάδας-1930).
Πιο ειδικά στοιχεία έδειχναν ότι το 1922 παρήχθησαν 245.000 τόνοι σιτηρών και το 1928 450.000 τόνοι.
Επίσης πως το 1922 παρήχθησαν 25.306.000 κιλά καπνού και το 1927 61.709.013 κιλά (εφ. «Ακρόπολις», φ. 3/1/1930).
Η αστική και βιομηχανική ανάπτυξη
Επάνω: Πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, 1922. Κάτω: Πρόσφυγες από τη Σαμψούντα κατευθύνονται με τρένα από την Τουρκία στην Πάτρα. | Πηγή: Caption for similar image in «History’s Greatest Trek», National Geographic Magazine, Nov. 1925
Η προτεραιότητα που δόθηκε εξαρχής στην αγροτική αποκατάσταση είχε αρνητικές συνέπειες στη στέγαση των αστών προσφύγων.
Αποτέλεσμα ήταν να αποτελεί χρόνια πληγή της ελληνικής κοινωνίας και για τον λόγο αυτό ένα από τα πιο συζητημένα θέματα του ελληνικού Κοινοβουλίου.
Ουσιαστικά, το πρόβλημα αυτό δεν λύθηκε πριν περάσουν αρκετές δεκαετίες από την άφιξη των προσφύγων, καθώς η επίσημη άποψη ήταν ότι οι αστοί πρόσφυγες δεν θα έπρεπε να έχουν διαφορετική μεταχείριση από τους «ντόπιους» άστεγους, για τους οποίους ούτε είχαν ληφθεί ούτε επρόκειτο να ληφθούν κάποια μέτρα προστασίας.
Το πρόβλημα της στέγασης που υπήρχε στα αστικά κέντρα πριν από το ’22 οξύνθηκε δραματικά με την έλευση 165.000 οικογενειών μετά το 1922. Αν εξαιρέσει κανείς τους ελάχιστους πρόσφυγες που είχαν τη δυνατότητα να νοικιάσουν κατοικία, η συντριπτική πλειονότητα στεγάστηκε είτε σε σπίτια είτε σε δωμάτια που επιτάχθηκαν από την κυβέρνηση είτε σε συνοικισμούς που έχτισαν η ΕΑΠ και το υπουργείο Πρόνοιας.
Ως το 1930 η ΕΑΠ έχει ανεγείρει πάνω από 10.000 κατοικίες στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας.
Αυτή η μεγάλη οικοδομική δραστηριότητα είχε σημαντικά αποτελέσματα και σε άλλους τομείς της οικονομίας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι το 1920 υπήρχαν στην Ελλάδα δύο εργοστάσια παραγωγής τσιμέντου (ΑΓΕΤ Ηρακλής, που ιδρύθηκε το 1911 στην Ελευσίνα, και «ΤΙΤΑΝ», το 1919, στον Πειραιά) και η απορρόφηση της παραγωγής τους από την εγχώρια αγορά ήταν ελάχιστη.
Μετά το 1920 η τοπική τσιμεντοβιομηχανία γνωρίζει μεγάλη άνθηση και δημιουργούνται δύο ακόμα εργοστάσια («Ολυμπος» στον Βόλο το 1924 και ένα άλλο στη Χαλκίδα το 1929).
Ο βασικός λόγος αυτής της ανάπτυξης ήταν η επείγουσα ζήτηση για κατοικίες που προέκυψε μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Αυτή η ανάπτυξη αποτυπώνεται και στο γεγονός ότι ενώ η ετήσια παραγωγή τσιμέντου στη χώρα ήταν το 1921 περίπου 28.000 τόνοι, έφτασε το 1929 σε 155.000 τόνους και το 1934 ανήλθε σε 248.000 τόνους.
Να σημειωθεί ότι μέχρι τα τέλη του 1920 η ετήσια παραγωγή δεν επαρκούσε για την αυξημένη ζήτηση της αγοράς και χρειαζόταν να γίνονται ορισμένες εισαγωγές.
Ομως, τη δεκαετία του 1930 η αύξηση της παραγωγής επέτρεψε να γίνονται και εξαγωγές τσιμέντου.¹
Η κατασκευή των προσφυγουπόλεων απαίτησε τη δημιουργία ενός ισχυρού τεχνικού επιτελείου από μηχανικούς, ελεγκτές, αποθηκάριους υπό την ΕΑΠ.
Για την κάλυψη αυτών των αναγκών διαμορφώθηκε μια πολιτική αξιοποίησης του ίδιου του δυναμικού των προσφύγων ως εργολάβων ή ως τεχνιτών, η οποία φαίνεται ότι απέδωσε καλά αποτελέσματα στην ταχύτητα και στο κόστος κατασκευής.
