Είναι η αρχή της προηγούμενης δεκαετίας και η Αθήνα ετοιμάζεται να φιλοξενήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Το μετρό έχει μόλις μπει στη ζωή μας και
στο τέλος των κυλιόμενων του σταθμού του Κεραμεικού, ανάμεσα σε σκαλωσιές, εμφανίζεται ξαφνικά το Γκάζι. Την ίδια στιγμή, το ιστορικό τρίγωνο γνωρίζει τεράστια εμπορική άνθηση και η πλατεία Καρύτση γίνεται το κέντρο της πόλης. Σιγά-σιγά η νέα γενιά ανακαλύπτει τα Πετράλωνα και εξερευνά το Μεταξουργείο, μετά το Παγκράτι, το Μετς και το Κουκάκι, ενώ σήμερα δειλά εμφανίζεται ξανά στον χάρτη και η Κυψέλη.
Περιοχές που άλλοτε αποτελούσαν τον πυρήνα του αθηναϊκού πληθυσμού και σταδιακά υποβαθμίστηκαν όταν ο κόσμος άρχισε να μετακομίζει στα προάστια, αποκτούν σήμερα έναν νέο χαρακτήρα, υπό διαμόρφωση ακόμα, με βασικό στοιχείο τη δυναμική παρουσία της νέας γενιάς. Της γενιάς που μεγάλωσε το ’80 και το ‘90 στα προάστια, που είδε την Αθήνα να επανασυστήνεται στους κατοίκους της, που ταξίδεψε στο εξωτερικό και γνώρισε τα μητροπολιτικά κέντρα της Ευρώπης, που απέκτησε μια παγκοσμιοποιημένη κουλτούρα και μοιράζεται κοινές ανησυχίες με πρώτη και κύρια αυτήν που εκπορεύεται από την οικονομική κρίση. Οι νέοι Αθηναίοι ανακάλυψαν μια ξεχασμένη πόλη, βρήκαν φθηνά ενοίκια, αδιαφόρησαν για τα προφανή προβλήματά της και «επανίδρυσαν» έναν τόπο για να ζήσουν, να διασκεδάσουν, να επικοινωνήσουν.
«Οι παλιές συνοικίες του αθηναϊκού κέντρου, οι περιοχές δηλαδή όπου κατοικούσαν οι Αθηναίοι μέχρι τον πόλεμο, διαθέτουν έναν ιδιαίτερο αστικό χαρακτήρα που τις διαφοροποιεί από τα νεότερα προάστια. Ο χαρακτήρας αυτός διαμορφώνεται από την αρχιτεκτονική, την ανάμειξη των χρήσεων και τη νέα ανθρωπογεωγραφία της πόλης», λέει ο αρχιτέκτονας Πάνος Δραγώνας, του γραφείου deltArCHI, και συνεχίζει δίνοντάς μας μια σφαιρική οπτική του τοπίου: «Στο τόξο των συνοικιών κάτω από τον Λυκαβηττό, από το Παγκράτι έως τα Πατήσια, η αρχιτεκτονική ταυτότητα της Αθήνας καθορίζεται από τις μοντέρνες πολυκατοικίες του Μεσοπολέμου, αλλά και τις μεταπολεμικές πολυκατοικίες της αντιπαροχής και τα μεταπολεμικά κτίρια γραφείων που μπορεί να έχουν κατηγορηθεί στο παρελθόν, αλλά όσο περνάει ο χρόνος καταξιώνονται ως βασικά συστατικά της εικόνας της πόλης».
Πέραν του αρχιτεκτονικού τοπίου, το βασικό κοινό χαρακτηριστικό της ευρύτερης περιοχής του αθηναϊκού κέντρου είναι η ύπαρξη αμέτρητων (και γεμάτων κόσμο) καφέ, μπαρ και εστιατορίων. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται η κάθε τόσο (σχεδόν) ξαφνική εμφάνιση μικρών εστιών γύρω από πλατείες, σε πεζόδρομους, σε στενές στοές ή σε αυλές, σε ταράτσες ή ακόμα και σε πεζοδρόμια ανάμεσα σε αυτοκίνητα και εισόδους πολυκατοικιών. «Η νέα γενιά δοκιμάζει σημεία της πόλης που θεωρεί πιο “ουσιαστικά”, δημιουργεί στέκια και τελικά παρασύρει και τους μεγαλύτερους», λέει ο Νεκτάριος Κεφαλάς που δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στον χώρο της διασκέδασης εδώ και πολλά χρόνια. «Προ κρίσης θεωρούσαμε ότι όπου πάει το μετρό θα πάει και ο κόσμος, αλλά δεν είναι έτσι. Οι πιάτσες γεννιούνται εκεί που είναι ωραία, στα νεοκλασικά, στους πεζόδρομους, στις γειτονιές – και το κέντρο είναι γεμάτο από τέτοια σημεία». Ο κ. Κεφαλάς είναι ο ιδιοκτήτης του Fabrica De Vino, ενός wine bar στην οδό Μπενάκη, αλλά και της μπιραρίας Barley Cargo στην οδό Κολοκοτρώνη, τον δρόμο που μέσα στη δεκαετία εξελίχθηκε σε ραχοκοκαλιά της νυχτερινής διασκέδασης του κέντρου, μαζί με την πλατεία Ειρήνης λίγο πιο χαμηλά ή πιο πρόσφατα την οδό Ηπίτου, όπου τα σαββατόβραδα το πλήθος θυμίζει διαδήλωση.
