Τρεισήμισι ολόκληρα χρόνια περίμενε η Ταγκρίτ Αλρβάντς μαζί με τον άντρα της και τα πέντε παιδιά της σε έναν προσφυγικό καταυλισμό στην Ιορδανία, μέχρι η
αίτησή τους να γίνει δεκτή. Η οικογένειά της είναι από την Ντράας στη νότια Συρία. Όταν οι δυνάμεις ασφαλείας έκαψαν το σπίτι της έφυγαν κυνηγημένοι και κατέφυγαν σε έναν προσφυγικό καταυλισμό στην Ιορδανία. Με την βοήθεια του ΟΗΕ πέρασαν από πάμπολλες συνεντεύξεις από τους υπαλλήλους των αμερικανικών προξενικών αρχών. Ο χρόνος κυλούσε, όμως δεν γινόταν τίποτα. «Ήταν σαν λαχείο» θυμάται σήμερα η 40χρονη μητέρα, όταν έμαθε πως μπορεί μαζί με την οικογένειά της να ταξιδέψει στην Αμερική. Είναι μια από τις 10.000 πρόσφυγες που θα δεχθούν φέτος οι ΗΠΑ.
Η Ταγκρίτ Αλρβάντς μένει τώρα στο Ντίαρμπορν, ένα προάστιο στο Μίσιγκαν των ΗΠΑ. Γιατί όμως η οικογένεια της Ταγκρίτ και όχι κάποια άλλη; Ίσως γιατί τα δύο από τα πέντε παιδιά της είναι ανάπηρα. Μια δύσκολη ζωή, αλλά σήμερα πάντως όλα είναι κάπως καλύτερα. Ο άντρας της έχει δουλειά -εργάζεται σε ένα σφαγείο- έχουν ένα σπίτι, έπιπλα και μια κανονική πια κουζίνα για να μαγειρεύουν.
Η βοήθεια προήλθε από τους Σύρους συμπατριώτες τους και κυρίως από την Νάντα Κουρντί, η οποία εργάζεται ως μεταφράστρια. «Είμαι κι εγώ από τη Συρία και δεν θα ήθελα οι συμπατριώτες μου να έχουν άσχημες εμπειρίες στις ΗΠΑ». Το πιο σημαντικό όμως είναι να μάθουν τη γλώσσα της νέας πατρίδας. «Χωρίς αυτή δεν γίνεται τίποτα» λέει η Νάντα.
Δύσκολη η προσαρμογή για τους πρόσφυγες
φωτό από την Deutsche Welle
|
Η προσαρμογή δεν είναι εύκολη για τους νεοφερμένους. Αυτό το ξέρει καλά και η Μαντίχα Ταρίγκ από το Πακιστάν. Εργάζεται στην οργάνωση Access, η οποία βοηθάει πρόσφυγες που μόλις έχουν φτάσει στη χώρα να κλείσουν ραντεβού στο γιατρό, να επισκεφθούν διάφορες υπηρεσίες, να εγγραφούν στα μαθήματα γλώσσας. Περίπου 400.000 Αμερικανοί αραβικής προέλευσης ζουν στο Μίσιγκαν εκτιμά η Μαντίχα. «Οι μισοί από αυτούς ήρθαν σαν πρόσφυγες και έμειναν» λέει. Οι περισσότεροι βρήκαν δουλειά στα εργοστάσια της Ford. Η εταιρεία έχει τα κεντρικά της στο Ντίαρμπορν. Κατάφερε να επιβιώσει με γενναιόδωρη βοήθεια από την Ουάσινγκτον.
Πολλοί κάτοικοι όμως στο Ντίαρνμπορν φοβούνται μην χάσουν τη δουλειά τους και μαζί με αυτό φοβούνται πλέον και τους νεοφερμένους πρόσφυγες. Τους βλέπουν σαν τους νέους ανταγωνιστές που θα ρίξουν τα μεροκάματα στην αγορά. Κάποιοι λένε πως οι ξένοι έρχονται για να εκμεταλλευτούν το αμερικανικό σύστημα κοινωνικής πρόνοιας. Άλλοι δεν διστάζουν να πουν πως οι νεοαφιχθέντες είναι τρομοκράτες.
Βλέποντας όμως την Ταγκρίτ να χαϊδεύει με αγάπη το κεφάλι της κόρης της όλα αυτά φαίνονται τόσο παράλογα. «Η Συρία είναι η πιο όμορφη χώρα του κόσμου. Καμιά χώρα δεν μπορεί να σε υποδεχθεί τόσο καλά όσο η δικιά σου» λέει η ίδια και σκουπίζει συγκινημένη τα δάκρυά της.
Πηγή: Deutsche Welle