Σύμφωνα με σχετική απόφαση του ΣτΕ το Δημόσιο θα πρέπει να κατέχει το πλειοψηφικό πακέτο των εταιρειών που διαχειρίζονται κοινωνικά αγαθά – όπως το νερό – προκειμένου να ορίζει τις διοικήσεις τους
Ζητήματα για την συνταγματικότητα της υπαγωγής των ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ στο Υπερταμείο που πρέπει να προβληματίσουν την κυβέρνηση εγείρονται από το περιεχόμενο της έκθεσης της επιστημονικής υπηρεσίας της Βουλής που επικαλείται και την σχετική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Συγκεκριμένα σύμφωνα με την σχετική απόφαση του ΣτΕ το Ελληνικό Δημόσιο θα πρέπει να κατέχει το πλειοψηφικό πακέτο των εταιρειών που διαχειρίζονται κοινωνικά αγαθά – όπως το νερό – προκειμένου να ορίζει τις διοικήσεις τους. Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που το δημόσιο διατηρεί τις μετοχές αλλά χάνει το δικαίωμα ορισμού των διοικήσεων;
Αυτό φαίνεται να συμβαίνει με την ένταξη των ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ στην ΕΔΗΣ που αποτελεί θυγατρική εταιρεία του υπερταμείου. Στην πράξη οι διοικήσεις των και των συγκεκριμένων εταιρειών θα επιλέγονται από την «Επιτροπή Επιλογής» η οποία εκλέγεται από το Διοικητικό Συμβούλιο του υπερταμείου.
Ως γνωστόν για τη διοίκηση του υπερταμείου η κυβέρνηση και οι Θεσμοί επιδίδονται σε σκληρό μπρα ντε φερ για το ποιος θα έχει το πάνω χέρι. Νικητές φαίνεται να βγαίνουν για μια ακόμα φορά οι εταίροι καθώς για την θέση του προέδρου της Εταιρείας προωθείται ο Γάλλος Ζακ Λε Πάπ.
Πιο αναλυτικά, ο τρόπος κάλυψης των ΔΣ των ΔΕΚΟ και των δημόσιων επιχειρήσεων που περνάνε στην ΕΔΗΣ περιγράφεται στην παράγραφο 8 του άρθρου 197 του νόμου 4389/2016: «Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου των εταιριών των οποίων οι μετοχές ανήκουν άμεσα ή έμμεσα, στο σύνολό τους ή εν μέρει στην ΕΔΗΣ, εκλέγονται από τη συνέλευση των μετόχων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920. Ένα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου προτείνεται προς εκλογή από τον Υπουργό Οικονομικών. Όλα τα μέλη των Διοικητικών Συμβουλίων των ως άνω εταιρειών επιλέγονται από Επιτροπή Επιλογής η οποία εκλέγεται από το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας επί τη βάσει επαγγελματικών κριτηρίων, κατάλληλων για την εκπλήρωση των σκοπών καθεμίας εξ αυτών, όπως εξειδικεύονται στον Εσωτερικό Κανονισμό. Οι διατάξεις που περιέχουν αντίθετη ρύθμιση καταργούνται από την καταχώρηση του καταστατικού της ΕΔΗΣ στο Γ.Ε.ΜΗ».
Από την άλλη πλευρά η έκθεση της Νομικής Υπηρεσίας δεν εγείρει ευθέως ζητήματα αντισυνταγματικότητας, παραθέτει όμως τα επίμαχα αποσπάσματα της απόφασης του ΣτΕ αναφορικά με την ιδιωτικοποίηση της ΕΥΔΑΠ.