Παγκράτι και Πετράλωνα
Η συνοικία του Χατζιδάκι και του Μαγεμένου Αυλού, φορτωμένη για χρόνια την ταμπέλα ενός άχρωμου τόπου όπου δεν έβρισκες να παρκάρεις, είναι σήμερα ένας από τους πιο δημοφιλείς προορισμούς στη βραδινή ζωή της πόλης. Τι συνέβη με το Παγκράτι; «Είναι γειτονιά», λέει η Χριστίνα Αχιλλιά, «και ο κόσμος έχει ανάγκη να νιώσει την ασφάλεια και τη συντροφικότητα της γειτονιάς». Η Χριστίνα και δύο παλιοί της συμμαθητές μετακόμισαν από τα νότια προάστια στο Παγκράτι πριν από επτά χρόνια. «Για να είμαστε πιο κοντά στο κέντρο, αλλά και επειδή μας άρεσαν εδώ», εξηγεί, «οι δρόμοι, οι διαδρομές, τα σπίτια, η ατμόσφαιρα». Οι τρεις τους είδαν την περιοχή να ζει μια πρωτοφανή άνθηση και τελικά, κουρασμένοι από τις πρωινές δουλειές τους, αποφάσισαν πριν από έναν χρόνο να ανοίξουν το δικό τους μαγαζί: το Σκάζη, ένα φιλόξενο καφέ-μπαρ λίγο πάνω από τη δημοφιλέστατη, πλέον, πλατεία Βαρνάβα, η οποία ζει μεγάλες δόξες, όπως συμβαίνει και στην πλατεία Προσκόπων, την οδό Αρχελάου, την Αρχιμήδους, την Εμπεδοκλέους ή και τη γειτονική οδό Αναπαύσεως στο Μετς, στη σκιά του Α΄ Νεκροταφείου. Κοινό χαρακτηριστικό των μαγαζιών η ρετρό αύρα τους, το αστικό τους υπόβαθρο, η ζεστασιά τους.
Η Χριστίνα, μάλιστα, παρατηρεί ότι οι μεγαλύτερης ηλικίας κάτοικοι της περιοχής απολαμβάνουν την κινητικότητα στη γειτονιά τους και αναμειγνύονται με παρέες νεαρών που έχουν τα μισά τους χρόνια. Το γεγονός αυτό, ως γενικό φαινόμενο, το επιβεβαιώνει και ο κ. Δραγώνας: «Η ήπια ανάμειξη των βασικών χρήσεων, δηλαδή της κατοικίας, της εργασίας, του εμπορίου και της αναψυχής, λειτουργεί προς όφελος της καθημερινότητας των πολιτών. Ο περιορισμός των αναγκών μετακίνησης, αλλά και η αίσθηση ασφάλειας που δημιουργεί η συνεχής παρουσία κόσμου καθ’ όλη τη διάρκεια του 24ώρου και της εβδομάδας σε μια περιοχή, εξασφαλίζουν καλύτερη ποιότητα ζωής». Το πρόβλημα αρχίζει να δημιουργείται όταν η κατάσταση γίνει ανεξέλεγκτη, κάτι που έως ένα σημείο συνέβη στα Πετράλωνα.
Ο Χριστόφορος Μητρόπουλος ζούσε στην περιοχή πριν γίνει μόδα και το 2008, μαζί με άλλα δύο άτομα, άνοιξε ένα καφέ-μπαρ στην πλατεία Μερκούρη, τη Βραζιλιάνα. Ηταν από τα πρώτα μαγαζιά στα Ανω Πετράλωνα και αυτό που ουσιαστικά έβαλε την περιοχή στον χάρτη της βραδινής διασκέδασης. «Ερχόταν κόσμος και ενδιαφερόταν για τη γειτονιά», θυμάται. «Είναι ένα πολύ όμορφο μέρος, ήθελαν να το γνωρίσουν και να μετακομίσουν εδώ, ο ένας έφερε τον άλλο, άρχισαν να ανοίγουν μαγαζιά, τα παλιά καφενεία έγιναν καφετέριες και φυσιολογικά τώρα έχει αρχίσει να υπάρχει μια κάμψη». Η φυσιογνωμία της γειτονιάς αλλοιώθηκε και οι παλιότεροι κάτοικοι άρχισαν να διαμαρτύρονται. «Τα βάζουν με τα μαγαζιά, αν και νομίζω ότι θα έπρεπε να τα βάλουν με όσους έδωσαν άδειες σε τόσο κόσμο χωρίς να νοιάζονται να διαφυλάξουν τον χαρακτήρα της περιοχής», λέει ο κ. Μητρόπουλος. «Τώρα τα περισσότερα μαγαζιά υπολειτουργούν. Τα Σαββατοκύριακα έχει κόσμο, αλλά η κίνηση έχει μειωθεί».
