Ορισμένα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης έχουν την τάση να δανείζονται με την έκδοση ομολόγων που λήγουν σε βάθος χρόνου, εκμεταλλευόμενα τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια. Εντούτοις, η τάση αυτή μπορεί να έχει υψηλό τίμημα – αλλά, ίσως, να αξίζει να το πληρώσουν τουλάχιστον τα κράτη-μέλη που έπασχαν στην κρίση δημόσιου χρέους την περίοδο 2010-12.
Η Γαλλία, το Βέλγιο και η Ισπανία έχουν εκδώσει 50ετή ομόλογα το 2016 με ιστορικά χαμηλά επιτόκια. Η Ιταλία είναι έτοιμη να ακολουθήσει το παράδειγμά τους. Η Ιρλανδία και το Βέλγιο έχουν δανειστεί από τις αγορές με την έκδοση 100ετών ομολόγων, αν και έχουν αντλήσει μικρά ποσά.
Μερίδα τραπεζικών αναλυτών προειδοποιούν πως, ίσως, να μην έχουν νόημα τέτοιας φύσεως συναλλαγές. Εκτιμούν πως η Ιταλία μπορεί να εξοικονομήσει περισσότερα σε έντοκες πληρωμές εάν προχωρούσε σε έκδοση 30ετών ομολόγων και επέστρεφε στις αγορές για να δανειστεί εκ νέου για την υπόλοιπη 20ετία.
Οι δανειζόμενοι επιδιώκουν, επίσης, να θωρακίσουν τις οικονομίες τους από μια κρίση αποπληρωμής στο μέλλον όπως συνέβη στην προηγούμενη κρίση της Ευρωζώνης. Μέχρι στιγμής, δεν έχει υπάρξει έλλειψη αγοραστών. Βασικός λόγος είναι πως δεν υπάρχουν ικανοποιητικές αποδόσεις σε βραχυπρόθεσμους τίτλους. Σε πολλές περιπτώσεις, οι αποδόσεις των βραχυπρόθεσμων τίτλων είναι αρνητικές λόγω του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πάνω από έναν χρόνο. Μεγάλοι θεσμικοί επενδυτές, όπως είναι τα συνταξιοδοτικά και τα ασφαλιστικά ταμεία, έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον για επενδύσεις σε τόσο μακροπρόθεσμα ομόλογα, διότι έχουν τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν έστω κάποια απόδοση. Με βάση κάποιους υπολογισμούς της Deutsche Bank, η Ιταλία μπορεί να πληρώνει ετήσιο τόκο 2,65% σε 50ετές ομόλογο. Εντούτοις, η Deutsche ισχυρίζεται πως η Ιταλία έχει περισσότερα να κερδίσει εάν πουλήσει 30ετές ομόλογο με επιτόκιο 2,2% αρχικά και εκδώσει 20ετές ομόλογο έπειτα από μια 30ετία. Ετσι ο Ιταλός φορολογούμενος θα επωμιζόταν λιγότερα.
Παραμένει, βέβαια, άγνωστο σε τι επίπεδα θα κυμαίνεται το επιτόκιο ενός 20ετούς ιταλικού ομολόγου σε μια 30ετία. Η Deutsche υπολόγισε πως το επιτόκιο θα είναι υψηλότερο μετά τρεις δεκαετίες, ίσως υπερδιπλάσιο από τα τρέχοντα επίπεδα του 1,75% που, όμως, θα είναι ισάξιο με τα κουπόνια που θα επιβαρύνονταν το ιταλικό Δημόσιο καθ’ όλη τη διάρκεια ενός 50ετούς ομολόγου. «Αυτές οι εκτιμήσεις υπονοούν πως εάν η Ιταλία εκδώσει 30ετές ομόλογο σήμερα και πωλούσε έπειτα από μια 30ετία ένα 20ετές ομόλογο με απόδοση 4,5% και πάλι θα εξοικονομούσε περισσότερα από την έκδοση ενός 50ετούς ομολόγου σήμερα», σημειώνει η Deutsche. «Δηλαδή, από καθαρά οικονομική άποψη, ένα 50ετές ομόλογο σήμερα θα κοστίσει πιο πολλά στο ιταλικό Δημόσιο».
Από την άλλη πλευρά, όμως, ο κίνδυνος είναι μήπως η σημερινή περίοδος του φθηνού κόστους δανεισμού για τα κράτη είναι πολύ μακρινή ανάμνηση μέχρι το 2046. Την τελευταία φορά που οι αποδόσεις των 20ετών ιταλικών ομολόγων βρέθηκαν στο 4,5% ήταν προ τριετίας, ενώ είχαν εκτοξευθεί στο 8,2% στην κρίση χρέους και ειδικότερα το 2011.
Συν τοις άλλοις, είναι μια ικανοποιητική επιλογή για τους επενδυτές. Στο πλαίσιο του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, η ΕΚΤ αγοράζει κρατικά ομόλογα με φάσμα ωρίμανσης από δύο έως 30 έτη, οδηγώντας τις αποδόσεις σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Αλλά για τα ομόλογα που δεν περιλαμβάνονται στη «λίστα» της ΕΚΤ και ξεπερνούν την 30ετία, οι αποδόσεις είναι πολύ πιο ικανοποιητικές. Οι επενδυτές, όμως, μπορεί να αποθαρρυνθούν από την πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα που επικρατεί σήμερα στην Ευρωζώνη.
