Τα 1.300 αγγίζουν σήμερα τα εταιρικά κεφάλαια καινοτόμων επιχειρήσεων νεοφυούς κεφαλαίου (corporate venture capital – CVC) διεθνώς, ενώ το 2015 28 δισεκατομμύρια δολάρια από CVC διοχετεύθηκαν σε περισσότερες από 1.063 συμφωνίες, σε ένα ευρύ φάσμα κλάδων. Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από μία
νέα έκθεση της ΕΥ, The Innovation Paradox, η οποία, μέσω ανάλυσης δεδομένων και διεξοδικών συνεντεύξεων με μία σειρά από διαχειριστές εταιρικών κεφαλαίων, εξετάζει την ποικιλία των στρατηγικών, των προσεγγίσεων και των μοντέλων που υιοθετούν οι ώριμες επιχειρήσεις, προκειμένου να αποκτήσουν πρόσβαση σε δραστικά μετασχηματιστικές καινοτομίες. Η έκθεση εξετάζει ορισμένους από τους λόγους για τους οποίους οι σημερινοί ηγέτες της αγοράς συχνά δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν τις αλλαγές, οι οποίες μπορούν και τελικά επηρεάζουν αρνητικά τις επιχειρήσεις τους.
Καθώς ο μέσος όρος ζωής μιας επιχείρησης μειώνεται οι επιχειρήσεις επενδύουν στη λεγόμενη «κόψη του ξυραφιού» της καινοτομίας, χρησιμοποιώντας CVC. Γίνεται, πλέον, σαφές ότι η καινοτομία είναι ζωτικής σημασίας στη σημερινή αγορά, ωστόσο η μετατροπή των δραστικά μετασχηματιστικών ιδεών σε πραγματικότητα δεν είναι πάντα το δυνατό σημείο των μεγάλων επιχειρήσεων. Οι συνθήκες που συμβάλλουν στη διαδικασία αυτή, όπως οι μικρού μεγέθους ομάδες, η κουλτούρα που ενθαρρύνει τον πειραματισμό και συγχωρεί την αποτυχία, και η τάση προς τη μη συμμόρφωση, γενικά δεν ευδοκιμούν σε ώριμες επιχειρήσεις πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Τα εταιρικά κεφάλαια καινοτόμων επιχειρήσεων νεοφυούς κεφαλαίου μπορούν να γίνουν το όχημα για να προσαρμοστεί μια επιχείρηση στις ανάγκες του εξωτερικού περιβάλλοντος προκειμένου να κάνει την καινοτόμο ιδέα πραγματικότητα. Η έκθεση εξετάζει γιατί και πώς οι επιχειρήσεις επενδύουν περισσότερο από ποτέ σε CVC. Ορισμένες επιχειρήσεις τα χρησιμοποιούν για να οικοδομήσουν μία δεξαμενή πιθανών Συγχωνεύσεων & Εξαγορών (Σ&Ε), ενώ άλλες για να επενδύσουν σε καινοτόμες επιχειρήσεις, οι οποίες, αν και διατηρούν την ανεξαρτησία τους, συνδράμουν στο οικοσύστημα των μεγαλύτερων επιχειρήσεων, βοηθώντας τες να εντοπίσουν και να καλλιεργήσουν μελλοντικές καινοτομίες. Η έκθεση εξετάζει, επίσης, πώς τα CVC μπορούν να λειτουργήσουν καλύτερα, τι είδους ηγετικές ικανότητες απαιτούν, και πώς ωφελούν τις επενδυόμενες επιχειρήσεις – από την πρόσβαση που τους εξασφαλίζει σε μία συχνά μεγάλη πελατειακή βάση, μέχρι τη βοήθεια που λαμβάνουν ως προς τη διαχείριση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, αλλά και την ευθυγράμμισή τους με το ρυθμιστικό πλαίσιο.
Η έκθεση εντοπίζει τέσσερις ευρείες κατηγορίες εταιρικών κεφαλαίων καινοτόμων επιχειρήσεων νεοφυούς κεφαλαίου:
1) Μία επένδυση ενίσχυσης είναι μία προσέγγιση CVC, στην οποία στόχος είναι να γίνει δημοφιλής και να επεκταθεί η πλατφόρμα της μητρικής εταιρείας, βοηθώντας τη να ενσωματώσει μια τεχνολογία σε ένα δίκτυο εφαρμογών και επιχειρηματικών διαδικασιών. Αυτού του είδους οι καινοτομίες είναι χαμηλού ρίσκου και επικεντρώνονται στις τρέχουσες επιχειρηματικές δραστηριότητες της μητρικής εταιρείας. Είναι κυρίως επενδύσεις του σήμερα και όχι του αύριο.