Συγκοινωνούντα δοχεία
Για να «γεμίσουν» κάποτε τα Πετράλωνα, «άδειασε» κάποια άλλη περιοχή. Το κέντρο και τα πέριξ του είναι σαν συγκοινωνούντα δοχεία. Τα Εξάρχεια και το Κολωνάκι δεν ζουν τις καλύτερες μέρες τους, αλλά θα γίνει ένας κύκλος και θα ανέβουν και πάλι. Οπως συνέβη με την περιοχή του Ψυρρή που παρήκμασε πριν από περίπου μία δεκαετία, αλλά σήμερα επανακτά τη δυναμική της. Για να βρεθεί κάποιο νέο σημείο στο προσκήνιο, χρειάζεται πάντα μια αφορμή. Ενα μαγαζί που «έπιασε» και τράβηξε τον κόσμο, ο κορεσμός κάποιας γειτονικής πιάτσας, μια παράλληλη κινητικότητα στα πέριξ. Στο Κουκάκι οι αφορμές ήταν τόσο πολλές, που ήταν δεδομένο ότι αργά ή γρήγορα θα ζούσε την ακμή του. Μια περιοχή δίπλα στο κέντρο, λίγο κάτω από τον λόφο του Φιλοπάππου, στη σκιά της Ακρόπολης – επωφελήθηκε από την τουριστική ανάπτυξη λόγω του μουσείου (και από την ύπαρξη ουσιαστικά δύο σταθμών μετρό) και γύρω από κάποια ήδη επιτυχημένα συνοικιακά μαγαζιά γεννήθηκε ένα νέο κέντρο διασκέδασης. Στον πεζόδρομο της Ολυμπίου δυσκολεύεσαι να βρεις ελεύθερο τραπέζι, στη Φαλήρου διαμορφώνεται ένα μοντέρνο και ετερόκλητο τοπίο, ενώ ο πεζόδρομος της Δράκου, που μέχρι πρόσφατα ήταν περισσότερο ένα πέρασμα, αποκτά πλέον χαρακτήρα προορισμού.
Κι αν το έδαφος στο Κουκάκι ήταν πρόσφορο, δεν ισχύει το ίδιο για αρκετά άλλα σημεία της πόλης. Η πρόσφατη ανάπλαση της πλατείας Αγίου Γεωργίου στην Κυψέλη και τα καινούργια μαγαζιά που προστέθηκαν στα ήδη υπάρχοντα ανανέωσαν ένα ιστορικό σημείο της πόλης. Επίσης, τελευταία, κάποιες νέες επιχειρηματικές πρωτοβουλίες αρχίζουν να δίνουν ζωή στη ρημαγμένη πλατεία Βάθης. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα βέβαια αποτελεί εδώ και χρόνια το Μεταξουργείο, μια παλιά μεσοαστική γειτονιά που υποβαθμίστηκε δραματικά· σταδιακά, ανάμεσα στους τοξικομανείς, τις νέον επιγραφές των «στούντιο» και τα παρατημένα νεοκλασικά άρχισαν να εμφανίζονται χώροι τέχνης και αρτιστίκ μπαράκια, σαντουιτσάδικα, ρακομελάδικα και καλά εστιατόρια. Ενα σκηνικό βγαλμένο από εικόνες του σινεμά.
Την ίδια στιγμή στις γειτονιές των προαστίων παγιώνονται άλλες πιάτσες, μεμονωμένες, που κινούνται ανεξάρτητα και διαθέτουν τα δικά τους χαρακτηριστικά. Αυτό δεν σημαίνει ότι στο κέντρο υπάρχει απόλυτη ομοιομορφία. Κάθε περιοχή έχει την κουλτούρα, την αισθητική, τους θαμώνες της. Ακόμα και δύο μαγαζιά που βρίσκονται απέναντι συχνά απέχουν χιλιόμετρα. Υπάρχουν όμως ομοιότητες. «Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε συγκεκριμένα τοπικά χαρακτηριστικά», λέει ο κ. Δραγώνας προσπαθώντας να βρει κοινούς παρονομαστές στην άνθηση του κέντρου, «όπως το κλίμα και τον “υπαίθριο βίο”, την ιδιότυπη αθηναϊκή παραδοσιακή και μοντέρνα αρχιτεκτονική και τα ιδιαίτερα συστατικά της, π.χ. τις παλιές αυλές, τις κεντρικές στοές ή τη θέα από τις ταράτσες, που αναδεικνύονται με ευρηματικό τρόπο από τους νεότερους designers και λειτουργούν εν τέλει συνεκτικά στη συγκρότηση μιας νέας “αθηναϊκότητας”». Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ούτε την κοινή δυναμική που δημιουργείται, τη διαρκή κίνηση, τον ψίθυρο και τα πάθη της πόλης. Υπάρχει η αίσθηση του νέου, η αύρα του παρόντος. Η πεποίθηση ότι κάτι συμβαίνει.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Περιοδικό “Κ”