Σημαντική απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (VKI κατά Amazon)
Μία πολύ σημαντική απόφαση αναφορικά με τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου σε σχέση με δραστηριότητες επεξεργασίας δεδομένων εξέδωσε το
Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο της ΕΕ στην υπόθεση VKI κατά Amazon SARL της (υπόθεση C-191/15), έκρινε ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από μια επιχείρηση που ασχολείται με το ηλεκτρονικό εμπόριο διέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο κατευθύνει τις δραστηριότητές της, εφόσον η επιχείρηση πραγματοποιεί την επεξεργασία των εν λόγω δεδομένων «στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων» μιας εγκατάστασης που βρίσκεται σε αυτό το κράτος μέλος.
Το Δικαστήριο της ΕΕ επεσήμανε πως το γεγονός ότι η επιχείρηση δεν διαθέτει υποκατάστημα ή θυγατρική εταιρεία στο εν λόγω κράτος μέλος δεν αποκλείει την ύπαρξη εγκατάστασης εκεί.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η απόφαση αυτή αποτελεί επιβεβαίωση μίας προηγούμενης σχετικής απόφασης του Δικαστηρίου και συγκεκριμένα της απόφασης στην υπόθεση Weltimmo (C-230/14).
Το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε επίσης ότι για μια τυποποιημένη ρήτρα επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου είναι παράνομη, κατά την έννοια της οδηγίας για τις αθέμιτες συμβάσεις καταναλωτών (93/13/ΕΟΚ(link is external)).
Ως εκ τούτου, οι εταιρείες θα πρέπει να εξετάσουν κατά πόσον τυπική επιλογή των ρητρών εφαρμοστέου δικαίου των συμβάσεων μεταξύ επιχειρήσεων και καταναλωτών είναι παράνομες και, ως εκ τούτου, άκυρες.
Αναλυτικό ιστορικό και τα προδικαστικά ερωτήματα
Η Amazon EU είναι εταιρία που εδρεύει στο Λουξεμβούργο, ανήκει σε διεθνή όμιλο εξ αποστάσεως πωλήσεων και, μεταξύ άλλων δραστηριοτήτων, απευθύνεται στους καταναλωτές που κατοικούν στην Αυστρία, μέσω ιστότοπου με την κατάληξη «.de», και συνάπτει με αυτούς συμβάσεις ηλεκτρονικών πωλήσεων. Η εταιρία δεν έχει ούτε έδρα ούτε εγκατάσταση στην Αυστρία.
Έως τα μέσα του 2012 οι γενικοί όροι που περιλαμβάνονταν στις συμβάσεις που συνάπτονταν με τους καταναλωτές αυτούς είχαν ως εξής:
«1. Η Amazon.de δεν αναγνωρίζει εναλλακτικούς όρους εκ μέρους του αγοραστή, εκτός εάν έχει εγκρίνει ρητώς και εγγράφως την εφαρμογή τους.
6. Σε περίπτωση πληρωμής επί πιστώσει, καθώς και σε διάφορες άλλες περιπτώσεις, όταν αυτό δικαιολογείται, η Amazon.de εξακριβώνει και αξιολογεί τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των πελατών και ανταλλάσσει δεδομένα με άλλες επιχειρήσεις εντός του ομίλου της Amazon, με γραφεία οικονομικών πληροφοριών και, κατά περίπτωση, με την Bürgel Wirtschaftsinformationen GmbH & Co. KG, Postfach 5001 66, 22701, Αμβούργο, Γερμανία.
9. Προκειμένου να εγκρίνουμε την αγορά επί πιστώσει ως τρόπο πληρωμής, χρησιμοποιούμε –πέραν των δικών μας δεδομένων– τιμές πιθανότητας σχετικές με την εκτίμηση του πιστωτικού κινδύνου, τις οποίες λαμβάνουμε από την Bürgel Wirtschaftsinformationen GmbH & Co. KG, Gasstraße 18, 22761 Αμβούργο, καθώς και από την informa Solutions GmbH, Rheinstrasse 99, 76532 Μπάντεν-Μπάντεν. [(Γερμανία)]. Οι εν λόγω εταιρίες χρησιμοποιούνται επίσης προς επιβεβαίωση των στοιχείων διευθύνσεως που δηλώνετε.
11. Αν ο χρήστης αποφασίσει να αναρτήσει ορισμένο περιεχόμενο στον ιστότοπο Amazon.de (για παράδειγμα, αξιολογήσεις πελατών), τότε παραχωρεί στην Amazon, για όλη τη διάρκεια ισχύος του βασικού δικαιώματος, χωρίς χρονικούς και τοπικούς περιορισμούς, άδεια εκμεταλλεύσεως του σχετικού περιεχομένου για κάθε σκοπό, είτε online είτε με άλλον τρόπο.
12. Εφαρμοστέο είναι το δίκαιο του Λουξεμβούργου, αποκλειομένης της Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων (ΔΠΚΠ).»