2) Μία αναδυόμενη επένδυση είναι μία προσέγγιση CVC, κατά την οποία αντιμετωπίζεται μία αναγνωρισμένη πρόκληση ενός πελάτη, εφαρμόζεται ένα νέο επιχειρηματικό μοντέλο στη μητρική εταιρεία και οικοδομείται πάνω σε έναν προσκείμενο κλάδο ώστε να δημιουργηθούν συνέργειες, οι οποίες ωστόσο δεν αποτελούν μέρος της τρέχουσας επιχειρηματικής δραστηριότητας. Οι εταιρείες, συχνά, μπορεί να χρηματοδοτήσουν μικρότερα επιχειρηματικά σχήματα, που μπορούν να κινηθούν ταχύτερα, να πειραματιστούν και να δημιουργήσουν λύσεις πιο γρήγορα και πιο φθηνά από τα εσωτερικά τμήματα Ερευνας & Ανάπτυξης. Μερικές μεγάλες εταιρείες επενδύουν σε αναδυόμενες λύσεις, πέραν της δικής τους κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας.
3) Μία κινητήρια επένδυση είναι μία προσέγγιση CVC, κατά την οποία κατηγοριοποιούνται οι επενδύσεις, οι οποίες εστιάζουν στο μέλλον, αλλά ανταποκρίνονται στις ανάγκες των στρατηγικών στόχων. Μία μητρική εταιρεία ενδέχεται να κρίνει ότι μπορεί να κινηθεί ταχύτερα στην αγορά, αποκτώντας πρόσβαση σε εξωτερικές καινοτομίες.
4) Μία πειραματική επένδυση είναι μία προσέγγιση CVC, στην οποία πραγματοποιούνται επενδύσεις σε θεωρητικές ιδέες που βρίσκονται σε πιλοτικό στάδιο, εξετάζοντας καινοτόμες σκέψεις. Οι νεοφυείς επιχειρήσεις (startups) συνήθως βρίσκονται σε πολύ πρώιμο στάδιο και πολλές μητρικές εταιρείες καινοτόμων επιχειρήσεων νεοφυούς κεφαλαίου επενδύουν σε αυτές μέσω θερμοκοιτίδων, στοιχηματίζοντας σε πολλά μικρά, διαφορετικά εγχειρήματα, σε ένα περιβάλλον με υψηλά ποσοστά αποτυχίας.
Σχολιάζοντας τα ευρήματα της έρευνας, ο κ. Τάσος Ιωσηφίδης, επικεφαλής του τμήματος Χρηματοοικονομικών Συμβούλων της ΕΥ Ελλάδας, σημειώνει ότι «τα εταιρικά κεφάλαια καινοτόμων επιχειρήσεων νεοφυούς κεφαλαίου αποτελούν μία αμοιβαίως επωφελή κατάσταση, τόσο για την εταιρεία όσο και για τη νεοφυή επιχείρηση, στην οποία μπορεί να προσφέρει μια πραγματική ώθηση. Οι εταιρείες που χρησιμοποιούν σωστά τα CVC μπορούν να δώσουν μία εξαιρετικά ισχυρή ώθηση στην καινοτομία και την ανάπτυξη της επιχείρησής τους. Αντίστοιχα, οι ελληνικές νεοφυείς επιχειρήσεις, οι οποίες, παρά την οικονομική κρίση τα τελευταία χρόνια, αυξάνονται και παρουσιάζουν πολλές φορές εξαιρετικές και καινοτόμες ιδέες, μπορούν μέσω των CVC να αντλήσουν χρηματοδότηση και να εκμεταλλευθούν τα πλεονεκτήματα της σύνδεσης με μια καταξιωμένη μεγάλη επιχείρηση. Για να επιτευχθεί αυτό ωστόσο θα πρέπει να αναπτυχθούν περισσότερες επιλογές και εργαλεία τύπου CVC στη χώρα μας, προκειμένου να μπορέσουν οι νεοφυείς επιχειρήσεις να αξιοποιήσουν όλες τις δυνατότητές του».