Η Γαλλία, το Βέλγιο και η Ισπανία έχουν εκδώσει 50ετή ομόλογα το 2016 με ιστορικά χαμηλά επιτόκια. Η Ιταλία είναι έτοιμη να ακολουθήσει το παράδειγμά τους. Η Ιρλανδία και το Βέλγιο έχουν δανειστεί από τις αγορές με την έκδοση 100ετών ομολόγων, αν και έχουν αντλήσει μικρά ποσά.
Μερίδα τραπεζικών αναλυτών προειδοποιούν πως, ίσως, να μην έχουν νόημα τέτοιας φύσεως συναλλαγές. Εκτιμούν πως η Ιταλία μπορεί να εξοικονομήσει περισσότερα σε έντοκες πληρωμές εάν προχωρούσε σε έκδοση 30ετών ομολόγων και επέστρεφε στις αγορές για να δανειστεί εκ νέου για την υπόλοιπη 20ετία.
Οι δανειζόμενοι επιδιώκουν, επίσης, να θωρακίσουν τις οικονομίες τους από μια κρίση αποπληρωμής στο μέλλον όπως συνέβη στην προηγούμενη κρίση της Ευρωζώνης. Μέχρι στιγμής, δεν έχει υπάρξει έλλειψη αγοραστών. Βασικός λόγος είναι πως δεν υπάρχουν ικανοποιητικές αποδόσεις σε βραχυπρόθεσμους τίτλους. Σε πολλές περιπτώσεις, οι αποδόσεις των βραχυπρόθεσμων τίτλων είναι αρνητικές λόγω του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πάνω από έναν χρόνο. Μεγάλοι θεσμικοί επενδυτές, όπως είναι τα συνταξιοδοτικά και τα ασφαλιστικά ταμεία, έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον για επενδύσεις σε τόσο μακροπρόθεσμα ομόλογα, διότι έχουν τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν έστω κάποια απόδοση. Με βάση κάποιους υπολογισμούς της Deutsche Bank, η Ιταλία μπορεί να πληρώνει ετήσιο τόκο 2,65% σε 50ετές ομόλογο. Εντούτοις, η Deutsche ισχυρίζεται πως η Ιταλία έχει περισσότερα να κερδίσει εάν πουλήσει 30ετές ομόλογο με επιτόκιο 2,2% αρχικά και εκδώσει 20ετές ομόλογο έπειτα από μια 30ετία. Ετσι ο Ιταλός φορολογούμενος θα επωμιζόταν λιγότερα.
Παραμένει, βέβαια, άγνωστο σε τι επίπεδα θα κυμαίνεται το επιτόκιο ενός 20ετούς ιταλικού ομολόγου σε μια 30ετία. Η Deutsche υπολόγισε πως το επιτόκιο θα είναι υψηλότερο μετά τρεις δεκαετίες, ίσως υπερδιπλάσιο από τα τρέχοντα επίπεδα του 1,75% που, όμως, θα είναι ισάξιο με τα κουπόνια που θα επιβαρύνονταν το ιταλικό Δημόσιο καθ’ όλη τη διάρκεια ενός 50ετούς ομολόγου. «Αυτές οι εκτιμήσεις υπονοούν πως εάν η Ιταλία εκδώσει 30ετές ομόλογο σήμερα και πωλούσε έπειτα από μια 30ετία ένα 20ετές ομόλογο με απόδοση 4,5% και πάλι θα εξοικονομούσε περισσότερα από την έκδοση ενός 50ετούς ομολόγου σήμερα», σημειώνει η Deutsche. «Δηλαδή, από καθαρά οικονομική άποψη, ένα 50ετές ομόλογο σήμερα θα κοστίσει πιο πολλά στο ιταλικό Δημόσιο».
Από την άλλη πλευρά, όμως, ο κίνδυνος είναι μήπως η σημερινή περίοδος του φθηνού κόστους δανεισμού για τα κράτη είναι πολύ μακρινή ανάμνηση μέχρι το 2046. Την τελευταία φορά που οι αποδόσεις των 20ετών ιταλικών ομολόγων βρέθηκαν στο 4,5% ήταν προ τριετίας, ενώ είχαν εκτοξευθεί στο 8,2% στην κρίση χρέους και ειδικότερα το 2011.
Συν τοις άλλοις, είναι μια ικανοποιητική επιλογή για τους επενδυτές. Στο πλαίσιο του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, η ΕΚΤ αγοράζει κρατικά ομόλογα με φάσμα ωρίμανσης από δύο έως 30 έτη, οδηγώντας τις αποδόσεις σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Αλλά για τα ομόλογα που δεν περιλαμβάνονται στη «λίστα» της ΕΚΤ και ξεπερνούν την 30ετία, οι αποδόσεις είναι πολύ πιο ικανοποιητικές. Οι επενδυτές, όμως, μπορεί να αποθαρρυνθούν από την πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα που επικρατεί σήμερα στην Ευρωζώνη.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