Από τους 77 εργολάβους οι οποίοι ανέλαβαν για λογαριασμό της ΕΑΠ το έργο της κατασκευής των οικισμών σε όλη την Αθήνα και τον Πειραιά, 34 ήταν πρόσφυγες, ενώ από τους 5.900 εργάτες, πρόσφυγες ήσαν οι 5.488.²
Εκτός από τον κατασκευαστικό τομέα, η άφιξη των προσφύγων αναζωογόνησε γενικότερα τη βιομηχανία, καθώς:
1) Τροφοδοτήθηκε με νέο, ειδικευμένο και φτηνό εργατικό δυναμικό. Η άφιξη των προσφύγων επέδρασε και στην ένταξη των γυναικών στον ενεργό πληθυσμό.
Το 1930 οι γυναίκες αποτελούσαν την πλειονότητα των εργατών στην κλωστοϋφαντουργία, την καπνοβιομηχανία και τη βιομηχανία ετοίμων ενδυμάτων.
2) Διευρύνθηκε η καταναλωτική αγορά.
3) Δραστηριοποιήθηκαν άνθρωποι με επιχειρηματικές ικανότητες.
Οι Ελληνες που προέρχονταν από τα αστικά κέντρα της Μικράς Ασίας και την Κωνσταντινούπολη υπερείχαν σε σύγκριση με τους αυτόχθονες σε επιχειρηματικό πνεύμα, εκπαίδευση, κατάρτιση και προοδευτικές αντιλήψεις.
Ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας της ζωής τους, η γνώση ξένων γλωσσών, οι επαφές που είχαν αναπτύξει με την Ευρώπη και η πείρα που διέθεταν τους βοήθησαν, όταν εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, να οργανώσουν δικές τους επιχειρήσεις ή να στελεχώσουν επιχειρήσεις άλλων, προσφύγων ή γηγενών.
Η συμμετοχή των προσφύγων (ως κεφαλαιούχων και ως εργατών) ήταν μεγαλύτερη στην κλωστοϋφαντουργία, την ταπητουργία, τη μεταξουργία, την αλευροβιομηχανία και την παραγωγή οικοδομικών υλικών.
Αρκετοί ήταν οι πρόσφυγες που αναδείχθηκαν ως επιχειρηματίες, βιομήχανοι ή μεγαλέμποροι.
Και μάλιστα σε σύντομο χρόνο από την άφιξή τους στην Ελλάδα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τον Νοέμβριο του 1925 η «Παμπροσφυγική» δημοσιεύει σειρά ειδήσεων για τις επιχειρηματικές δραστηριότητες προσφύγων, όπως «η ίδρυση εργοστασίου Κεραμουργίας από τον Πρόδρομο Μποδοσάκη Αθανασιάδη, του οποίου το εργατικό προσωπικό αποτελείται από πρόσφυγας ειδικούς» (εφ. «Παμπροσφυγική», 17/11/1925).
Δύο μέρες αργότερα (19/11), η ίδια εφημερίδα δημοσιεύει μια άλλη είδηση που αφορούσε την ίδρυση στον Πειραιά του «Σκανδιναβικού Πρακτορείου Εγγύς Ανατολής», για την πρακτόρευση ατμόπλοιων και την εκτέλεση παντός είδους ναυτικής εμπορίας. Ιδρυτές είναι πέντε άτομα, ανάμεσά τους ο μετέπειτα μεγάλος εφοπλιστής και ευεργέτης Ευγένιος Ευγενίδης.
Αποκαλυπτικά της βιομηχανικής ανάπτυξης που γνώρισε η Ελλάδα είναι τα στοιχεία των απογραφών των βιομηχανικών επιχειρήσεων, οι οποίες τον Δεκέμβρη του 1920 ήταν 33.811 και απασχολούσαν 154.633 άτομα.
Τον Σεπτέμβρη του 1930 απογράφηκαν σχεδόν διπλάσιες βιομηχανικές επιχειρήσεις (76.591), στις οποίες εργάζονταν 280.331 άτομα (πηγή: Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος – Απογραφές επιχειρήσεων 1920 & 1930).