Η VKΙ, φορέας που νομιμοποιείται να ασκήσει αγωγές παραλείψεως υπό την έννοια της οδηγίας 2009/22, άσκησε αγωγή ενώπιον αυστριακού δικαστηρίου κατά της χρήσεως του συνόλου των ρητρών που περιλαμβάνονταν στους ανωτέρω γενικούς όρους και υπέβαλε συγχρόνως αίτημα δημοσιεύσεως της αποφάσεως που θα εκδιδόταν, φρονώντας ότι όλες αυτές οι ρήτρες ήταν αντίθετες στη νομοθεσία και τα συναλλακτικά ήθη.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκανε δεκτή την αγωγή στο σύνολό της, με εξαίρεση το κεφάλαιο που αφορούσε τη ρήτρα 8, σχετικά με την καταβολή πρόσθετου ποσού σε περίπτωση πληρωμής επί πιστώσει. Το δικαστήριο αυτό, στηριζόμενη στην κατ’ αρχήν εφαρμογή του κανονισμού Ρώμη Ι, έκρινε, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, ότι η ρήτρα 12, σχετικά με την επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου, ήταν άκυρη, με το σκεπτικό ότι η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου δεν μπορεί να οδηγήσει σε αποστέρηση του καταναλωτή από την προστασία την οποία του εγγυάται η νομοθεσία του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής του. Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε, ως εκ τούτου, ότι το κύρος των λοιπών ρητρών έπρεπε να εξεταστεί βάσει του αυστριακού δικαίου. Τέλος, όσον αφορά τις ρήτρες 6, 9 και 11, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο επισήμανε ότι μόνο τα ζητήματα που αφορούσαν την προστασία των δεδομένων έπρεπε να κριθούν βάσει του ισχύοντος λουξεμβουργιανού δικαίου, δεδομένου ότι ο κανονισμός Ρώμη Ι δεν αποκλείει την εφαρμογή της οδηγίας 95/46.
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ενώπιον του οποίο προσέφυγαν οι δύο διάδικοι της κύριας δίκης, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για νέα εξέταση. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι κρίσιμος για τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου ήταν ο κανονισμός Ρώμη Ι και εξέτασε επί της ουσίας μόνο τη ρήτρα 12, σχετικά με την επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου. Έκρινε επ’ αυτού ότι το άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η ρήτρα είναι παράνομη και ότι, βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, η ρήτρα έπρεπε να αναλυθεί βάσει του λουξεμβουργιανού δικαίου. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κάλεσε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο να προβεί στην ανάλυση αυτή και παρατήρησε, στη συνέχεια, ότι αν η ρήτρα κριθεί νόμιμη βάσει του λουξεμβουργιανού δικαίου, τότε και οι λοιπές ρήτρες θα πρέπει να αξιολογηθούν βάσει του δικαίου αυτού και θα πρέπει να γίνει σύγκριση με το αυστριακό δίκαιο προκειμένου να καθοριστεί η ευνοϊκότερη νομοθεσία κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, του κανονισμού Ρώμη Ι.
Το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο, Αυστρία), ενώπιον του οποίου προσέφυγε η VKI, διερωτάται ποιο είναι το εφαρμοστέο δίκαιο στην υπόθεση της κύριας δίκης. Υπό τις συνθήκες αυτές, το δικαστήριο αυτό αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Πρέπει το εφαρμοστέο δίκαιο επί αγωγής παραλείψεως κατά την έννοια της οδηγίας 2009/22 να καθορίζεται με βάση το άρθρο 4 του κανονισμού Ρώμη ΙI, όταν η αγωγή βάλλει κατά της χρήσεως παράνομων συμβατικών ρητρών από επιχείρηση εγκατεστημένη σε ορισμένο κράτος μέλος η οποία, στο πλαίσιο του ηλεκτρονικού εμπορίου, συνάπτει συμβάσεις με καταναλωτές εγκατεστημένους σε άλλα κράτη μέλη και ιδίως στο κράτος του δικάζοντος δικαστή;
2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:
α) Πρέπει να θεωρείται ως κράτος επελεύσεως της ζημίας (άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού Ρώμη ΙI) κάθε κράτος προς το οποίο κατευθύνεται η επιχειρηματική δραστηριότητα της εναγομένης επιχειρήσεως, με αποτέλεσμα να επιβάλλεται να κρίνονται οι προσβαλλόμενες ρήτρες με βάση το δίκαιο του κράτους αυτού, όταν ο έχων ενεργητική νομιμοποίηση φορέας βάλλει κατά της χρήσεως των ρητρών αυτών στις εμπορικές συναλλαγές με καταναλωτές εγκατεστημένους στο εν λόγω κράτος;
β) Υφίσταται προδήλως στενότερος δεσμός (άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη ΙI) με το δίκαιο του κράτους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η εναγομένη επιχείρηση, όταν οι όροι των συναλλαγών της προβλέπουν ότι επί των συμβάσεων που συνάπτει η επιχείρηση είναι εφαρμοστέο το δίκαιο του κράτους αυτού;