Συγκεκριμένα επισημαίνει ότι «Έχει, όµως, πρόσφατα κριθεί (ΣτΕ 1906/2014, ΘΠΔΔ, 2014, σελ. 511 επ., µε παρατηρήσεις Χ. Τσιλιώτη) ότι ο χαρακτήρας της δηµόσιας επιχείρησης «αναιρείται στην περίπτωση της αποξενώσεως του Ελληνικού Δηµοσίου από τον έλεγχο της ανωνύµου εταιρείας δια του µετοχικού κεφαλαίου, ήτοι της αποξενώσεώς του από εκείνο το ποσοστό των µετοχών (µεγαλύτερο του 50% σύµφωνα µε τις διατάξεις της νοµοθεσίας και το καταστατικό) που εξασφαλίζει τα ιδιοκτησιακά δικαιώµατα και τη δυνατότητα εκλογής, από τη Γενική Συνέλευση των µετόχων, της πλειοψηφίας των µελών του Διοικητικού Συµβουλίου, το οποίο είναι το ανώτατο διοικητικό όργανο της εταιρείας που διαµορφώνει τη στρατηγική και πολιτική της ανάπτυξής της και διαχειρίζεται τα περιουσιακά στοιχεία της. Στην περίπτωση αυτή η δηµόσια επιχείρηση ιδιωτικοποιείται όχι µόνον τύποις, δια της υπαγωγής της στις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου που διέπουν τις ανώνυµες εταιρείες, αλλά και κατ’ ουσίαν, µετατρεπόµενη σε ιδιωτική επιχείρηση, διότι παρέχεται σε ιδιώτες επενδυτές η νοµική δυνατότητα συγκεντρώσεως του ποσοστού του µετοχικού κεφαλαίου που εξασφαλίζει τον ιδιοκτησιακό έλεγχο και την εκλογή της πλειοψηφίας των µελών του Διοικητικού Συµβουλίου της εταιρείας. Η δε κατ’ ουσίαν µετατροπή της δηµοσίας επιχειρήσεως σε ιδιωτική, που λειτουργεί µε γνώµονα το κέρδος, καθιστά αβέβαιη τη συνέχεια της εκ µέρους της παροχής προσιτών υπηρεσιών κοινής ωφελείας, και δη υψηλής ποιότητας, η οποία δεν εξασφαλίζεται πλή- ρως µε την κρατική εποπτεία». Έτσι, κατά το Συµβούλιο της Επικρατείας, «οι υπηρεσίες της ΕΥΔΑΠ Α.Ε. παρέχονται µονοπωλιακώς, σε µεγάλο πληθυ σµό διαβιούντα υπό δυσµενείς οικιστικές συνθήκες στον περιορισµένο χώρο της Αττικής, από δίκτυα που είναι µοναδικά στην περιοχή και ανήκουν στα πάγια περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας. Συνίστανται δε οι υπηρεσίες αυτές στην ύδρευση και στην αποχέτευση που είναι αναγκαίες για την υγιεινή διαβίωση και, ιδίως, στην παροχή του πόσιµου ύδατος, φυσικού αγαθού α παραίτητου για την επιβίωση που καθίσταται σπανιότερο συν τω χρόνω. Αβεβαιότητα ως προς τη συνέχεια της παροχής προσιτών υπηρεσιών κοινής 9 ωφελείας µε αυτόν τον βαθµό αναγκαιότητας δεν συγχωρείται από το άρθρο 5 του Συντάγµατος, ειδικότερα δε από τη διάταξη της παραγράφου 5 που προσετέθη µε το από 6.4.2001 Ψήφισµα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής και κατοχυρώνει το δικαίωµα στην προστασία της υγείας, καθώς και από το άρθρο 21 παρ. 3 που ορίζει ότι το Κράτος µεριµνά για την υγεία των πολιτών. Συνεπώς, η αποξένωση του Ελληνικού Δηµοσίου από την πλειοψηφία του µετοχικού κεφαλαίου της ΕΥΔΑΠ Α.Ε., του οποίου η διατήρηση είναι αναγκαία – υπό το δεδοµένο νοµικό καθεστώς – για να µη µετατραπεί η δηµόσια επιχείρηση σε ιδιωτική, συνιστά παράβαση των άρθρων 5 παρ. 5 και 21 παρ. 3 του Συντάγµατος (…)».
Υπό το φως, εποµένως, της ανωτέρω απόφασης του Συµβουλίου της Επικρατείας, δηµόσιες επιχειρήσεις οι οποίες σκοπεύουν στη διασφάλιση ζωτικών αγαθών, χωρίς τα οποία δεν υφίστανται οι οµαλοί όροι για την, κατά τα σύγχρονα κριτήρια, αξιοπρεπή διαβίωση του ανθρώπου και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, και λειτουργούν υπό καθεστώς µονοπωλίου, δεν µπορούν να µετατραπούν σε κατ’ ουσίαν ιδιωτικές επιχειρήσεις, θα πρέπει δε το Ελληνικό Δηµόσιο ή άλλα Ν.Π.Δ.Δ. να έχουν πάντοτε την πλειοψηφία των µετοχών, ούτως ώστε να µπορούν να διορίζουν και την Διοίκησή τους (βλ. και Χ. Τσιλιώτη, Το νοµικοπολιτικό ζήτηµα των ιδιωτικοποιήσεων των υποδοµών στην Ελλάδα, Δ.Ε.Ε. 2014, σελ. 1139)»