Σύμφωνα με υπολογισμούς του διοικητή της Εθνικής Τράπεζας, την τετραετία 1923-1927 οι συναλλαγματικές καταθέσεις των προσφύγων στην ΕΤΕ υπολογίζονταν περίπου σε 130.000.000 χρυσές λίρες και κάπου 100.000.000 στις υπόλοιπες τράπεζες.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, μιλώντας στη Βουλή στις 22 Οκτωβρίου 1928, τόνισε:
«Είναι γνωστόν, κύριοι, ότι η δεκαετής πολεμική μας προσπάθεια, η Μικρασιατική Καταστροφή και η συρροή ενός και ημίσεος εκατομμυρίου προσφύγων εις το έδαφός μας εδημιούργησαν μίαν τρομεράν οικονομικήν κρίσιν εις την Ελλάδα.
Αλλά, ο πλέον αίσιος οιωνός διά το μέλλον είναι το γεγονός ότι ο προσφυγικός πληθυσμός, ο οποίος, κατά τα πρώτα έτη απετέλεσεν εν βάρος διά την χώραν και διά τον οποίον συνεχίζονται να γίνονται πολλαί θυσίαι, ήρχισε να αποτελεί ενεργητικόν.
Και αν σκεφθώμεν, κύριοι, το υπέροχον ανθρώπινον υλικόν, από το οποίον συντίθεται ο πληθυσμός αυτός, δυνάμεθα να είμεθα βέβαιοι ότι η Ελλάς, με την σημερινήν σύνθεσιν του λαού της, δύναται να ατενίζει μετ’ εμπιστοσύνης εις το μέλλον…».
Από εκεί και πέρα, η συνολική εικόνα της θετικής συνεισφοράς των προσφύγων στην ελληνική οικονομία αποτυπώνεται στα εξής στοιχεία:
Ο Α. Διομήδης σε άρθρο του στο «Ελεύθερον Βήμα» της 29 Ιουνίου 1933 σημείωνε:
«Εις όλους τους κλάδους της εργασίας, η επίδοσίς των [των προσφύγων] είναι χαρακτηριστική. Η καλλιεργούμενη έκτασις, από 14.500.000 στρέμματα το 1924, αυξάνει εις 19.300.000. Αι εξαγωγαί μας, από 8.000.000 στερλίνας το 1923, φθάνουν εις 18.700.000 στερλίνας το 1929, η αξία δε του εξαγομένου καπνού, από 21.000.000 κιλά, το 1923 αξίας 5.600.000 στερλινών, φθάνει 50.000.000 κιλά αξίας 10.500.000 στερλινών το 1929. Η αξία της βιομηχανικής παραγωγής από 4.986.000.000 δρχ. το 1925, φθάνει εις 7.157.000.000 δρχ. το 1929. Η κινητήριος δύναμις από 110.673 ίππους το 1920, φθάνει εις 359.300 ίππους το 1930…».
Με τη συμπλήρωση πενήντα χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή, το «Δελτίον του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων» της 30ής Σεπτεμβρίου 1972 υπογράμμισε, μέσα σε πλαίσιο, τα παρακάτω:
«Μολοταύτα το έθνος [με τη Μικρασιατική Καταστροφή], όπως εις τόσας άλλας δοκιμασίας δεν ελύγισε και η συμπύκνωσις [με τον ερχομό των προσφύγων] αποτέλεσε την αφετηρίαν πραγματοποιήσεων, των οποίων η εκτίμησις εις την προοπτικήν του χρόνου που διέρρευσεν, είναι εξόχως αισιόδοξος – τώρα οπότε η χώρα δρέπει τους καρπούς της θαυμάσιας αυτής διασταυρώσεως, εις την σποράν και την γονιμοποίησιν των οποίων συνεμόχθησαν προσκομίζοντες την πείραν, την πρωτοβουλίαν, την εργατικότητα, το επιχειρηματικόν των δαιμόνιον, τα προσφυγόντα εις την πατρίδα τέκνα ενός προηγμένου οικονομικού και κοινωνικού πολιτισμού, που εζυμώθη, συνεμίχθη και ενίσχυσε τον ελλαδικόν.
Ούτω, η Γεωργία, το Εμπόριον και κυρίως η Βιομηχανία, εις τας οποίας ενετάχθη νέον δραστήριον και με τολμηράς επιχειρηματικάς πρωτοβουλίας ανθρώπινον δυναμικόν, επεξετάθησαν εις νέους παραγωγικούς κλάδους, που αξιοποίησαν, κατά τον πλέον αποδοτικόν τρόπον, τους εθνικούς πόρους και συνετέλεσαν εις την διεύρυνσιν της εθνικής προόδου…» (Γ. Λαμψίδης, ό.π.).