γ) Έχει μια τέτοια ρήτρα επιλογής δικαίου ως συνέπεια ότι οι προσβαλλόμενες συμβατικές ρήτρες πρέπει, για άλλους λόγους, να εξεταστούν με βάση το δίκαιο του κράτους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η εναγομένη επιχείρηση;
3) Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:
Πώς πρέπει να καθορίζεται το εφαρμοστέο δίκαιο επί αγωγής παραλείψεως;
4) Ανεξαρτήτως της απαντήσεως στα προηγούμενα ερωτήματα:
α) Είναι καταχρηστική, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, ρήτρα περιεχόμενη στους γενικούς όρους συναλλαγών, η οποία ορίζει ότι επί συμβάσεως συναφθείσας, στο πλαίσιο του ηλεκτρονικού εμπορίου, μεταξύ καταναλωτή και επιχειρήσεως εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος εφαρμόζεται το δίκαιο του κράτους εγκαταστάσεως της εν λόγω επιχειρήσεως;
β) Έχει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 95/46 την έννοια ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εκ μέρους επιχειρήσεως η οποία συνάπτει συμβάσεις, στο πλαίσιο του ηλεκτρονικού εμπορίου, με καταναλωτές εγκατεστημένους σε άλλα κράτη μέλη, υπόκειται, ανεξαρτήτως του κατά τα λοιπά εφαρμοστέου δικαίου, αποκλειστικώς στο δίκαιο του κράτους μέλους όπου βρίσκεται η εγκατάσταση της επιχειρήσεως στο πλαίσιο της οποίας πραγματοποιείται η επεξεργασία ή μήπως η επιχείρηση αυτή οφείλει να τηρεί επίσης τους περί προστασίας δεδομένων κανόνες των κρατών μελών προς τα οποία κατευθύνεται η επιχειρηματική της δραστηριότητα;»
Η απόφαση
Το Δικαστήριο της ΕΕ απεφάνθη ότι:
1) Ο κανονισμός (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), και ο κανονισμός (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ), έχουν την έννοια, με την επιφύλαξη του άρθρου 1, παράγραφος 3, καθενός από τους κανονισμούς αυτούς, ότι το εφαρμοστέο δίκαιο σε αγωγή παραλείψεως, κατά την έννοια της οδηγίας 2009/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, περί των αγωγών παραλείψεως στον τομέα της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών, κατά της χρήσεως φερόμενων ως παράνομων συμβατικών ρητρών από επιχείρηση εγκατεστημένη σε κράτος μέλος η οποία στο πλαίσιο του ηλεκτρονικού εμπορίου συνάπτει συμβάσεις με καταναλωτές εγκατεστημένους σε άλλα κράτη μέλη και ιδίως στο κράτος του δικάζοντος δικαστή, πρέπει να καθορίζεται βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 864/2007, ενώ το εφαρμοστέο δίκαιο για την αξιολόγηση συγκεκριμένης συμβατικής ρήτρας πρέπει πάντα να καθορίζεται κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 593/2008, είτε πρόκειται για ατομική αγωγή είτε για συλλογική αγωγή.
2) Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, έχει την έννοια ότι ρήτρα που περιλαμβάνεται στους γενικούς όρους πωλήσεως επαγγελματία η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως και κατά την οποία η σύμβαση που συνάπτεται με καταναλωτή στο πλαίσιο του ηλεκτρονικού εμπορίου διέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους της έδρας του εν λόγω επαγγελματία είναι καταχρηστική, εφόσον δημιουργεί στον καταναλωτή την εσφαλμένη εντύπωση ότι στη σύμβαση έχει εφαρμογή μόνο το δίκαιο του συγκεκριμένου κράτους μέλους, χωρίς να τον πληροφορεί για το γεγονός ότι, με βάση το άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού 593/2008, ο καταναλωτής έχει επίσης το δικαίωμα να επικαλεστεί την προστασία την οποία του διασφαλίζουν οι αναγκαστικού χαρακτήρα διατάξεις του δικαίου που θα είχε εφαρμογή ελλείψει της εν λόγω ρήτρας, πράγμα που εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει, βάσει του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων.
3) Το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, έχει την έννοια ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από επιχείρηση ηλεκτρονικού εμπορίου διέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους προς το οποίο η επιχείρηση αυτή κατευθύνει τις δραστηριότητές της, εφόσον αποδεικνύεται ότι η εν λόγω επιχείρηση προβαίνει στην επεξεργασία των επίμαχων δεδομένων στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων εγκαταστάσεως ευρισκόμενης στο συγκεκριμένο κράτος μέλος. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει αν συντρέχει τέτοια περίπτωση.
Ολόκληρη την απόφαση μπορείτε να βρείτε εδώ(link is external).
Lawspot