Οι εκτοπισμένοι, λόγω των πολέμων και της φτώχειας, εξελίσσονται σε σημαντική πρόκληση για τις αναπτυσσόμενες χώρες οι οποίες φιλοξενούν σχεδόν το 95% από αυτους, αποκαλύπτει μια έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Η παρουσία αυτών των ανθρώπων που βρίσκονται σε άθλια οικονομική κατάσταση “επηρεάζει τις προοπτικές ανάπτυξης των κοινοτήτων που τους φιλοξενούν” και “τρέφει επίσης τις ξενοφοβικές αντιδράσεις, ακόμη και στις πλούσιες χώρες”, γράφει ο συντάκτης της έκθεσης, Ξαβιέ Ντεβικτόρ. Η Παγκόσμια Τράπεζα καλεί τους αναπτυξιακους φορείς να βοηθήσουν περισσότερο τις χώρες φιλοξενίας, χορηγώντας τους δάνεια ή δωρεές. Περίπου 65 εκατομμύρια άνθρωποι, δηλαδή περίπου το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού, έχουν εκτοπιστεί δια της βίας. Από αυτούς τα 41 εκατομμύρια είναι εσωτερικά εκτοπισμένοι ενώ τα υπόλοιπα 24 είναι πρόσφυγες που έχουν ζητήσει άσυλο σε άλλες χώρες. Τα τελευταία 25 χρόνια, οι “πηγές” προέλευσης των εκτοπισμένων έχουν παραμείνει σχεδόν οι ίδιες: το Αφγανιστάν, το Ιράκ, η Συρία, το Μπουρούντι, η Λ.Δ. του Κονγκό, η Σομαλία, το Σουδάν, η Κολομβία, ο Καύκασος και η πρώην Γιουγκοσλαβία. Η Συρία είναι πάντως η μοναδική χώρα στην οποία έχει εκτοπιστεί πάνω από το 25% του πληθυσμού. Οι μισοί από τους εκτοπισμένους πληθυσμούς έχουν εγκαταλείψει τις εστίες τους εδώ και τουλάχιστον τέσσερα χρόνια, σημειώνεται στην έκθεση όπου υπογραμμίζεται ότι γενικά, το αποκορύφωμα της μετακίνησης ή της φυγής των κατοίκων καταγράφεται τέσσερα χρόνια μετά την έναρξη ενός πολέμου. Μόλις το 27% των εκτοπισμένων θα επιστρέψει τελικά στην περιοχή απ’ όπου έφυγε. Πολλοί θα παραμείνουν σε αστικές περιοχές, όπως στην Καμπούλ, την Τζούμπα στο Νότιο Σουδάν, τη Λουάντα στην Αγκόλα ή τη Μονρόβια στη Λιβερία.
www.dikaiologitika.gr
www.dikaiologitika.gr