Πηγές:
1. Αννα Μανδηλαρά «Οικονομική πολιτική και επιχειρήσεις μετά την “Μικρασιατική καταστροφή”. Η στέγαση και ο κατασκευαστικός τομέας στην αστική εγκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου»
2. Νίκος Μπελαβίλας «Σημειώσεις για την προσφυγική εγκατάσταση στον Πειραιά του Μεσοπολέμου»
Νέες κατοικίες, νέες πόλεις
Μέσα σε μια εξαετία (1924-1930) η ΕΑΠ δημιούργησε τέσσερις κατοικημένες περιοχές: Βύρωνας με 1.764 κατοικίες, Καισαριανή με 1.998, Νέα Ιωνία με 3.864 και Υμηττού με 400.
Από το 1934-1935 εννέα μεγάλες πολυκατοικίες που περιελάμβαναν 215 διαμερίσματα χτίστηκαν στη Νέα Κοκκινιά.
Ακολούθησαν πολυκατοικίες για τους πρόσφυγες στη λεωφόρο Αλεξάνδρας και στη Στέγη Πατρίδος, στον Βύρωνα, με συνολικά 360 κατοικίες.
Από το 1934-1939 κατασκευάστηκαν στο Δουργούτι (συνοικία του Νέου Κόσμου) εννέα πολυκατοικίες που περιελάμβαναν 273 κατοικίες.
Υπήρχε επίσης σημαντική κατασκευαστική δραστηριότητα στην Καισαριανή, στους Αγίους Αναργύρους, στον Πειραιά και στον Αγιο Ιωάννη Ρέντη.¹
Στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά ένας μεγάλος αυτοσχέδιος οικισμός παραπηγμάτων δημιουργήθηκε στη Δραπετσώνα και ένας μικρότερος στο Χατζηκυριάκειο.
Από τους κρατικούς οικισμούς, οι τρεις μεγάλοι κατασκευάστηκαν σε φάσεις στη Νίκαια («Γερμανικά», Ασπρα Χώματα, Νέα Κοκκινιά, Νεάπολη), στην Πειραϊκή (Νέα Καλλίπολη) και στην Αμφιάλη του Κερατσινίου.
Οι μικρότεροι στο Ικόνιο του Περάματος, στα Ταμπούρια, στην Ευγένεια, στον Αγιο Γεώργιο και στην Ανάσταση στο Κερατσίνι, στον Αγιο Διονύση της Δραπετσώνας, στην Παλιά Κοκκινιά (Αγιοι Ανάργυροι και Αγία Σωτήρα), στη Σούδα του Νέου Φαλήρου, στην περιοχή νότια του Ατμοηλεκτρικού Σταθμού του Νέου Φαλήρου, στο Τουρκολίμανο και πέντε ακόμη στην περιοχή του Αγίου Ιωάννη Ρέντη και των Καμινίων, συγκεκριμένα στο κέντρο του Αγίου Ιωάννη Ρέντη, στη συνοικία Απόλλωνας, δύο στην οδό Θηβών και ένας στη λεωφόρο Πέτρου Ράλλη.²
Το Λεκανοπέδιο των Αθηνών υποδέχτηκε περίπου 225.000 πρόσφυγες, οι οποίοι αντιπροσώπευαν περίπου το 20% του συνολικού αριθμού των μεταναστών στην Ελλάδα.
Η κρατική πολιτική για τη στέγαση των προσφύγων στην Αθήνα δεν επικεντρωνόταν αποκλειστικά σε πολυώροφες πολυκατοικίες στην πόλη, αλλά και στην ίδρυση συνοικιών στα προάστια και κοντά σε περιοχές όπου οι πρόσφυγες είχαν προσωρινά εγκατασταθεί.
Αυτό επιτυγχανόταν είτε μέσω οργανωμένων κατασκευαστικών έργων, συνήθως μικρών πολυκατοικιών ή διώροφων κατοικιών, είτε μέσω των προγραμμάτων ιδιωτικής κατασκευής με την παροχή οικοπέδων με ευνοϊκούς όρους αποπληρωμής για τους πρόσφυγες που είχαν το δικαίωμα σε αυτά.
Περισσότερα από 15.000 οικόπεδα μοιράστηκαν με τον τρόπο αυτό, κυρίως στη Νέα Σμύρνη και στην Καλλίπολη του Πειραιά.¹
Πηγές:
1. Αννα Μανδηλαρά «Οικονομική πολιτική και επιχειρήσεις μετά την “Μικρασιατική καταστροφή”. Η στέγαση και ο κατασκευαστικός τομέας στην αστική εγκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου»
2. Νίκος Μπελαβίλας «Σημειώσεις για την προσφυγική εγκατάσταση στον Πειραιά του Μεσοπολέμου»
efsyn.gr